Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Γοναδοτροφίνες και άλλα διεγερτικά της ωορρηξίας |
Αγγλικά
|
Gonadotropins and other ovulation stimulants |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | G | Ουροποιογεννητικό σύστημα και ορμόνες του φύλου |
2 | G03 | Ορμόνες του φύλου και τροποποιητικά με δράση στο γεννητικό σύστημα |
3 | G03G | Γοναδοτροφίνες και άλλα διεγερτικά της ωορρηξίας |
Περιεχόμενα ομάδας
Κωδικός | Τίτλος |
---|---|
G03GA | Γοναδοτροφίνες |
G03GB | Διεγερτικά της ωορρηξίας, συνθετικά |
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Χοριακή γοναδοτροπίνη άλφα |
Η κύρια φαρμακοδυναμική δράση της χοριογοναδοτροπίνης άλφα (choriogonadotropin alpha) στις γυναίκες είναι η επανέναρξη της μειωτικής διαδικασίας των ωοκυττάρων, η ρήξη των ωοθυλακίων (ωοθυλακιορρηξία), η δημιουργία ωχρού σωματίου και παραγωγή προγεστερόνης και οιστραδιόλης από το ωχρό σωμάτιο. |
Χοριακή γοναδοτροπίνη (ανθρώπινη) |
Η χοριακή γοναδοτροπίνη (chorionic gonadotrophin) έχει δράση LH και συμβάλλει στην φυσιολογική ανάπτυξη και ωρίμανση των γεννητικών κυττάρων και για την παραγωγή στεροειδών από τις γονάδες. |
Κλομιφαίνη |
Η κλομιφαίνη (clomifene) θεωρείται ως αντι-οιστρογόνο και σήμερα έχει τοποθετηθεί στους εκλεκτικούς τροποποιητές των οιστρογονικών υποδοχέων. Θεωρείται τόσο οιστρογονικός αγωνιστής όσο και οιστρογονικός ανταγωνιστής, με τον ανταγωνιστή να κυριαρχεί. Η δράση της κλομιφαίνης στην υπόφυση προκαλεί βελτίωση της έκκρισης GnRH και τελικώς FSH. Χρησιμοποιείται κυρίως γαι την πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας. |
Κοριφολιτροπίνη άλφα |
Η κοριφολιτροπίνη άλφα έχει σχεδιασθεί ως παρατεταμένο διεγερτικό των ωοθυλακίων με το ίδιο φαρμακοδυναμικό προφίλ όπως η (rec)FSH, αλλά με μία ιδιαίτερα παρατεταμένη διάρκεια δραστηριότητας FSH. Η κοριφολιτροπίνη άλφα δεν εμφανίζει κάποια ενδογενή LH/hCG δραστηριότητα. |
Κυκλοφαινίλη |
|
Θυλακιοτροπίνη άλφα |
Η θυλακιοτροπίνη άλφα (follitropin alpha) είναι ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (γοναδοτροπίνη) που παράγεται από γενετικά επεξεργασμένα κύτταρα ωοθηκών του κινεζικού κρικητού (CHO). Στις γυναίκες η πιο σημαντική επίδραση που προέρχεται από την παρεντερική χορήγηση της FSH είναι η ανάπτυξη ωρίμων ωοθυλακίων Graaf. |
Θυλακιοτροπίνη βήτα |
Η θυλακιοτροπίνη βήτα (follitropin beta) είναι μια ανασυνδυασμένη FSH που παράγεται με την τεχνολογία του ανασυνδυασμένου DNA. Η θυλακιοτροπίνη βήτα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διέγερση της ωοθυλακικής ανάπτυξης και της παραγωγής στεροειδών σε επιλεγμένες περιπτώσεις διαταραχών της λειτουργίας των γονάδων. Επί πλέον η θυλακιοτροπίνη βήτα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόκληση πολλαπλής ωοθυλακικής ανάπτυξης σε ιατρικά προγράμματα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. |
Θυλακιοτροπίνη δέλτα |
Η θυλακιοτροπίνη δέλτα (follitropin delta) είναι μία ανασυνδυασμένη ανθρώπινη FSH η οποία χρησιμοποιείται με σκοπό την ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών για την ανάπτυξη πολλαπλών ωοθυλακίων σε γυναίκες που υποβάλλονται σε τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ART). Επειδή η θυλακιοτροπίνη δέλτα παράγεται στην ανθρώπινη κυτταρική σειρά PER.C6, το προφίλ γλυκοσυλίωσης είναι διαφορετικό από αυτό της θυλακιοτροπίνης άλφα και της θυλακιοτροπίνης βήτα. |
Λουτροπίνη άλφα |
Η λουτροπίνη άλφα (lutropin alfa) είναι ανασυνδυασμένη ανθρώπινη Ωχρινοτρόπος Ορμόνη (r-hLH). Η Ωχρινοτρόπος Ορμόνη (LH) δεσμεύεται στη θήκη της ωοθήκης (και τα κοκκιώδη κύτταρα) και στα κύτταρα του Leydig στους όρχεις, επί ενός κοινού με την ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη (hCG), υποδοχέα. Η λουτροπίνη άλφα σε συνδυασμό με ιδιοσκεύασμα που περιέχει Θυλακιοτρόπο Ορμόνη (FSH) συνιστάται για τη διέγερση της ανάπτυξης των ωοθυλακίων σε ενήλικες γυναίκες με σοβαρή ανεπάρκεια της ωχρινοτρόπου ορμόνης (LH) και FSH. |
Μενοτροπίνη |
Η μενοτροφίνη (menotropin), η οποία εμφανίζει και FSH και LH δράση, επάγει την αύξηση και την ανάπτυξη των ωοθυλακίων και τη γοναδική παραγωγή στεροειδών σε γυναίκες που δεν έχουν πρωτοπαθή ωοθηκική ανεπάρκεια. |
Ουροφολλιτροπίνη |
Η ουροφολλιτροπίνη (urofollitropin) (FSH) διεγείρει την ωοθυλακική αύξηση και ανάπτυξη καθώς και την παραγωγή στεροειδών από τις γονάδες, σε γυναίκες που δεν παρουσιάζουν πρωτοπαθή ωοθηκική ανεπάρκεια. |