Οι δράσεις των συμπαθομιμητικών ουσιών ποικίλουν ανάλογα με το αν επενεργούν στους α- ή στους β-αδρενεργικούς υποδοχείς. Η αδρεναλίνη (επινεφρίνη) διεγείρει και τους α- και τους β-υποδοχείς. Αυξάνει την καρδιακή συχνότητα και τη συσπαστικότητα του μυοκαρδίου (δράση β1) και μπορεί να προκαλέσει περιφερική αγγειοδιαστολή (δράση β2) ή αγγειοσύσπαση (δράση α-).
Οι αδρενεργικές ουσίες διαχωρίζονται σε κατεχολαμίνες και μη κατεχολαμίνες. Οι κατεχολαμίνες μπορούν να διαιρεθούν σε ενδογενείς, όπως η αδρεναλίνη, η νοραδρεναλίνη, η δοπαμίνη και συνθετικές, όπως η ισοπρεναλίνη και η δοβουταμίνη.
Στις μη κατεχολαμίνες ανήκουν διάφορες ουσίες, οι οποίες δρουν στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα είτε απ’ ευθείας επί των αδρενεργικών υποδοχέων είτε έμμεσα προκαλώντας έκλυση νοραδρεναλίνης. Οι ουσίες αυτές είναι η εφεδρίνη, η μεταραμινόλη, η φαινυλεφρίνη, η θειική μεφαιντερμίνη και η υδροχλωρική ετιλεφρίνη.
Όλες οι κατεχολαμίνες ασκούν την ινότροπη δράση και τις επιδράσεις τους επί των αγγείων μέσω διέγερσης των αδρενεργικών υποδοχέων. Oι αδρενεργικοί υποδοχείς ταξινομούνται ως α, οι οποίοι διαχωρίζονται σε α1 και α2 και ως β, οι οποίοι διαχωρίζονται σε β1 και β2, καθώς και σε ντοπαμινεργικούς υποδοχείς οι οποίοι επίσης διαχωρίζονται σε DA1 και DA2 (βλ. και κεφ. 04.06.01.01 ).
Οι κατεχολαμίνες ασκούν τις αιμοδυναμικές τους επιδράσεις με άμεση ή έμμεση δράση σ’ αυτούς τους αδρενεργικούς υποδοχείς. έμμεσα δρώσες κατεχολαμίνες ασκούν τη δράση τους διεγείροντας την απελευθέρωση νευρομεταβιβαστών από τις τελικές συμπαθητικές απολήξεις, ενώ οι απευθείας δρώσες δρουν άμεσα στους αδρενεργικούς υποδοχείς. Μερικές ουσίες (δοπαμίνη και εφεδρίνη) είναι ικανές για άμεση και έμμεση διέγερση, ανάλογα με τη δόση χορήγησης.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο δράσης τους, άμεσo ή έμμεσο, όλες οι κατεχολαμίνες ασκούν τη θετική ινότροπη δράση τους μετά από διέγερση των β1 υποδοχέων.
Η κλινική αποτελεσματικότητα για οποιαδήποτε αδρενεργική ουσία επηρεάζεται από τη διαθεσιμότητα, δηλαδή την πυκνότητα των υποδοχέων, καθώς και από τη δυνατότητα ανταπόκρισής τους, δηλ. τη συγγένεια της ουσίας προς τους β-υποδοχείς. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου παρατηρείται αύξηση ή ελάττωση του αριθμού των υποδοχέων, καθώς και τροποποίηση της χημικής συγγένειάς τους με τις κατεχολαμίνες. Για να εξασφαλίσει κανείς μέγιστο αιμοδυναμικό αποτέλεσμα πρέπει να λάβει υπόψη τους παρακάτω παράγοντες: τη συγκέντρωση του φαρμάκου, τον αριθμό και τη χημική συγγένεια των αδρενεργικών υποδοχέων και τη διαθεσιμότητα των ιόντων ασβεστίου. Ανάλογα με την ύπαρξη των διαφόρων υποδοχέων σ’ ένα όργανο και τη διέγερση αυτών από τις παραπάνω ουσίες προκύπτουν τα αντίστοιχα αποτελέσματα.
