Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Διάφορα φάρμακα της πεπτικής οδού και του μεταβολισμού |
Αγγλικά
|
Various alimentary tract and metabolism products |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | A | Πεπτική οδός και μεταβολισμός |
2 | A16 | Άλλα φάρμακα της πεπτικής οδού και του μεταβολισμού |
3 | A16A | Άλλα φάρμακα της πεπτικής οδού και του μεταβολισμού |
4 | A16AX | Διάφορα φάρμακα της πεπτικής οδού και του μεταβολισμού |
Περιεχόμενα ομάδας
Κωδικός | Τίτλος |
---|---|
A16AX01 | Thioctic acid |
A16AX02 | Anethole trithione |
A16AX03 | Sodium phenylbutyrate |
A16AX04 | Nitisinone |
A16AX05 | Zinc acetate |
A16AX06 | Miglustat |
A16AX07 | Sapropterin |
A16AX08 | Teduglutide |
A16AX09 | Glycerol phenylbutyrate |
A16AX10 | Eliglustat |
A16AX11 | Sodium benzoate |
A16AX12 | Trientine |
A16AX13 | Uridine triacetate |
A16AX14 | Migalastat |
A16AX15 | Telotristat |
A16AX16 | Givosiran |
A16AX17 | Triheptanoin |
A16AX18 | Lumasiran |
A16AX19 | Fosdenopterin |
A16AX20 | Lonafarnib |
A16AX21 | Elivaldogene autotemcel |
A16AX22 | Tiomolibdic acid |
A16AX23 | Leriglitazone |
A16AX30 | Sodium benzoate and sodium phenylacetate |
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Anethole trithione |
|
Βενζοϊκό οξύ |
|
Ελιγλουστάτη |
Η ελιγλουστάτη (eliglustat) είναι ένας ισχυρός και ειδικός αναστολέας της συνθάσης του γλυκοσυλκεραμιδίου και λειτουργεί ως θεραπεία μείωσης του υποστρώματος (substrate reduction therapy, SRT) για την GD1. |
Ελιβαλδογένη αυτοτεμσέλη |
Η ελιβαλδογένη αυτοτεμσέλη ενδείκνυται για τη θεραπεία της πρώιμης εγκεφαλικής αδρενολευκοδυστροφίας σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 18 ετών με γενετική μετάλλαξη ABCD1. Η ελιβαλδογένη αυτοτεμσέλη προσθέτει λειτουργικά αντίγραφα του ABCD1 cDNA στα HSC των ασθενών μέσω της διαμόλυνσης των αυτόλογων κυττάρων CD34+ με LVV Lenti-D. Μετά την επιτυχή εμφύτευση με γενετικά τροποποιημένα κύτταρα, η έκφραση της ALDP αναμένεται να είναι δια βίου. |
Φωσδενοπτερίνη |
Οι ασθενείς με MoCD Τύπου A παρουσιάζουν μεταλλάξεις στο γονίδιο για τη σύνθεση του συμπαράγοντα μολυβδαινίου 1 (MOCS1) που οδηγεί σε ανεπαρκή, εξαρτώμενη από MOCS1A/B σύνθεση του ενδιάμεσου υποστρώματος, cPMP. Η θεραπεία υποκατάστασης υποστρώματος με φωσδενοπτερίνη παρέχει μια εξωγενή πηγή cPMP, η οποία μετατρέπεται σε μολυβδοπτερίνη. Στη συνέχεια, η μολυβδοπτερίνη μετατρέπεται σε συμπαράγοντα μολυβδαινίου που απαιτείται για την ενεργοποίηση των εξαρτώμενων από το μολυβδαίνιο ενζύμων, συμπεριλαμβανομένης της θειικής οξειδάσης (SOX), ενός ενζύμου που μειώνει τα επίπεδα των νευροτοξικών θειωδών. |
Γιβοσιράνη |
