Λόγω της αποτελεσματικότητας και ασφάλειάς τους, αλλά και της μεγάλης συχνότητας του άγχους και της αϋπνίας στον πληθυσμό, οι βενζοδιαζεπίνες έχουν ευρύτατη χρήση. Aν και εξάρτηση μπορεί να συμβεί ακόμη και με θεραπευτικές δόσεις μετά από μακρά, μεγαλύτερη των 6 μηνών λήψη, ο κίνδυνος να προκύψουν σοβαρά προβλήματα εξάρτησης είναι σχετικά πολύ μικρός.
Tο ενδεχόμενο της εξάρτησης θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τη χορήγηση των βενζοδιαζεπινών, αλλά και δεν θα πρέπει, λόγω υπερβολικού φόβου, να αποστερούνται μιας αποτελεσματικής θεραπείας ασθενείς που υποφέρουν από άγχος ή αϋπνία.
Oι βενζοδιαζεπίνες έχουν αγχολυτικές, υπνωτικές, αντιεπιληπτικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες, η κύριά τους όμως ένδειξη είναι η βραχυχρόνια συμπτωματική αντιμετώπιση του έντονου, παθολογικού άγχους και της αϋπνίας. Συνιστώνται μόνο όταν η διαταραχή είναι σοβαρή, περιορίζει τις δραστηριότητες του ασθενή ή του προκαλεί έντονη δυσφορία.
Δεν έχουν ένδειξη στο άγχος και στην υπερένταση που συνδέονται με προβλήματα της καθημερινής ζωής. Η αγωγή θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερης διάρκειας.
Γενικά η συνολική διάρκεια της αγωγής δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 8-12 εβδομάδες, συμπεριλαμβανόμενου και του χρόνου σταδιακής διακοπής της. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις δυνατόν να απαιτηθεί παράταση της αγωγής πέραν της μέγιστης συνιστώμενης διάρκειας.
Ορισμένες βενζοδιαζεπίνες χορηγούνται και στο σύνδρομο στέρησης του οινοπνεύματος (delirium tremens), ως συμπληρωματική θεραπεία. Σχετικές ενδείξεις αποτελούν οι νυχτερινοί εφιάλτες και η υπνοβασία, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί ανεπιθύμητες ενέργειες και επιπλοκές που κάνουν προβληματική τη χρήση τους.
H χορήγησή τους σε παιδιά πρέπει κατά το δυνατόν να αποφεύγεται.
Όλες οι βενζοδιαζεπίνες έχουν παρόμοιες φαρμακολογικές ιδιότητες και διαφοροποιούνται μόνο ως προς την κατασταλτική τους επίδραση, την ισχύ (potency) και τη φαρμακοκινητική συμπεριφορά. Ορισμένα μεγάλης ισχύος παράγωγα έχουν χρησιμότητα στις διαταραχές πανικού και στην επιληψία, αλλά μπορεί να αυξάνουν την πιθανότητα εξάρτησης.
Όπως φαίνεται στον Πίνακα 4.1 υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη φαρμακοκινητική συμπεριφορά ανάμεσα στα διάφορα παράγωγα και παρέχεται έτσι η δυνατότητα επιλογής της κατάλληλης βενζοδιαζεπίνης για συνεχή (αγχολυτική) ή βραχεία (υπνωτική) δράση. Tα μακράς διάρκειας δράσης σκευάσματα μπορούν να χορηγούνται σε εφάπαξ ημερήσια δόση, ενώ σκευάσματα με βραχεία ημιπερίοδο ζωής απαιτούν συχνότερη χορήγηση.
Σε ηλικιωμένα άτομα και σε ηπατοπαθείς προτιμώνται σκευάσματα με βραχεία διάρκεια δράσης, που δεν παράγουν ενεργούς μεταβολίτες (λοραζεπάμη, τεμαζεπάμη). Eπίσης σε ηλικιωμένους, τα μακράς διάρκειας δράσης σκευάσματα πρέπει να χορηγούνται σε πολύ μικρές αρχικές δόσεις και σε αραιότερα διαστήματα για να αποφεύγονται αθροιστικές ενέργειες.
