Οι ενδείξεις των γλυκοκορτικοστεροειδών σε ποικίλες άλλες παθολογικές καταστάσεις, εκτός της χρήσης τους ως θεραπεία υποκατάστασης, αναφέρονται στον Πίνακα 6.3.
Kατά τη σύγκριση των διαφόρων κορτικοστεροειδών φαρμάκων λαμβάνεται υπόψη η αντιφλεγμονώδης ισχύς τους (δηλ. η γλυκοκορτικοειδής ιδιότητα) σε σχέση με την αλατοκορτικοειδή (Πίνακας 6.2). H ισχυρή αντιφλεγμονώδης ιδιότητα θεωρείται πλεονέκτημα όταν συνοδεύεται από χαμηλή αλατοκορτικοειδή, ώστε σε τυχόν μακροχρόνια χορήγηση ή χορήγηση μεγάλων δόσεων να μην γίνεται μεγάλη κατακράτηση άλατος. έτσι, η υδροκορτιζόνη δεν είναι κατάλληλη για μακροχρόνια χορήγηση ως αντιφλεγμονώδης ουσία και πολύ περισσότερο η φθοριοκορτιζόνη.
Η πρεδνιζολόνη προτιμάται ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων (οξεία λευχαιμία, λεμφώματα, μυελώματα). Αντίθετα στην πρωτογενή και δευτερογενή οξεία και χρόνια φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια, τη συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων, στον αλδοστερονισμό που είναι ανατάξιμος με κορτικοειδή, την ορονοσία, το αγγειοοίδημα, το αναφυλακτικό και σηπτικό shock, προτιμάται η υδροκορτιζόνη. H πρεδνιζολόνη είναι η κυριότερη ουσία που χρησιμοποιείται για μακροχρόνια αντιφλεγμονώδη δράση, ενώ η υδροκορτιζόνη είναι κατάλληλη για θεραπεία υποκατάστασης ή σε ενδοφλέβια χορήγηση σε επείγουσες καταστάσεις.
H βηταμεθαζόνη και η δεξαμεθαζόνη έχουν πολύ ασθενή αλατοκορτικοειδή ιδιότητα και χορηγούνται εκεί όπου απαιτούνται μεγάλες δόσεις και είναι ανεπιθύμητη η κατακράτηση υγρών λ.χ. εγκεφαλικό οίδημα. Eπιπλέον ο μακρός χρόνος δράσης τους τα καθιστά κατάλληλα στις περιπτώσεις όπου απαιτείται καταστολή της ACTH, όπως στη συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων.
Πίνακας 6.3: ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
Στις κατωτέρω παθήσεις η παρεντερική χορήγηση ενδείκνυται όταν η από του στόματος θεραπεία δεν είναι δυνατή:
Ενδοκρινικές διαταραχές
- Πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια (η υδροκορτιζόνη και η κορτιζόνη είναι φάρμακα πρώτης εκλογής. Τα συνθετικά ανάλογα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με αλατοκορτικοειδή, όπου αυτό είναι δυνατό. Στην παιδική ηλικία η συμπληρωματική χορήγηση αλατοκορτικοειδών είναι ιδιαιτέρας σημασίας)
- Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων
- Μη πυογόνος θυρεοειδίτιδα (υποξεία θυρεοειδίτιδα, θυρεοειδίτιδα Haschimoto)
- Υπερασβεστιαιμία που σχετίζεται με καρκίνο
Ρευματικές παθήσεις
Ως συμπληρωματική θεραπεία για βραχυχρόνια χορήγηση (για την ανακούφιση του ασθενή στη διάρκεια οξέος επεισοδίου ή παροξυσμού) στην:
- Ψωριασική αρθρίτιδα
- Ρευματοειδή αρθρίτιδα συμπεριλαμβανομένης και της νεανικής αρθρίτιδας (επιλεγμένες περιπτώσεις μπορεί να απαιτήσουν θεραπεία συντήρησης με χαμηλή δοσολογία)
- Αγκυλωτική σπονδυλίτιδα
- Οξεία και υποξεία θυλακίτιδα
- Οξεία μη ειδική τενοντοθυλακίτιδα
- Οξεία ουρική αρθρίτιδα
- Μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα
- Θυλακίτιδα επί οστεοαρθρίτιδας
- Επικονδυλίτιδα
Νόσοι του κολλαγόνου
Κατά τη διάρκεια της έξαρσης ή ως θεραπεία συντήρησης σε επιλεγμένες περιπτώσεις συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, ρευματικού πυρετού, συστηματικής δερματομυοσίτιδας (πολυμυοσίτιδας).