Η γιβοσιράνη (givosiran) είναι ένα μικρό παρεμβαλλόμενο ριβονουκλεϊκό οξύ (siRNA) διπλής αλυσίδας, το οποίο προκαλεί την αποδόμηση του αγγελιαφόρου ριβονουκλεϊκού οξέος (mRNA) της συνθετάσης του αμινολεβουλινικού οξέος 1 (ALAS1) στα ηπατοκύτταρα μέσω παρεμβολής RNA, επιφέροντας μείωση του παραγόμενου από το ήπαρ mRNA της ALAS1 στα φυσιολογικά επίπεδα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μειωμένα επίπεδα των νευροτοξικών ενδιάμεσων προϊόντων αμινολεβουλινικό οξύ (ALA) και πορφοχολινογόνο (PBG) στην κυκλοφορία, τα οποία αποτελούν τους βασικούς αιτιολογικούς παράγοντες των κρίσεων και άλλων εκδηλώσεων της νόσου AHP. |
Φαινυλοβουτυρική γλυκερόλη |
Η φαινυλοβουτυρική γλυκερόλη (glycerol phenylbutyrate) είναι ένα φαρμακευτικό προϊόν δέσμευσης του αζώτου. Οι ασθένειες του κύκλου της ουρίας (UCD) είναι κληρονομούμενες ανεπάρκειες ενζύμων ή μεταφορέων απαραίτητων για τη σύνθεση ουρίας από αμμωνία (NH3, ΝΗ4+). Η απουσία αυτών των ενζύμων ή των μεταφορέων έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση τοξικών επιπέδων αμμωνίας στο αίμα και στον εγκέφαλο των πασχόντων ασθενών. Η φαινυλοβουτυρική γλυκερόλη ενδείκνυται για χρήση ως επικουρική θεραπεία για τη χρόνια διαχείριση ασθενών με διαταραχές του κύκλου ουρίας (UCD). |
Λοναφαρνίμπη |
Η λοναφαρνίμπη είναι ένας τροποποιητικός της νόσου παράγοντας που προλαμβάνει τη φαρνεσυλίωση και, ως εκ τούτου, μειώνει τη συσσώρευση μη φυσιολογικής προγηρίνης και πρωτεϊνών που ομοιάζουν με προγηρίνη στην εσωτερική πυρηνική μεμβράνη του κυττάρου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της ακεραιότητας και της φυσιολογικής λειτουργίας των κυττάρων. |
Λουμασιράνη |
Η λουμασιράνη (lumasiran) είναι ένα μικρό παρεμβαλλόμενο ριβονουκλεϊκό οξύ διπλής έλικας (siRNA), το οποίο μειώνει τα επίπεδα του ενζύμου γλυκολική οξειδάση (GO). Τα μειωμένα επίπεδα του ενζύμου GO μειώνουν την ποσότητα του διαθέσιμου γλυοξυλικού οξέος, ενός υποστρώματος για την παραγωγή του οξαλικού οξέος. Αυτό οδηγεί σε μείωση των επιπέδων του οξαλικού οξέος στα ούρα και στο πλάσμα, τα οποία αποτελούν τις υποκείμενες αιτίες των εκδηλώσεων της νόσου σε ασθενείς με πρωτοπαθή υπεροξαλουρία 1 (PH1). |
Μιγαλαστάτη |
Η μιγαλαστάτη (migalastat) είναι φαρμακευτική πρωτεΐνη-συνοδός, σχεδιασμένη να συνδέεται εκλεκτικά, αναστρέψιμα και με υψηλή συγγένεια σε ενεργές θέσεις ορισμένων μεταλλαγμένων μορφών της α-γαλακτοσιδάσης A (α-Gal A), οι γονότυποι των οποίων αναφέρονται ως μεταλλάξεις επιδεκτικές θεραπείας. Η δέσμευση της μιγαλαστάτης σταθεροποιεί τις μεταλλαγμένες αυτές μορφές της α-γαλακτοσιδάσης A (α-Gal A) στο ενδοπλασματικό δίκτυο και διευκολύνει τη φυσιολογική μεταφορά τους στα λυσοσώματα. |
Μιγλουστάτη |
