H νατριούχος λεβοθυροξίνη (T4) και η νατριούχος λιοθυρονίνη ή τριιωδοθυρονίνη (T3) επηρεάζουν τις κυτταρικές οξειδωτικές επεξεργασίες σε ολόκληρο τον οργανισμό και είναι υπεύθυνες για την ομαλή αύξηση, εξέλιξη, λειτουργία και διατήρηση όλων των ιστών του σώματος. Oι θυρεοειδικές ορμόνες κατά την ενδομήτρια ζωή και σε ανήλικα άτομα προάγουν τη σωματική ανάπτυξη και τη φυσιολογική ωρίμανση των διαφόρων ιστών και ιδιαίτερα του KNΣ. Tο τελευταίο ερμηνεύει την τεράστια σημασία της πρώιμης έναρξης θεραπείας σε περιπτώσεις συγγενούς υποθυρεοειδισμού (συγγενής κρετινισμός).
Oι θυρεοειδικές ορμόνες περιέχουν στο μόριό τους σημαντικό ποσό ιωδίου (59% η T4 και 65% η T3). Στο πλάσμα οι θυρεοειδικές ορμόνες συνδέονται με τις θυρεοδεσμευτικές σφαιρίνες και την προλευκωματίνη και ένα μικρό μόνο κλάσμα (0.04% για τη θυροξίνη και 0.4% για την τριιωδοθυρονίνη) κυκλοφορεί σε βιολογικά ελεύθερη δραστική μορφή. H απορρόφηση σε χορήγηση από το στόμα είναι 65% περίπου για τη θυροξίνη και 95% για την τριιωδοθυρονίνη, που αυξάνεται όταν χορηγούνται με κενό στόμαχο. O χρόνος ημίσειας ζωής είναι 7 μέρες για τη θυροξίνη, γεγονός που επιτρέπει τη χορήγησή της σε εφάπαξ ημερήσια δόση και 1½ ημέρα για την τριιωδοθυρονίνη. H δράση της τελευταίας in vivo είναι 4-5 φορές ισχυρότερη της θυροξίνης. H τριιωδοθυρονίνη χαρακτηρίζεται επίσης από δράση ταχύτερης έναρξης και μικρότερης διάρκειας σε σχέση με τη θυροξίνη, που όμως αποτελεί το σκεύασμα εκλογής.
Eνδείξεις: Θεραπεία υποκατάστασης σε υποθυρεοειδισμό, μη τοξική βρογχοκήλη, αυτοάνοσες θυρεοειδίτιδες, μετά την υφολική ή ολική θυρεοειδεκτομή (καρκίνος θυρεοειδή), μυξοιδηματικό κώμα, δοκιμασία αναστολής της θυρεοειδικής λειτουργίας. Στις τρεις τελευταίες καταστάσεις πλεονεκτεί η τριιωδοθυρονίνη, λόγω της ταχείας έναρξης και μικρότερης διάρκειας δράσης της. Iδιαίτερα στον καρκίνο του θυρεοειδή με μεταστάσεις η περίοδος διακοπής της για τον κατά διαστήματα έλεγχο με ραδιενεργό ιώδιο είναι βραχύτερη. Στο μυξοιδηματικό κώμα προτιμώνται ενέσιμα σκευάσματά της.
Aντενδείξεις: Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, επινεφριδική ανεπάρκεια που δεν έχει ακόμα τεθεί υπό έλεγχο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σε υπέρβαση της αναγκαιούσας δόσης ταχυκαρδία, αρρυθμίες, νευρικότητα, μυϊκή αδυναμία, εφιδρώσεις, απώλεια βάρους.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει τη δράση των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και των κουμαρινικών αντιπηκτικών. H χολεστυραμίνη μειώνει την απορρόφησή τους.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε βαριές καταστάσεις υποθυρεοειδισμού, συνύπαρξη καρδιαγγειακής νόσου ή διαβήτη η έναρξη θεραπείας γίνεται με μικρές και βαθμιαία αυξανόμενες δόσεις. Σε υποφυσιογενή υποθυρεοειδισμό (όταν συνυπάρχει ανεπάρκεια και των κορτικοτρόφων κυττάρων του προσθίου λοβού της υπόφυσης) θα πρέπει να προηγείται η χορήγηση γλυκοκορτικοειδών για την αποφυγή εκδήλωσης επινεφριδιακής ανεπάρκειας. Xορήγηση μεγάλων δόσεων θυρεοειδικών σκευασμάτων σε παχυσαρκία θα πρέπει να αποφεύγεται καθόσον εγκυμονεί κινδύνους από το καρδιαγγειακό.
Γενικά τυχόν υπέρβαση της δόσης μπορεί να οδηγήσει σε συμπτωματολογία θυρεοτοξίκωσης. Συνιστάται η περιοδική παρακολούθηση του ασθενή σε μακροχρόνια χορήγηση. H θυρεοτοξική κρίση σε περίπτωση υπερθυρεοειδισμού (νόσος Graves) απαιτεί επείγουσα θεραπεία, ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, προπρανολόλης (12 mg βραδέως ενδοφλεβίως) και υδροκορτιζόνης (100 mg κάθε 6 ώρες), καθώς και διάλυμα ιωδίου από του στόματος (30 σταγ. ημερ. Lugol). Συγχρόνως χορηγούνται αντιθυρεοειδικά φάρμακα (κατά προτίμηση προπυλοθειοουρακίλη) σε μεγάλες δόσεις (μέχρι και 1000 mg ημερησίως) τα οποία μπορεί να χορηγηθούν και μέσω ρινογαστρικού σωλήνα (Levine).
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 06.03.01.01 Λεβοθυροξίνη νατριούχος (Levothyroxine Sodium)
- 06.03.01.02 Λιοθυρονίνη νατριούχος (Liothyronine Sodium)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Λεβοθυροξίνη |
Η νατριούχος λεβοθυροξίνη επιφέρει αύξηση της ιστικής καταναλώσεως του Ο2, αύξηση του βασικού μεταβολισμού, και αύξηση του καρδιακού ρυθμού. |
Λιοθυρονίνη |
Η L-τριιωδοθυρονίνη (Τ3-liothyronine) είναι θυρεοειδική ορμόνη που φυσιολογικά συντίθεται και εκκρίνεται από το θυρεοειδή αδένα σε πολύ μικρότερες ποσότητες από ότι η L-τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4, λεβοθυροξίνη, L-θυροξίνη). Η μεγαλύτερη ποσότητα Τ3 προέρχεται από την περιφέρεια από μονοαποΐωδίωση της Τ4 στη θέση 5 του εξωτερικού δακτυλίου του πυρήνα της ιωδοθυρονίνης. Η ορμόνη τελικά που παραδίδεται και χρησιμοποιείται από τους ιστούς είναι κυρίως η Τ3. |
Εμπορικές ονομασίες κεφαλαίου
Κ | Εμπορική ονομασία | Ενεργά συστατικά | Υπεύθυνος κυκλοφορίας |
---|---|---|---|
CYNOMEL | Ι.Φ.Ε.Τ. A.E. | ||
T3 | Uni-Pharma Α.Ε. | ||
THYROHORMONE | NI-THE Ν.Α.Θεοφίλη & Υιού Ε.Π.Ε. |