Ένδειξη για Φαινυτοΐνη
Κωδικός | I-638922 |
---|---|
Φύλο | Χωρίς διάκριση φύλου |
Ηλικία | Μόνο βρέφη (40 ημερών - 1 έτους) , παιδιά (1 έτους - 12 ετών) , έφηβοι (12 ετών - 18 ετών) , ενήλικες (18 ετών και άνω) |
Σύντομη περιγραφή
Το ενέσιμο διάλυμα φαινυτοΐνης ενδείκνυται για τον έλεγχο όλων των μορφών εστιακής επιληψίας και των γενικευμένων τονικοκλονικών κρίσεων συμπεριλαμβανομένου του status epilepticus.
Ακόμη, η φαινυτοΐνη ενδείκνυται για την πρόληψη και για τη θεραπεία των σπασμών, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ή μετά τις νευροχειρουργικές επεμβάσεις κρανίου.
Εγκεφαλική βλάβη
Αγωγές
Για την ένδειξη αυτή, η βιβλιογραφία αναφέρει τις εξής αγωγές:
Ενδοφλέβια – όλες οι ηλικίες – 10-15 mg/kg
10-15 mg/kg | |
---|---|
Συνολική ημερήσια δόση | 10 - 15 mg ανά κιλό σωματικού βάρους |
Δοσολογικό σχήμα | Από 10 έως 15 mg ανά κιλό σωματικού βάρους μία φορά καθημερινά |
Λεπτομερής περιγραφή |
Στους ενήλικες, η δόση εφόδου μέχρι 250 mg μπορεί να επαναληφθεί μετά 30 λεπτά, βραδέως ενδοφλεβίως, με ρυθμό που δεν υπερβαίνει τα 50 mg/min. Η δόση εφόδου θα πρέπει να ακολουθείται από μία δόση συντήρησης των 100mg, είτε από το στόμα, είτε ενδοφλεβίως κάθε 6 έως 8 ώρες. Κατά τη διάρκεια της χορήγησης συνιστάται η συνεχής παρακολούθηση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος και της πίεσης του αίματος. Ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται για σημεία αναπνευστικής καταστολής. Κατά τη θεραπευτική αντιμετώπιση του status epilepticus και τον μετέπειτα καθορισμό της δόσης συντήρησης, συνιστάται ο προσδιορισμός των επιπέδων της φαινυτοΐνης στον ορό. Εξαιτίας της αναγκαιότητας χορήγησης της φαινυτοΐνης με αργό ρυθμό, άλλα μέτρα μπορεί να είναι συνήθως απαραίτητα για τον άμεσο έλεγχο των σπασμών, περιλαμβανομένης της συγχορήγησης βενζοδιαζεπίνης ενδοφλεβίως, όπως π.χ. διαζεπάμης ή ενδοφλεβίως βαρβιτουρικών βραχείας διάρκειας δράσης. Εάν με τη χορήγηση του ενέσιμου διαλύματος φαινυτοΐνης δεν ελέγχονται οι σπασμοί, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χρήσης άλλων αντιεπιληπτικών φαρμάκων, χορήγησης ενδοφλεβίως βαρβιτουρικών, γενικής αναισθησίας ή άλλων κατάλληλων μέτρων. Για τη θεραπεία του status epilepticus δεν πρέπει να χρησιμοποιείται η ενδομυϊκή οδός, γιατί η επίτευξη μεγίστων συγκεντρώσεων φαινυτοΐνης στον ορό μπορεί να χρειαστεί πάνω από 24 ώρες. ΝευροχειρουργικήΚατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης χορηγείται ενδομυϊκά, περίπου κάθε 4 ώρες, δόση προφύλαξης 100 mg έως 200 mg (2 ml έως 4 ml) και συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής περιόδου για 48 έως 72 ώρες. Η δόση πρέπει τότε να μειωθεί στη δόση συντήρησης των 300 mg και να προσαρμόζεται ανάλογα με τα επίπεδα στον ορό. Όταν απαιτείται ενδομυϊκή χορήγηση σε έναν ασθενή που η κατάστασή του έχει σταθεροποιηθεί με από του στόματος χορήγηση φαινυτοΐνης, θα πρέπει να γίνονται κατάλληλες ρυθμίσεις στη δοσολογία για τη διατήρηση των θεραπευτικών επιπέδων του φαρμάκου στον ορό. Όταν χρησιμοποιείται η ενδομυϊκή χορήγηση, η φαινυτοΐνη χορηγείται με βαθιά ενδομυϊκή ένεση. Ενδομυϊκή δόση μεγαλύτερη κατά 50% της από του στόματος δόσης, είναι απαραίτητη για τη διατήρηση αυτών των επιπέδων. Για να αποφευχθούν τα υψηλά επίπεδα του φαρμάκου στον ορό, λόγω της παρατεταμένης απορρόφησης του αποθέματος από τους μυς, συνιστάται όπως την πρώτη εβδομάδα που ο ασθενής θα επιστρέψει στην από του στόματος λήψη της φαινυτοΐνης, η δόση να μειωθεί στο ήμισυ της αρχικής από του στόματος