Η χρήση βενζοδιαζεπινών (ακόμη και σε θεραπευτικές δόσεις) δυνατόν να δημιουργήσει σωματική και ψυχική εξάρτηση από αυτά τα φάρμακα. Διακοπή της θεραπείας μπορεί να καταλήξει σε φαινόμενα στέρησης ή υποτροπής. Ο κίνδυνος εξάρτησης αυξάνει με τη δόση και τη διάρκεια της αγωγής και είναι επίσης μεγαλύτερος σε ασθενείς με ιστορικό αλκοολισμού ή εθισμού σε φαρμακευτικές ουσίες. Tα στερητικά συμπτώματα εμφανίζονται 1-2 ημέρες μετά την απότομη διακοπή με τα βραχείας
δράσης και μετά 2-5 ή και περισσότερες ημέρες με τα μακράς δράσης παράγωγα, αυξάνονται προοδευτικά και συνήθως υποχωρούν μετά 1-3 εβδομάδες.
O κίνδυνος ανάπτυξης εξάρτησης είναι μεγαλύτερος και τα στερητικά συμπτώματα εντονότερα με τα μεγάλης ισχύος και βραχείας δράσης παράγωγα, τις υψηλότερες δόσεις και το μακρότερο χρόνο χορήγησης. Για αποφυγή του συνδρόμου στέρησης συνιστάται η ημερήσια δόση να μειώνεται προοδευτικά με ρυθμό 1/4-1/8 της ημερήσιας δόσης κάθε 1-2 εβδομάδες.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στις βενζοδιαζεπίνες, βαρεία μυασθένεια, σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, σύνδρομο καθ’ ύπνον αποφρακτικής άπνοιας, σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια.
Προσοχή στη χορήγηση: Δυνατόν να προκαλέσουν προχωρητική αμνησία. Όταν χορηγούνται βενζοδιαζεπίνες είναι γνωστό ότι παρουσιάζονται ψυχιατρικές και παράδοξες αντιδράσεις (βλ. Ανεπιθύμητες ενέργειες). Εφόσον παρουσιαστεί κάποια από αυτές, θα πρέπει να διακοπεί η χορήγηση του φαρμάκου. Δεν συνιστώνται για την αρχική αντιμετώπιση ψυχωσικών παθήσεων. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνες για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης ή του άγχους που συνοδεύεται από κατάθλιψη (μπορεί να επιφέρουν πράξεις αυτοκτονίας). Θα πρέπει να χορηγούνται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό αλκοολισμού ή εθισμού σε φαρμακευτικές ουσίες.
Αν συνταγογραφηθούν σε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας αυτή θα πρέπει να προειδοποιείται ότι οφείλει να συμβουλευθεί τον ιατρό της σχετικά με τη διακοπή του φαρμάκου, εφόσον σκοπεύει να καταστεί ή υπάρχει υποψία ότι είναι έγκυος. Αφού οι βενζοδιαζεπίνες ανευρίσκονται στο μητρικό γάλα, δεν θα πρέπει να χορηγούνται κατά τη γαλουχία.
Καταστολή, αμνησία, ελαττωμένη συγκέντρωση και μειωμένη μυϊκή λειτουργία μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς την ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων.
Αλληλεπιδράσεις: Δεν συνιστάται η παράλληλη λήψη οινοπνεύματος. Η κατασταλτική δράση επιτείνεται όταν το φάρμακο χορηγείται μαζί με οινόπνευμα. Αυτό επηρεάζει επιπρόσθετα την ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων.