Δερματικές παθήσεις
- Πέμφιγξ
- Ερπητοειδής φλυκταινώδης δερματίτιδα
- Βαρύ πολύμορφο ερύθημα (σύνδρομο Stevens – Johnson)
- Αποφολιδωτική δερματίτιδα
- Σπογγοειδής μυκητίαση
- Βαρειά ψωρίαση
- Βαρειά σμηγματορροϊκή δερματίτιδα
- Αγγειοοίδημα ή Κνίδωση
Αλλεργικές καταστάσεις
Για τον έλεγχο βαριών αλλεργικών καταστάσεων ή αυτών που μειώνουν τη συνήθη δραστηριότητα των πασχόντων και δεν ανταποκρίνονται σε επανειλημμένες θεραπευτικές προσπάθειες με τα συνήθη μέσα όπως:
- Eποχιακή ή χρόνια αλλεργική ρινίτιδα380 6. ΦAPMAKA ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΕΝΔOΚΡΙΝΩΝ ΑΔΕΝΩΝ-ΟΡΜΟΝΕΣ
- Ορονοσία
- Βρογχικό άσθμα
- Φαρμακευτικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας
- Ατοπική δερματίτιδα
- Δερματίτιδα εξ επαφής
Οφθαλμικές παθήσεις
Βαριές οξείες και χρόνιες αλλεργικές και φλεγμονώδεις διεργασίες, οι οποίες αφορούν στους οφθαλμούς και τα εξαρτήματά τους όπως:
- Αλλεργικά παρυφώδη έλκη του κερατοειδούς
- Οφθαλμικός έρπης ζωστήρ
- Συμπαθητική οφθαλμία
- Αλλεργική επιπεφυκίτιδα
- Κερατίτιδα
- Φλεγμονή του προσθίου θαλάμου
- Διάχυτη οπισθία ραγοειδίτιδα και χοριοειδίτιδα
- Χοριοαμφιβληστροειδίτιδα
- Οπτική νευρίτιδα
- Ιρίτιδα και ιριδοκυκλίτιδα
Αναπνευστικές παθήσεις
- Συμπτωματική σαρκοείδωση
- Σύνδρομο Loeffller μη ανταποκρινόμενο σε άλλα θεραπευτικά μέτρα
- Βηρυλλίωση
- Κεραυνοβόλος ή κεχροειδής πνευμονική φυματίωση σε συνδυασμό με τα κατάλληλα αντιφυματικά
- Πνευμονίτιδα από εισρόφηση
Αιματολογικές διαταραχές
- Ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα στους ενήλικες
- Δευτεροπαθής θρομβοκυτταροπενία στους ενήλικες
- Επίκτητη (αυτοάνοσος) αιμολυτική αναιμία
- Απλαστική αναιμία
- Συγγενής (ερυθροειδής) υποπλαστική αναιμία
Νεοπλασματικές παθήσεις
Για παρηγορητική θεραπεία της λευχαιμίας και λεμφωμάτων στους ενήλικες και στην οξεία λευχαιμία στα παιδιά
Οιδηματικές καταστάσεις
Για πρόκληση διούρησης ή μείωση της πρωτεϊνουρίας στο ιδιοπαθές νεφρωσικό σύνδρομο χωρίς ουραιμία ή το οφειλόμενο σε διάχυτο ερυθηματώδη λύκο
Νευρικό σύστημα
Οξείες εξάρσεις πολλαπλής σκλήρυνσης
Γαστρεντερικές παθήσεις
Για ανακούφιση του ασθενή κατά τη διάρκεια των κρίσεων της νόσου στην:
- Ελκώδη κολίτιδα
- Τοπική εντερίτιδα (νόσος του Crohn).
Διάφορα
- Φυματιώδης μηνιγγίτιδα με υπαραχνοειδή αποκλεισμό ή επικείμενο αποκλεισμό υπό ταυτόχρονη και την κατάλληλη αντιφυματική χημειοθεραπεία
- Τριχίνωση μετά προσβολής του νευρικού συστήματος ή του μυοκαρδίου.
- Η δεξαμεθαζόνη ενδείκνυται για διαγνωστική δοκιμασία της υπερλειτουργίας του φλοιού των επινεφριδίων
Ειδικές υποδείξεις
Η πρεδνιζολόνη προτιμάται ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση κακοήθων νεοπλασμάτων (οξεία λευχαιμία, λεμφώματα, μυελώματα). Αντίθετα στην πρωτογενή και δευτερογενή οξεία και χρόνια φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια, τη συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων, στον αλδοστερονισμό που είναι ανατάξιμος με κορτικοειδή, την ορονοσία, το αγγειοοίδημα, το αναφυλακτικό και σηπτικό σοκ, προτιμάται η υδροκορτιζόνη.
