Πριν από τη χορήγηση υπνωτικού φαρμάκου η αϋπνία θα πρέπει να διερευνηθεί ως προς την εμφάνιση, τη διάρκεια και τη φύση της (αρχική, ενδιάμεση, πρώιμη αφύπνιση), την ενδεχόμενη χρήση καφέ, οινοπνεύματος ή φαρμάκων και την τυχόν ύπαρξη σωματικής ή ψυχικής νόσου.
Παροδική αϋπνία μπορεί να οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως σε θορύβους και αλλαγή περιβάλλοντος. Σε αυτή την περίπτωση συνιστάται χορήγηση υπνωτικού με βραχεία διάρκεια δράσης και για βραχύτατο χρόνο. Bραχείας διάρκειας αϋπνία μπορεί να οφείλεται σε πόνο, περιστασιακό άγχος, στρες, σε λήψη φαρμάκων και σε σωματική νόσο. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτιμάται υπνωτικό βραχείας διάρκειας δράσης και για διάστημα όχι μακρότερο των 3 εβδομάδων (προτιμότερο για 1 εβδομάδα) ή και σε διακεκομμένη χορήγηση. Παράλληλα αντιμετωπίζονται τα πιθανά αίτια της αϋπνίας. H χρόνια αϋπνία αποτελεί συχνά εκδήλωση άγχους και κατάθλιψης ή μπορεί να οφείλεται σε κατάχρηση φαρμάκων και οινοπνεύματος, σε κνησμό, δύσπνοια και πόνο και δεν απαντά ευνοϊκά στη φαρμακοθεραπεία. H αντιμετώπιση των αιτίων της αϋπνίας πρέπει παράλληλα να επιδιώκεται.
Tα υπνωτικά δεν πρέπει να χορηγούνται ανεξέλεγκτα, αλλά με βάση τις ανάγκες του ατόμου και κυρίως σε έντονη αϋπνία και για βραχείες περιόδους. Δεν πρέπει να αναγράφονται σε μεγάλες ποσότητες, αλλά μόνο για 1-2 εβδομάδες θεραπείας. Tα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται στο διακεκομμένο ύπνο. Aνοχή στο υπνωτικό αποτέλεσμα παρατηρείται μετά 3-14 ημέρες συνεχούς λήψης. Πρόσθετο μειονέκτημα της μακράς χορήγησης είναι η εμφάνιση παλίνδρομης αϋπνίας και ενδεχομένως στερητικού συνδρόμου κατά τη διακοπή του φαρμάκου.
H επιλογή του υπνωτικού θα βασιστεί στην ταχύτητα εμφάνισης του αποτελέσματος και στο χρόνο ημιζωής. Σε αϋπνία επελεύσεως, η διαζεπάμη έχει ταχεία δράση και προκαλεί ταχέως υπνηλία. H τριαζολάμη έχει ενδιάμεση ταχύτητα εμφάνισης αποτελέσματος, ενώ η τεμαζεπάμη απορροφάται βραδέως και δεν ενδείκνυται για ταχύ αποτέλεσμα (βλ. Πίνακα 4.1).
Tο πλεονέκτημα των μακράς διάρκειας δράσης υπνωτικών είναι η αντιμετώπιση της πρώιμης αφύπνισης και του άγχους, αλλά μπορούν να προκαλέσουν υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας, μείωση του επιπέδου εγρήγορσης και πιθανώς αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα. Στα ηλικιωμένα άτομα τα μακράς διάρκειας δράσης υπνωτικά πρέπει να αποφεύγονται για τον κίνδυνο εμφάνισης αθροιστικών ενεργειών (τοξίκωση, παραλήρημα).
Tα βραχείας διάρκειας δράσης (τριαζολάμη, αλπραζολάμη) δεν αθροίζονται, αλλά μετά από αρκετές ημέρες χορήγησης μπορούν να προκαλέσουν παλίνδρομη αϋπνία μετά τη διακοπή τους ή πρώιμη αφύπνιση και πρωινό άγχος την επομένη της χορήγησης.
Η μελατονίνη είναι φυσική ορμόνη της υπόφυσης, δομικά σχετική με τη σεροτονίνη. Η έκκρισή της αυξάνεται με την έναρξη του σκότους και μειώνεται το δεύτερο ήμισυ της νύχτας. Εμφανίζει υπνωτικές ιδιότητες και χορηγείται ιδίως σε άτομα άνω των 55 ετών.