Δυνατόν να παρατηρηθεί ενίσχυση της κεντρικής κατασταλτικής δράσης σε περιπτώσεις συγχορήγησης με κατασταλτικά του Κ.Ν.Σ όπως αντιψυχωσικά (νευροληπτικά), υπνωτικά, αγχολυτικά/ ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά, ναρκωτικά, αναλγητικά, αντιεπιληπτικά, αναισθητικά και ηρεμιστικά αντιισταμινικά. Στην περίπτωση αναλγητικών ναρκωτικών μπορεί επίσης να παρουσιασθεί ενίσχυση της ευεξίας που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ψυχικής εξάρτησης. Φάρμακα που αναστέλλουν συγκεκριμένα ηπατικά ένζυμα (ιδιαίτερα το κυτόχρωμα Ρ450), δυνατόν να επιτείνουν τη δραστικότητα των βενζοδιαζεπινών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Εχουν αναφερθεί υπνηλία (για χρήση ως υπνωτικών, υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας), αίσθημα αιμωδίας, μειωμένη εγρήγορση, σύγχυση, κόπωση, κεφαλαλγία, ίλιγγος, μυϊκή αδυναμία, αταξία ή διπλωπία. Τα φαινόμενα αυτά εμφανίζονται κυρίως κατά την έναρξη της αγωγής και συνήθως εξαφανίζονται με την επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Ενίοτε αναφέρθηκαν και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες όπως γαστρεντερικές διαταραχές, διαταραχές της libido ή δερματικές αντιδράσεις. Κατά τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων μπορεί να παρουσιασθεί προχωρητική αμνησία. Επίσης είναι δυνατόν να εκδηλωθεί προϋπάρχουσα κατάθλιψη. όταν χορηγούνται βενζοδιαζεπίνες είναι γνωστό ότι παρουσιάζονται ψυχιατρικές και παράδοξες αντιδράσεις, όπως ανησυχία, δυσκολία στο να αποκοιμηθεί ο ασθενής και διαταραγμένη συνέχιση του ύπνου, οξείες καταστάσεις διέγερσης, άγχος, ευερεθιστότητα, επιθετικότητα, παραισθήσεις, μανία, εφιάλτες, ψευδαισθήσεις, ψυχώσεις, συχνοί μυϊκοί σπασμοί, ανάρμοστη συμπεριφορά και άλλες ανεπιθύμητες αντιδράσεις συμπεριφοράς.Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανισθούν σε παιδιά και υπερήλικες.
ΠΙΝΑΚΑΣ 4.1: ΦΑΡΜΑΚΟΚΙΝΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΕΝΖΟΔΙΑΖΕΠΙΝΩΝ ΚΑΙ ΟΥΣΙΩΝ ΜΕ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΔΡΑΣΗ
Δραστική ουσία | Μέγιστη στάθμη στο αίμα [ώρες] | Χρόνος ημίσειας ζωής [ώρες] |
---|---|---|
Αλπραζολάμη | 1-2 | 12-16 |
Βρωμαζεπάμη | 1-4 | 20-30 |
Διαζεπάμη | 0.5-2 | 20-70 |
Ζαλεπλόνη | 1 | 1 |
Ζολπιδέμη | 0.5-3 | 2.5 |
Ζοπικλόνη | 1.5-2 | 3.5 |
Κλοβαζάμη | 2 | 20-30 |
Κλοραζεπάτη | 1-2 | 36-200 |
Κουαζεπάμη | 1.5 | 39 |
Λοραζεπάμη | 1-6 | 12+(10-20) |
Πραζεπάμη | 6 | 65+(36-200) |
Τεμαζεπάμη | 2-3 | 10+(8-22) |
Τριαζολάμη | 1-2 | 3+(2-4) |
Φθοριονιτραζεπάμη | 2 | 9-25 |
Χλωροδιαζεποξείδη | 0.5-4 | 10-29 |
+ Μέσος όρος (σε ώρες). Οι χρόνοι ποικίλλουν σημαντικώς από άτομο σε άτομο.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 04.01.01.01.01 Αλπραζολάμη (Alprazolam)
- 04.01.01.01.02 Βρωμαζεπάμη (Bromazepam)
- 04.01.01.01.03 Διαζεπάμη (Diazepam)
- 04.01.01.01.04 Κλοβαζάμη (Clobazam)
- 04.01.01.01.05 Κλοραζεπάτη δικαλιούχος (Clorazepate Dipotassium)
- 04.01.01.01.06 Λοραζεπάμη (Lorazepam)
- 04.01.01.01.07 Πραζεπάμη (Prazepam)
- 04.01.01.01.08 Χλωροδιαζεποξείδη υδροχλωρική (Chlordiazepoxide Hydrochloride)