Στις ακόλουθες περιπτώσεις συνιστάται παρεντερική χορήγηση ενδομυϊκή ή ενδοφλέβια:
- Οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια (η υδροκορτιζόνη ή η κορτιζόνη είναι τα φάρμακα πρώτης εκλογής)
- Προεγχειρητικά ή σε περίπτωση βαρέος τραύματος ή ασθένειας με γνωστή φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια ή όταν η φλοιοεπινεφριδική λειτουργία είναι αμφίβολη
- Σοκ που δεν ανταποκρίνεται σε κλασσική θεραπεία, όταν υπάρχει φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια ή υπόνοια ότι υπάρχει
- Σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας και οξύ μη ιογενές οίδημα του λάρυγγα (η επινεφρίνη είναι το φάρμακο πρώτης εκλογής)
- Εγκεφαλικό οίδημα που σχετίζεται με πρωτοπαθή ή μεταστατικό όγκο του εγκεφάλου, κρανιοτομή ή τραύμα του κρανίου.
- Αντιδράσεις απόρριψης κατά τις μεταμοσχεύσεις οργάνων
Ενδοαρθρικώς ή εντός των μαλακών μορίων έγχυση:
Ως επιπρόσθετη θεραπεία για βραχυχρόνια χορήγηση (για την υποστήριξη του ασθενή κατά τη διάρκεια επεισοδίου ή παρόξυνσης ) σε:
- Υμενίτιδα από οστεοαρθρίτιδα
- Ρευματοειδή αρθρίτιδα
- Οξεία και υποξεία θυλακίτιδα
- Οξεία ουρική αρθρίτιδα
- Επικονδυλίτιδα
- Οξεία μη ειδική τενοντοθυλακίτιδα
- Μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα
Εντός των βλαβών έγχυση:
- Χηλοειδή
- Τοπικές υπερτροφικές, διηθημένες φλεγμονώδεις βλάβες από ομαλό λειχήνα, ψωριακές πλάκες, δακτυλιοειδές κοκκίωμα και χρόνιο απλό λειχήνα (νευροδερματίτις)
- Δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος
- Διαβητική λιποειδική νεκροβίωση
- Γυροειδής αλωπεκία
Μπορεί επίσης να φανεί χρήσιμο σε κυστικούς όγκους από απονεύρωση ή τένοντος ή γαγγλίων.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 06.04.02.01 Βηταμεθαζόνη (Betamethasone)
- 06.04.02.02 Δεξαμεθαζόνη (Dexamethasone)
- 06.04.02.03 Μεθυλπρεδνιζολόνη (Methylprednisolone)
- 06.04.02.04 Πρεδνιζολόνη (Prednisolone)
- 06.04.02.05 Υδροκορτιζόνη (Hydrocortisone)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Δεξαμεθαζόνη |
Η δεξαμεθαζόνη είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές με επταπλάσια αντιφλεγμονώδη δράση από την πρεδνιζολόνη. Όπως άλλα γλυκοκορτικοειδή, η δεξαμεθαζόνη έχει επίσης αντιαλλεργικές, αντιτοξικές, αντιπυρετικές και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες. |
Μεθυλπρεδνιζολόνη |
Η μεθυλπρεδνιζολόνη συνδέεται με ενδοκυττάριους κυτταροπλασματικούς υποδοχείς και στη συνέχεια το σύμπλοκο ορμόνης-υποδοχέα μεταφέρεται μέσα στον πυρήνα, όπου δρα ως παράγων μεταγραφής για την ενεργοποίηση ή την αδρανοποίηση γονιδίων, ανάλογα με τον ιστό. |
Πρεδνιζολόνη |
Η πρεδνιζολόνη είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές και συγκεκριμένα είναι ένα συνθετικό παράγωγο της κορτιζόλης, η οποία είναι ορμόνη του φλοιού των επινεφριδίων. Η πρεδνιζολόνη έχει κυρίως αντιφλεγμονώδεις, αντιαλλεργικές και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες. |
Τριαμσινολόνη |
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης αποτελεί ένα πιο δραστικό παράγωγο της τριαμσινολόνης και είναι 8 φορές περίπου πιο δραστικό από την πρεδνιζόνη. Αν και ο ακριβής μηχανισμός της αντιαλλεργικής τους δράσης είναι άγνωστος, τα κορτικοστεροειδή είναι πολύ αποτελεσματικά στη θεραπεία των αλλεργικών νόσων στον άνθρωπο. |
Εμπορικές ονομασίες κεφαλαίου
Κ | Εμπορική ονομασία | Ενεργά συστατικά | Υπεύθυνος κυκλοφορίας |
---|---|---|---|
DEXAMETHASONE | |||
ORADEXON | N.V. Organon | ||
SOLDESANIL | Diapit - Δ. Π. Διαμαντής |