Η μιγλουστάτη είναι ένας αναστολέας της συνθάσης του γλυκοσυλιοκεραμιδίου, του ενζύμου που ευθύνεται για το πρώτο στάδιο σύνθεσης των περισσοτέρων γλυκολιπιδίων, και φαρμακοκινητικός σταθεροποιητής ενζύμων της σιπαγλυκοσιδάσης άλφα. Η μιγλουστάτη ενδείκνυται για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με ήπιας έως μέτριας σοβαρότητας τύπου 1 νόσο του Gaucher καθώς και για τη θεραπεία των εκφυλιστικών νευρολογικών εκδηλώσεων σε ασθενείς με νόσο Niemann-Pick τύπου C. Επίσης, χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με σιπαγλυκοσιδάση άλφα για τη μακροχρόνια θεραπεία ενζυμικής υποκατάστασης της σιπαγλυκοσιδάσης άλφα σε ενήλικες με νόσο του Pompe όψιμης έναρξης (ανεπάρκεια της όξινης α-γλυκοσιδάσης [GAA]). |
Νιτισινόνη |
Η νιτισινόνη (nitisinone) είναι ανταγωνιστικός αναστολέας της 4-υδροξυφαινυλοπυροσταφυλικής διοξυγονάσης, ένα ένζυμο που προηγείται της υδρολάσης του ακετοξικού φουμαρυλίου στην καταβολική οδό της τυροσίνης. Η νιτισινόνη αναστέλλει το φυσιολογικό καταβολισμό της τυροσίνης σε ασθενείς με κληρονομική τυροσιναιμία τύπου 1 (HT-1) και συνεπώς εμποδίζει τη συσσώρευση των τοξικών ενδιάμεσων ουσιών του ακετοξικού μηλεϊνυλίου και του ακετοξικού φουμαρυλίου. |
Σαπροπτερίνη |
Η σαπροπτερίνη (sapropterin) είναι μία συνθετική εκδοχή της φυσικά προερχόμενης 6R-BH4, η οποία συνιστά συμπαράγοντα των υδροξυλασών της φαινυλαλανίνης, της τυροσίνης και της τρυπτοφάνης. Το σκεπτικό για τη χορήγηση της σαπροπτερίνης σε ασθενείς με ΒΗ4-ανταποκρινόμενη φαινυλκετονουρία είναι η ενίσχυση της δράσης της ελαττωματικής υδροξυλάσης της φαινυλαλανίνης έτσι ώστε να αυξηθεί ή να αποκατασταθεί ο οξειδωτικός μεταβολισμός της φαινυλαλανίνης επαρκώς. Το σκεπτικό για τη χορήγηση της σαπροπτερίνης σε ασθενείς με ανεπάρκεια της τετραϋδροβιοπτερίνης είναι η αντικατάσταση των ανεπαρκών επιπέδων της τετραϋδροβιοπτερίνης, μέσω της αποκατάστασης της δράσης της υδροξυλάσης της φαινυλαλανίνης. |
Φαινυλοβουτυρικό νάτριο |
Το φαινυλοβουτυρικό νάτριο (sodium phenylbutyrate) είναι προφάρμακο και μεταβολίζεται ταχέως σε φαινυλοξικό. Το φαινυλοξικό αποτελεί μεταβολικά δραστική ένωση που συζεύγνυται με τη γλουταμίνη μέσω ακετυλίωσης για να σχηματίσει την φαινυλοακετυλογλουταμίνη, η οποία στη συνέχεια απεκκρίνεται από τα νεφρά. Σε μοριακή βάση, η φαινυλοακετυλογλουταμίνη είναι συγκρίσιμη με την ουρία (καθεμία περιέχει 2 γραμμομόρια αζώτου). Έτσι, η φαινυλοακετυλογλουταμίνη προσφέρει έναν εναλλακτικό φορέα απέκκρισης του άχρηστου αζώτου. |
Τεδουγλουτίδη |