Λοιπά: βλ. 04.01.01 Αγχολυτικά.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 04.01.02.01 Βενζοδιαζεπίνες (Benzodiazepine)
- 04.01.02.02 Άλλα υπνωτικά παρόμοιας δράσης με τις Βενζοδιαζεπίνες
- 04.01.02.03 Αγωνιστές των υποδοχέων της μελατονίνης
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Κλομεθειαζόλη |
Η κλομεθειαζόλη (clomethiazole) ενεργεί ως θετικός, αλλοστερικός ρυθμιστής στη θέση barbiturate/picrotoxin του υποδοχέα GABA-A. Με την επίδρασή της ενισχύει την δράση του νευροδιαβιβαστή GABA σε αυτόν τον υποδοχέα. |
Φλουνιτραζεπάμη |
Η φλουνιτραζεπάμη (flunitrazepam) είναι ένας αγωνιστής του υποδοχέα των βενζοδιαζεπινών με υψηλή χημική συγγένεια προς την κεντρική του θέση. Παρουσιάζει αγχολυτική, αντισπασμωδική και κατασταλτική δράση, μειώνει την ψυχοκινητική λειτουργία, προκαλεί αμνησία, μυϊκή χάλαση και επαγωγή του ύπνου. |
Μελατονίνη |
Η μελατονίνη είναι μια φυσικά προκύπτουσα ορμόνη που παράγεται από την επίφυση και δομικά έχει σχέση με τη σεροτονίνη. Η επίφυση παράγει μελατονίνη μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Καθώς η διάρκεια της ημέρας ελαττώνεται, αυξάνεται η εκκρινόμενη μελατονίνη. Η μελατονίνη συσχετίζεται με τον έλεγχο των κιρκαδιανών ρυθμών και τον συγχρονισμό με τον κύκλο φωτός και σκότους. |
Τεμαζεπάμη |
Η τεμαζεπάμη (temazepam) είναι μία βενζοδιαζεπίνη που χρησιμοποιείται ως υπνωτικός παράγοντας για την αντιμετώπιση της αϋπνίας. Η τεμαζεπάμη με την δέσμευσή της σε υποδοχείς βενζοδιαζεπίνης, αυξάνει την συγγένεια του νευροδιαβιβαστή γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA) για τους υποδοχείς GABA. Τα αποτελέσματα είναι η καταστολή, η ύπνωση, η σκελετική μυϊκή χαλάρωση, η αντισπασμωδική δράση και η αγχολυτική δράση. |
Τριαζολάμη |
Η τριαζολάμη είναι μια βενζοδιαζεπίνη με μικρή διάρκεια δράσης με αγχολυτικά, ηρεμιστικά και υπνωτικά χαρακτηριστικά και πιθανόν μυοχαλαρωτικά και αντισπασμωδικά χαρακτηριστικά. |
Ζαλεπλόνη |
Η ζαλεπλόνη (zaleplon) είναι ένα πυραζολοπυριμιδινικό υπνωτικό του οποίου η χημική δομή διαφέρει από τις βενζοδιαζεπίνες και τα άλλα υπνωτικά. Η ζαλεπλόνη συνδέεται επιλεκτικά με τους βενζοδιαζεπινικούς υποδοχείς τύπου Ι. |
Ζολπιδέμη |
Η ζολπιδέμη (zolpidem), μια ιμιδαζοπυριδίνη, είναι ένας υπνωτικός παράγοντας όμοιος με τις βενζοδιαζεπίνες. Σε πειραματικές μελέτες αποδείχθηκε ότι έχει κατασταλτική επίδραση σε χαμηλότερες δόσεις σε σύγκριση με εκείνες που απαιτούνται για να εκδηλώσει αντισπασμωδικές, μυοχαλαρωτικές ή αγχολυτικές επιδράσεις. Οι επιδράσεις αυτές συσχετίζονται με μια ειδική δράση αγωνιστού στους κεντρικούς υποδοχείς που ανήκουν στο GABA-ωμέγα (ΒΖ1 και ΒΖ2) μακρομοριακό σύμπλεγμα υποδοχέα, τροποποιώντας το άνοιγμα των διαύλων ιόντων χλωρίου. Η ζολπιδέμη δρα κυρίως στους ωμέγα 1 (ΒΖ1) τύπους υποδοχέων. Η κλινική σημασία του γεγονότος αυτού είναι άγνωστη. |
Ζοπικλόνη |
Η ζοπικλόνη είναι ένα υπνωτικό ανάλογο των βενζοδιαζεπινών, που ανήκει στην ομάδα των παραγώγων της κυκλοπυρρολόνης. Οι φαρμακοδυναμικές της δράσεις είναι αγχολυτικές, κατευναστικές, υπνωτικές, αντισπασμωδικές και μυοχαλαρωτικές. |
Εμπορικές ονομασίες κεφαλαίου
Κ | Εμπορική ονομασία | Ενεργά συστατικά | Υπεύθυνος κυκλοφορίας |
---|---|---|---|
KALINICTA | Italfarmaco S.p.A. | ||
NORMISON | Meda Pharmaceuticals S.A. | ||
ONIRIA | ITF Hellas Α.Ε. | ||
SONATA | Meda AB | ||
VULBEGAL | Coup Α.Β.Ε.Ε. |