Η επινεφρίνη, η ισοπρεναλίνη, η φαινυλεφρίνη και η μεφαιντερμίνη έχουν σχετικά περιορισμένες εφαρμογές στην καθημερινή κλινική πράξη για την αντιμετώπιση των καρδιοαγγειακών παθήσεων. Οι πρώτες τρεις όμως χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής, μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς ή στις στεφανιαίες μονάδες μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Επίσης, στις μονάδες εντατικής θεραπείας σε περιπτώσεις κυκλοφορικής καταπληξίας. Η νορεπινεφρίνη χρησιμοποιείται σπάνια και η χρήση της μεταραμινόλης έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Σήμερα χρησιμοποιούνται οι νεώτερες ουσίες δοπαμίνη και δοβουταμίνη με εμφανώς σημαντικά πλεονεκτήματα.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
Κατάταξη κεφαλαίου
02 Φάρμακα παθήσεων κυκλοφορικού συστήματος
02.07 Συμπαθομιμητικά (αδρενεργικοί διεγέρτες)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Δοβουταμίνη |
Η δοβουταμίνη (dobutamine) είναι μια συνθετική κατεχολαμίνη με άμεση ινότροπη δράση κυρίως στους βήτα-1-αδρενεργικούς υποδοχείς (με μικρή επίδραση στο βήτα-2 ή άλφα υποδοχείς) της καρδιάς, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει την νεφρική αιμάτωση και την καρδιακή παροχή (αυξάνοντας την αρτηριακή πίεση), ενώ μειώνει τις ολικές περιφερικές αντιστάσεις. |
Ντοπαμίνη |
Η ντοπαμίνη (dopamine) είναι μια κατεχολαμίνη και προκαλεί αύξηση του όγκου του παλμού και της καρδιακής παροχής λόγω αύξησης της συσταλτικότητας του μυοκαρδίου (θετική ινοτρόπος δράση). |
Εφεδρίνη |
Η εφεδρίνη είναι μία συμπαθητικομιμητική, αδρενεργική ουσία που ανήκει στις μη κατεχολαμίνες. Η εφεδρίνη δρα στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα είτε απ' ευθείας επί των αδρενεργικών υποδοχέων είτε έμμεσα προκαλώντας έκλυση νοραδρεναλίνης. Ασκεί ινότροπη δράση και επιδρά επί των αγγείων μέσω διέγερσης των αδρενεργικών υποδοχέων. |
Εταφεδρίνη |
Η εταφεδρίνη (etafedrine) είναι ένας συμπαθομιμητικός παράγοντας που δρα στους συμπαθητικούς υποδοχείς του βρογχικού δέντρου προκαλώντας χαλάρωση του βρογχόσπασμου, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν της εφεδρίνης. Η εταφεδρίνη είναι βρογχοδιασταλτικός και εκλεκτικός αγωνιστής του β2-αδρενοϋποδοχέα. Η εταφεδρίνη ανήκει επίσης στην οικογένεια φαρμάκων που ονομάζονται αποσυμφορητικά. Λειτουργεί περιορίζοντας τα αιμοφόρα αγγεία στις ρινικές διόδους, βοηθώντας στην ανακούφιση της ρινικής αναπνοής. |
Νορεπινεφρίνη |
Η νορεπινεφρίνη (norepinephrine) είναι ένας ισχυρός περιφερικός αγγειοσυσταλτικός παράγοντας ο οποίος επιδρά τόσο σε αρτηριακά και φλεβικά υποστρώματα (α-αδρενεργική επίδραση) όσο και ως ισχυρός ινοτροπικός διεγέρτης της καρδιάς (επίδραση β1). Αυτές οι επιδράσεις έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της συστηματικής καρδιακής πίεσης και της ροής του αίματος στις στεφανιαίες αρτηρίες. |
Εμπορικές ονομασίες κεφαλαίου
Κ | Εμπορική ονομασία | Ενεργά συστατικά | Υπεύθυνος κυκλοφορίας |
---|---|---|---|
CONCERTA | Janssen-Cilag Φαρμακευτική A.B.E.E. | ||
GILUDOP | Pharmaselect International Beteiligungs GmbH |