Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Αντιμυκητιασικά για τοπική χρήση |
Αγγλικά
|
Antifungals for topical use |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | D | Δερματολογικά φάρμακα |
2 | D01 | Αντιμυκητιασικά για δερματολογική χρήση |
3 | D01A | Αντιμυκητιασικά για τοπική χρήση |
Περιεχόμενα ομάδας
Κωδικός | Τίτλος |
---|---|
D01AA | Αντιβιοτικά |
D01AC | Παράγωγα ιμιδαζολίου και τριαζολίου |
D01AE | Λοιπά αντιμυκητιασικά για τοπική χρήση |
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Αμορολφίνη |
Η αμορολφίνη (amorolfine) είναι ένα ευρέος φάσματος αντιμυκητιασικό. Η μυκητοστατική και μυκητοκτόνος ενέργειά της στηρίζεται στη βλάβη της κυτταρικής μεμβράνης του μύκητα που οφείλεται στην αλλοίωση κυρίως της βιοσύνθεσης των στερολών. Η περιεχόμενη εργοστερόλη μειώνεται και ταυτόχρονα συσσωρεύονται ασυνήθιστες, μη επιπέδου διαμόρφωσης στερόλες. |
Μπιφοναζόλη |
Η μπιφοναζόλη (bifonazole) είναι παράγωγο του ιμιδαζολίου και έχει ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης, που περιλαμβάνει τα δερματόφυτα, ζυμομύκητες, ευρωτομύκητες και άλλους μύκητες, όπως η Malassezia furfur. Είναι επίσης δραστικό έναντι του Corynebacterium minutissimum. |
Βουτεναφίνη |
|
Χλωρμιδαζόλη |
|
Χλωρφαινεσίνη |
|
Κυκλοπιροξολαμίνη |
Η κυκλοπιροξολαμίνη (ciclopirox-olamine) στα οξοπυριδινικά φάρμακα και ως αντιμυκητιασικό φάρμακο αναστέλλει την ανάπτυξη του μεγαλύτερου μέρους των παθογόνων ζυμομυκήτων, συμπεριλαμβανομένων των δερματόφυτων και της Candida albicans. |
Κλοτριμαζόλη |
Η κλοτριμαζόλη είναι παράγωγο του ιμιδαζολίου και έχει ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης. Η κλοτριμαζόλη έχει ένα ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης in vitro και in vivo, που περιλαμβάνει δερματόφυτα, ζυμομύκητες, ευρωμύκητες κλπ. Η κλοτριμαζόλη δρα αποτελεσματικά κατά των μυκήτων, με αναστολή της σύνθεσης της εργοστερόλης. Η αναστολή της σύνθεσης της εργοστερόλης οδηγεί στην δομική και λειτουργική βλάβη της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων. |
Eberconazole |
|
Εκοναζόλη |
Η εκοναζόλη (econazole) είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο που αλληλεπιδρά με την 14-α διμεθυλάση, ένα ένζυμο του κυτοχρώματος P-450 που είναι απαραίτητο για τη μετατροπή της λανοστερόλης σε εργοστερόλη. Η εργοστερόλη αποτελεί την βασική συνιστώσα της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων και η αναστολή της σύνθεσης της οδηγεί σε αυξημένη κυτταρική διαπερατότητα, προκαλώντας την διαρροή του κυτταρικού περιεχομένου προς τα έξω. Η εκοναζόλη επίσης μπορεί να αναστείλει την ενδογενή αναπνοή και την πρόσληψη πουρινών και δυσχεραίνει την βιοσύνθεση τριγλυκεριδίων και φωσφολιπιδίων. |
Efinaconazole |
|
Αιθυλ- 4-υδροξυβενζοϊκό οξύ |
|
Φεντικοναζόλη |
Η φεντικοναζόλη (fenticonazole) είναι ένας ευρέως φάσματος αντιμυκητιασικός παράγοντας που ανήκει στα ιμιδαζόλια. Eίναι δραστική έναντι δερματοφύτων, ευρωτομυκήτων, διμόρφων μυκήτων, κλπ. καθώς και έναντι μερικών θετικών κατά Gram βακτηριδίων. |
Φλουκοναζόλη |
Η φλουκοναζόλη (fluconazole) ανήκει στην ομάδα των τριαζολούχων αντιμυκητιασικών παραγόντων και είναι ένας ισχυρός και ειδικός αναστολέας της σύνθεσης στερολών από τους μύκητες. |
Φλουκυτοσίνη |
Η φλουκυτοσίνη (flucytosine) είναι ένας αντιμεταβολίτης εναντίον των μυκήτων που πιθανώς δρα άμεσα μέσω ανταγωνιστικής αναστολής πρόσληψης της πουρίνης και πυριμιδίνης και έμμεσα μεταβολιζόμενη σε 5-φθοριοουρακίλη αναστέλλει την σύνθεση του DNA και του RNA. Επίσης η φλουκυτοσίνη φαίνεται να είναι ένας αναστολέας της θυμιδυλικής συνθετάσης των μυκήτων. |
Φλουτριμαζόλη |
Η φλουτριμαζόλη (flutrimazole) είναι ένα τοπικό αντιμυκητιακό ιμιδαζολικού τύπου. Όπως και άλλα ιμιδαζολικά παράγωγα, η φλουτριμαζόλη δρά τροποποιώντας την κυτταρική μεμβράνη του μύκητα παρεμβαίνοντας στη σύνθεση της εργοστερόλης με παρεμπόδιση της δράσης του ενζύμου lanosterol-14α-demethylase. |
Γκριζεοφουλβίνη |
Η γκρισεοφουλβίνη (griseofulvin) είναι ένα μυκητιοστατικό, αναστέλλοντας την ανάπτυξη των δερματοφύτων. Θεωρείται ότι αναστέλλει την μίτωση και και την σύνθεση νουκλεϊκών οξέων. |
