Eξασθενημένοι ιοί λύσσας από καλλιέργεια σε ανθρώπινα διπλοειδή κύτταρα (HDCV) ή διπλοειδή κύτταρα πιθήκου Rhesus (RVA).
Eνδείξεις: Προφύλαξη από λύσσα μετά από πιθανή έκθεση στον ιό: α) Mετά από δήγμα άγνωστου ή λυσσασμένου σκύλου ή γάτας. Σε περίπτωση γνωστού ζώου, παρακολουθείται επί 10ήμερο β) Mετά από δήγμα νυκτερίδας, αλεπούς, λύκου ή άλλου άγριου ζώου γ) Mετά από δήγμα τρωκτικών ή λαγόμορφων ζώων, που δεν είναι δυνατόν να παρακολουθηθούν. Προφυλακτικά σε κτηνίατρους, άτομα που ασχολούνται στο εργαστήριο με καλλιέργειες ιού λύσσας ή άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με ζώα.
Aντενδείξεις: Η κύηση δεν αποτελεί αντένδειξη για τον εμβολιασμό (βλ. και εισαγωγή).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Συνήθως ερυθρότητα, οίδημα και πόνος στο σημείο του εμβολιασμού. Σπανίως συστηματικές αλλεργικές αντιδράσεις, πυρετός, ρίγος, κεφαλαλγία, ζάλη, καταβολή δυνάμεων, αρθραλγίες κοιλιακά άλγη, διάρροια.
Aλληλεπιδράσεις: Tα ανοσοκατασταλτικά και ανθελονοσιακά φάρμακα, όπως η χλωροκίνη και η κορτιζόνη μπορεί να παρεμποδίσουν την ανάπτυξη ανοσίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε άτομα που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή.
Δοσολογία: α) Μετά από πιθανή έκθεση στον ιό συνιστώνται 5 δόσεις του 1 ml ενδομυϊκώς τις ημέρες 0, 3, 7, 14 και 28, και χορήγηση ειδικής υπεράνοσης ανοσοσφαιρίνης. Ο ΠOY πρόσφατα συνιστά και μία έκτη δόση 90 ημέρες, μετά την 1η δόση. Σε άτομα που έχουν εμβολιαστεί στο παρελθόν με 3 τουλάχιστον δόσεις, πρέπει να χορηγούνται μόνο 2 δόσεις, 0 και 3 ημέρες μετά την έκθεση. β) Σε προφυλακτική χορήγηση συνιστώνται 3 δόσεις του 1 ml ενδομυϊκώς τις ημέρες 0, 7, 21 ή 28 και αναμνηστικές δόσεις κάθε 2 χρόνια.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή και Πίνακα 14.4.