δόσης. Εάν για τον ασθενή απαιτείται ενδομυϊκή χορήγηση φαινυτοΐνης, για περιόδους μεγαλύτερες της μίας εβδομάδας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και εναλλακτικές οδοί χορήγησης, όπως γαστρική διασωλήνωση. Για περιόδους μικρότερες της 1 εβδομάδας, κατά την επάνοδο από ενδομυϊκή χορήγηση σε από του στόματος, ο ασθενής θα πρέπει να λάβει το ήμισυ της αρχικής από του στόματος δόσης για την ίδια χρονική περίοδο που λάμβανε ενδομυϊκά φαινυτοΐνη. Η παρακολούθηση των επιπέδων στον ορό θα βοηθήσει να αποφευχθεί πτώση της συγκέντρωσης του φαρμάκου σε υποθεραπευτικά επίπεδα. Οι προσδιορισμοί των επιπέδων του φαρμάκου στον ορό είναι ιδιαιτέρως χρήσιμοι όταν υπάρχει υποψία φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης. |
Ιδιαιτερότητες δοσολογίας |
Ενδοφλέβια εφάπαξ ένεση (bolus)To ενέσιμο διάλυμα φαινυτοΐνης πρέπει να χορηγείται βραδέως, με ρυθμό που να μην υπερβαίνει τα 50 mg/min στους ενήλικες, απ' ευθείας σε μεγάλη φλέβα, με βελόνα μεγάλου διαμετρήματος ή ενδοφλέβιο καθετήρα. Σε κάθε ενδοφλέβια χορήγηση φαινυτοΐνης πρέπει να προηγείται έκπλυση με φυσιολογικό ορό και να ακολουθεί ένεση στείρου ισοτονικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου με την ίδια βελόνα ή ενδοφλέβιο καθετήρα, για να αποφευχθεί τοπικός ερεθισμός της φλέβας λόγω της αλκαλικότητας του διαλύματος. Χορήγηση σε ενδοφλέβια έγχυσηΓια χορήγηση με ενδοφλέβια έγχυση, το ενέσιμο διάλυμα φαινυτοΐνης θα πρέπει να διαλύεται σε 50 ml έως 100 ml φυσιολογικού ορού, έτσι ώστε η τελική συγκέντρωση της φαινυτοΐνης στο διάλυμα να μην υπερβαίνει τα 10 mg/ml. H έναρξη της χορήγησης πρέπει να γίνεται αμέσως μετά την προετοιμασία του τελικού διαλύματος και πρέπει να ολοκληρώνεται εντός 1 ώρας (το διάλυμα προς έγχυση δεν πρέπει να τοποθετείται σε ψυγείο). Πρέπει να χρησιμοποιείται ένα φίλτρο εντός της γραμμής έγχυσης (0,22-0,50 microns). Σε κάθε ενδοφλέβια χορήγηση φαινυτοΐνης, πρέπει να προηγείται έκπλυση με φυσιολογικό ορό και να ακολουθεί ένεση στείρου ισοτονικού διαλύματος χλωριούχου νατρίου με την ίδια βελόνα ή ενδοφλέβιο καθετήρα, για να αποφευχθεί τοπικός ερεθισμός της φλέβας λόγω της αλκαλικότητας του διαλύματος. Η ενδοφλέβια χορήγηση πρέπει να γίνεται πάρα πολύ βραδέως, για την αποφυγή διαταραχών του καρδιακού ρυθμού ή και καταπληξίας. Το ενέσιμο διάλυμα φαινυτοΐνης δεν πρέπει να προστίθεται σε διαλύματα προς ενδοφλέβια έγχυση, επειδή δεν διαλύεται σε κοινούς διαλύτες και καθιζάνει. |
Δραστική ουσία
Η φαινυτοΐνη (phenytoin) είναι ένα αντιεπιληπτικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία του status epilepticus. Η κύρια περιοχή της δράσης της είναι ο κινητικός φλοιός όπου αναστέλλεται η επέκταση του επιληπτικού παροξυσμού.
Αποποίηση ευθυνών: Έχουν γίνει όλες οι προσπάθειες για να εξασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που παρέχονται είναι ακριβείς, ενημερωμένες και πλήρεις, αλλά δεν δίνεται καμία εγγύηση για τον σκοπό αυτό. Η εμφάνιση ένδειξης ή αγωγής για μια νόσο ή ένα σύμπτωμα σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως υπόδειξη ότι η αγωγή είναι αποτελεσματική ή κατάλληλη για κάθε συγκεκριμένο ασθενή. Η απουσία μιας ένδειξης ή αγωγής για μια νόσο ή ένα σύμπτωμα σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αποκλείει την ύπαρξη άλλων κατάλληλων ουσιών και αγωγών. Η Ergobyte Πληροφορική Α.Ε. δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για οποιαδήποτε πτυχή της υγειονομικής περίθαλψης παρέχεται με τη βοήθεια των πληροφοριών που η ίδια παρέχει.