Ισοκοναζόλη |
Η ισοκοναζόλη (isoconazole) ανήκει στις αντιμυκητιασικές αζόλες και δρα κυρίως εναντίον των δερματοφύτων, των βλαστομυκήτων, μυκήτων που μοιάζουν με βλαστομύκητες, καθώς και εναντίον ευρωτομυκήτων. |
Κετοκοναζόλη |
Η κετοκοναζόλη είναι μία ιμιδαζόλη που αλληλεπιδρά με την C-14α-απομεθυλάση και αναστέλλει την απομεθυλίωση της λανοστερόλης προς εργοστερόλη (την κυριότερη στερόλη των μεμβρανών των μυκήτων), με αποτέλεσμα διαταραχή της διαπερατότητας των μεμβρανών των μυκήτων. |
Λανοκοναζόλη |
|
Λιραναφτάτη |
|
Λουλικοναζόλη |
|
Μεπαρτρικίνη |
|
Methylrosaniline |
|
Μικοναζόλη |
Η μικοναζόλη είναι μια αντιμυκητιασική ιμιδαζόλη και αλληλεπιδρά με την 14-α δεμεθυλάση του κυτοχρώματος P-450, ένα ένζυμο απαραίτητο για τη μετατροπή της λανοστερόλης σε εργοστερόλη. Η εργοστερόλη αποτελεί βασικό συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων, οπότε η αναστολή σύνθεσής της, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της διαπερατότητας της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων και κατά συνέπεια την έξοδο κυτταροπλασματικού περιεχομένου. |
Ναφτιφίνη |
|
Ναταμυκίνη |
|
Nετικοναζόλη |
|
Νυστατίνη |
Η νυστατίνη είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο, στο οποίο πολλοί μύκητες και ζυμομύκητες είναι ευαίσθητοι, συμπεριλαμβανομένων των ειδών Candida. Η νυστατίνη ασκεί την αντιμυκητιακή δράση της με τη δέσμευση της στην εργοστερόλη που βρίκεται στις μυκητιακές κυτταρικές μεμβράνες. Η σύνδεση την νυστατίνης με την εργοστερόλη προκαλεί το σχηματισμό των πόρων της μεμβράνης. Όταν το κάλιο και τα άλλα κυτταρικά συστατικά διαρρεύσουν από τους πόρους της μεμβράνης, τότε προκαλείται ο κυτταρικός θάνατος των μυκήτων. |
Ομοκοναζόλη |
Η ομοκοναζόλη (omoconazol) ανήκει στις αζόλες και είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο. |
Oxiconazole |
|
Σαλικυλικό οξύ |
Το σαλικυλικό οξύ έχει κερατολυτική δράση και μειώνει την υπερκεράτωση που σχετίζεται με την ακτινική κεράτωση. Το σαλικυλικό οξύ είναι ένα λιποδιαλυτό, φαινολικό αρωματικό οξύ. Ενεργώντας ως ένας οργανικός διαλύτης, το σαλικυλικό οξύ δύναται να αφαιρέσει τα μεσοκυττάρια λιπίδια που συνδέονται ομοιοπολικά με το κερατινοποιημένο περίβλημα που περιβάλλει τα κερατινοποιημένα κύτταρα. |
Θειούχο σελήνιο |
Το θειούχο σελήνιο φαίνεται να έχει κυτταροστατική επίδραση στα κύτταρα της επιδερμίδας και στο θυλακιώδες επιθήλιο, μειώνοντας την παραγωγή κερατινοκυττάρων. |
Σερτακοναζόλη |
Η σερτακοναζόλη (sertaconazole) είναι ένας πολύ εκλεκτικός αναστολέας του κυτοχρώματος Ρ-450 των μυκήτων μέσω της αναστολής του ενζύμου 14α-δεμεθυλάση του κυτοχρώματος Ρ450. Ανήκει στις ιμιδαζόλες και ως αντιμυκητιακός παράγοντας. Η 14α-δεμεθυλάση μετατρέπει λανοστερόλη στην εργοστερόλη και απαιτείται για την σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος των μυκήτων. |
Σουλκοναζόλη |
|
Tavaborole |
|
Τερβιναφίνη |
Η τερβιναφίνη είναι μια αλλυλαμίνη, η οποία έχει ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης. Δρα αναστέλλοντας την εποξειδάση του σκουαλενίου στην κυτταρική μεμβράνη των μυκήτων. Σε χαμηλές πυκνότητες, η τερβιναφίνη είναι μυκητοκτόνος κατά των δερματόφυτων, των ευρωτομυκήτων και ορισμένων δίμορφων μυκήτων. Η δράση της κατά των ζυμομυκήτων είναι μυκητοκτόνος ή μυκητοστατική, ανάλογα με το είδος του ζυμομύκητος. |
Θειαβενδαζόλη |
|
Τιοκοναζόλη |
Η τιοκοναζόλη (tioconazole) είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο της κατηγορίας των ιμιδαζολίων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από μύκητες ή μαγιά (δερματόφυτα, ζυμομύκητες). Η τιοκοναζόλη αναστέλλει τη σύνθεση της εργοστερόλης, το οποίο αποτελεί ουσιαστικό συστατικό της μεμβράνης ζυμομυκήτων, με αποτέλεσμα την αυξημένη κυτταρική διαπερατότητα. |
Τολναφτάτη |
|
Ενδεκυλενικό οξύ |
Το ενδεκυλενικό οξύ (undecylenic acid) είναι ένα οργανικό ακόρεστο λιπαρό οξύ, που προέρχεται από το καστορέλαιο. Χρησιμοποιείται ως φυσικός αντιμυκητισιακός παράγοντας. |