Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Κορτικοστεροειδή, ισχυρά (κατηγορία ΙΙΙ) |
Αγγλικά
|
Corticosteroids, potent (group III) |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | D | Δερματολογικά φάρμακα |
2 | D07 | Κορτικοστεροειδή, δερματολογικά σκευάσματα |
3 | D07A | Κορτικοστεροειδή, αμιγή |
4 | D07AC | Κορτικοστεροειδή, ισχυρά (κατηγορία ΙΙΙ) |
Περιεχόμενα ομάδας
Κωδικός | Τίτλος |
---|---|
D07AC01 | Betamethasone |
D07AC02 | Fluclorolone |
D07AC03 | Desoximetasone |
D07AC04 | Fluocinolone acetonide |
D07AC05 | Fluocortolone |
D07AC06 | Diflucortolone |
D07AC07 | Fludroxycortide |
D07AC08 | Fluocinonide |
D07AC09 | Budesonide |
D07AC10 | Diflorasone |
D07AC11 | Amcinonide |
D07AC12 | Halometasone |
D07AC13 | Mometasone |
D07AC14 | Methylprednisolone aceponate |
D07AC15 | Beclometasone |
D07AC16 | Hydrocortisone aceponate |
D07AC17 | Fluticasone |
D07AC18 | Prednicarbate |
D07AC19 | Διφλουπρεδνάτη |
D07AC21 | Ulobetasol |
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Αμκινονίδη |
Η αμκινονίδη είναι ένα τοπικό κορτικοστεροειδές με αντιφλεγμονώδη, αντικνησμώδη και αγγειοσυσπαστική δράση. |
Βεκλομεθαζόνη |
Η βεκλομεθαζόνη είναι ένα γλυκοκορτικοειδές με αντιφλεγμονώδη δράση και περιορισμένη αλατοκορτικοειδή δράση. Παρατηρείται τοπική επίδραση στην κατώτερη αναπνευστική οδό μετά από χορήγηση στο αναπνευστικό σύστημα με εισπνοή. Η βεκλομεθαζόνη αποτελεί προφάρμακο με ασθενή δραστικότητα ως προς την σύνδεση με υποδοχείς γλυκοκορτικοειδών. Υδρολύεται από εστεράσες προς τον ενεργό μεταβολίτη 17-μονοπροπιονική βεκλομεθαζόνη (beclomethasone-17-monopropionate: Β-17-ΜΡ), η οποία έχει ισχυρή τοπική αντιφλεγμονώδη δράση. |
Βηταμεθαζόνη |
Η βηταμεθαζόνη κατατάσσεται ως προς τη δραστικότητα της στα ισχυρά τοπικά καρτικοστεροειδή κι έχει αντιφλεγμονώδη δράση. |
Βουδεσονίδη |
H βουδεσονίδη είναι ένα μη αλογονωμένο γλυκοκορτικοειδές με ισχυρή τοπική αντιφλεγμονώδη δράση στο αναπνευστικό σύστημα. Γενικά, η βουδεσονίδη αναστέλλει πολλές φλεγμονώδεις διαδικασίες συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής κυτοκίνης, της ενεργοποίησης των φλεγμονωδών κυττάρων και της έκφρασης των μορίων προσκόλλησης στα ενδοθηλιακά και τα επιθηλιακά κύτταρα. Σε δόσεις κλινικά ισοδύναμες με της πρεδνιζολόνης, η βουδεσονίδη προκαλεί σημαντικά μικρότερη καταστολή του άξονα ΥΥΕ και έχει χαμηλότερη επίδραση στους δείκτες της φλεγμονής. |
Δεσοξιμεταζόνη |
|
Diflorasone |
|
Διφθοριοκορτολόνη |
Η διφθοριοκορτολόνη (diflucortolone) καταστέλλει τη φλεγμονή σε περίπτωση φλεγμαινουσών και αλλεργικών δερματοπαθειών και βελτιώνει τα υποκειμενικά ενοχλήματα όπως κνησμό, καύσο και άλγος. |
Διφλουπρεδνάτη |
|
Φλουκλορολόνη |
|
Φλουδροξυκορτίδιο |
|
Ακετονίδιο της φθοριοκινολόνης |
Το ακετονίδιο φθοριοκινολόνης (fluocinolone acetonide) είναι τοπικό κορτικοστεροειδές, με πολύ ισχυρή αντιφλεγμονώδη, αγγειοσυσπαστική και αντικνησμώδη δράση. |
Φθοριοκινονίδη |
Η φθοριοκινονίδη (fluocinonide) είναι τοπικό κορτικοστεροειδές, με ισχυρή αντιφλεγμονώδη αγγειοσυσπαστική και αντικνησμώδη δράση. |
Φλουοκορτολόνη |
Η φλουοκορτολόνη (fluocortolone) αναστέλλει τις φλεγμονώδεις και αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις και ανακουφίζει από υποκειμενικές ενοχλήσεις όπως κνησμό, καύσο και πόνο. Η ουσία μειώνει τη διαστολή των τριχοειδών, το οίδημα των διάμεσων κυττάρων και τη διήθηση των ιστών. Ο πολλαπλασιασμός των τριχοειδών αναστέλλεται. |
Φλουτικαζόνη |
Η φλουτικαζόνη έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, όμως όταν χρησιμοποιείται τοπικά στο ρινικό βλεννογόνο, δεν έχει ανιχνεύσιμη συστηματική δράση. |
Αλομεταζόνη |
|
Υδροκορτιζόνη |
Η υδροκορτιζόνη είναι ένα γλυκοκορτικοειδές που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και φέρει αντιφλεγμονώδη δράση ικανή να απελευθερώνει και να επάγει τη σύνθεση του ειδικού αναστολέα PLA2. Η υδροκορτιζόνη ανήκει στα βραχείας δράσης γλυκοκορτικοειδή με μέσο όρο δράσης 8-12 ώρες. |
Μομεταζόνη |
Η μομεταζόνη είναι ένα τοπικό γλυκοκορτικοειδές με τοπικές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Είναι πιθανό ότι το μεγαλύτερο μέρος του μηχανισμού των δράσεων της μομεταζόνης έγκειται στην ικανότητά της να αναστέλλει την απελευθέρωση μεσολαβητών του καταρράκτη των φλεγμονωδών αντιδράσεων. |
Prednicarbate |
|
Ουλοβηταζόλη |
|