Η τεδουγλουτίδη (teduglutide) είναι ένα ανάλογο του GLP-2. Το φυσικώς απαντώμενο ανθρώπινο γλυκαγονόμορφο πεπτίδιο 2 (GLP-2) είναι ένα πεπτίδιο που εκκρίνεται από τα L-κύτταρα του εντέρου το οποίο είναι γνωστό ότι αυξάνει την εντερική και την πυλαία ροή αίματος, αναστέλλει την έκκριση γαστρικού οξέος και μειώνει την εντερική κινητικότητα. Σε αρκετές μη κλινικές μελέτες, η τεδουγλουτίδη έχει δείξει να διατηρεί την ακεραιότητα του βλεννογόνου, προάγοντας την αποκατάσταση και τη φυσιολογική ανάπτυξη του εντέρου, μέσω αύξησης του ύψους των λαχνών και του βάθους των κρυπτών. |
Τελοτριστάτη |
Τόσο το προφάρμακο αιθυλική τελοτριστάτη όσο και ο δραστικός μεταβολίτης της, τελοτριστάτη (telotristat), είναι αναστολείς των υδροξυλασών της L-τρυπτοφάνης (TPH1 και TPH2, τα περιοριστικά του ρυθμού βήματα στη βιοσύνθεση της σεροτονίνης). Η σεροτονίνη διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση διάφορων μειζόνων φυσιολογικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένων της έκκρισης, της κινητικότητας, της φλεγμονής και της αίσθησης της γαστρεντερικής οδού, και υπερεκκρίνεται σε ασθενείς με καρκινοειδές σύνδρομο. Μέσω της αναστολής της περιφερικής TPH1, η τελοτριστάτη μειώνει την παραγωγή της σεροτονίνης, παρέχοντας έτσι ανακούφιση από τα συμπτώματα που σχετίζονται με το καρκινοειδές σύνδρομο. |
Λιποϊκό οξύ |
Το λιποϊκό οξύ (lipoic acid) προέρχεται από το οκτανοϊκό οξύ. Το άλφα λιποϊκό οξύ παράγεται κανονικά στουν οργανισμό, ενώ μπορεί επίσης να απορροφηθεί από τη διατροφή, και είναι απαραίτητο για τον αερόβιο μεταβολισμό. Το λιποϊκό οξύ είναι συμπαράγοντας για τουλάχιστον πέντε ενζυμικά συστήματα, δύο εκ των οποίων βρίσκονται στον κύκλο του κιτρικού οξέος μέσω του οποίου πολλοί οργανισμοί μετατρέπουν τα θρεπτικά συστατικά σε ενέργεια. |
Τριεντίνη |
Η τριεντίνη (trientine) είναι παράγοντας χηλίωσης του χαλκού της οποίας ο κύριος μηχανισμός δράσης είναι η απομάκρυνση του απορροφηθέντος χαλκού από το σώμα μέσω του σχηματισμού ενός σταθερού συμπλόκου, το οποίο απεκκρίνεται στη συνέχεια μέσω των ούρων. Η τριεντίνη μπορεί επίσης να επιτύχει τη χηλίωση του χαλκού στο έντερο και να εμποδίζει, επομένως, την απορρόφηση χαλκού. |
Uridine triacetate |
|
Οξικός ψευδάργυρος |
Το δραστικό μέρος του οξικού ψευδαργύρου (zinc acetate) είναι το κατιόν ψευδαργύρου, το οποίο αποκλείει την εντερική απορρόφηση χαλκού από τις τροφές και την επαναρρόφηση του ενδογενούς εκκριθέντος χαλκού. |
Εμπορικές ονομασίες ομάδας
Κ | Εμπορική ονομασία | Ενεργά συστατικά | Υπεύθυνος κυκλοφορίας |
---|---|---|---|
CERDELGA | Genzyme Europe B.V. | ||
CUFENCE | |||
CUPRIOR | |||
GALAFOLD | Amicus Therapeutics Europe Ltd | ||
GIVLAARI | Alnylam Netherlands B.V. | ||
KUVAN | Merck Serono Europe Ltd | ||
OXLUMO | Alnylam Netherlands B.V. | ||
REVESTIVE | Pharmazac Α.Ε. | ||
TRIENTINE | |||
VISTOGARD | Ι.Φ.Ε.Τ. A.E. | ||
WILZIN | Ι.Φ.Ε.Τ. A.E. | ||
XERMELO | Ipsen Pharma | ||
ZAVESCA | Janssen-Cilag International NV |