Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Κυτταροτοξικά αντιβιοτικά και συναφείς ουσίες |
Αγγλικά
|
Cytotoxic antibiotics and related substances |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | L | Αντινεοπλασματικοί και ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες |
2 | L01 | Αντινεοπλασματικά φάρμακα |
3 | L01D | Κυτταροτοξικά αντιβιοτικά και συναφείς ουσίες |
Περιεχόμενα ομάδας
Κωδικός | Τίτλος |
---|---|
L01DA | Ακτινομυκίνες |
L01DB | Ανθρακυκλίνες και συναφείς ουσίες |
L01DC | Άλλα κυτταροτοξικά αντιβιοτικά |
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Ακλαρουβικίνη |
Η ακλαρουβικίνη είναι ένα κυτταροτοξικό αντιβιοτικό που ανήκει στις ανθρακυκλίνες και χρησιμοποιείται για την θεραπευτική αντιμετώπιση των οξείων λευχαιμιών. |
Αμρουβικίνη |
|
Μπλεομυκίνη |
Η μπλεομυκίνη ανήκει στα κυτταροτοξικά αντιβιοτικά και αναστέλλει τη σύνθεση του DNA, ενώ λιγότερο αναστέλλει την σύνθεση του RNA. Αλληλεπιδρώντας με τα ιόντα μετάλλων, παράγεται ένα ψευδοένζυμο που με την σειρά του αντιδρά με το οξυγόνο, παράγοντας ελεύθερες ρίζες υπεροξειδίου και υδροξειδίου που οδηγούν στη διάσπαση του DNA. |
Δακτινομυκίνη |
Η δακτινομυκίνη (dactinomycin) δεσμεύεται με το DNA και επιδρά στην διαδικασία της μεταγραφής (εμποδίζοντας την επιμήκυνση του RNA), με αποτέλεσμα την αναστολή της πρωτεϊνοσύνθεσης. |
Δαουνορουβικίνη |
Η δαουνορουβικίνη είναι μια ανθρακυκλίνη και παρουσιάζει αντιμιτωτική και κυτταροτοξικήη δράση. Σχηματίζει συμπλέγματα με το DNA, παρεμβαλλόμενη μεταξύ των ζευγών βάσεων. Επίσης αναστέλλει την δραστηριότητα της τοποϊσομεράσης ΙΙ, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζει την ελίκωση-αποελίκωση της διπλής έλικας του DNA. |
Δοξορουβικίνη |
Η δοξορουβικίνη (doxorubicin) είναι ένα κυτταροτοξικό αντιβιοτικό τύπου ανθρακυκλίνης που λαμβάνεται από τον Streptomyces peucetius var. caesius. Ο ακριβής μηχανισμός της δράσης της δοξορουβικίνης κατά των όγκων δεν είναι γνωστός. Γενικά, πιστεύεται ότι η αναστολή του DNA, του RNA και της πρωτεϊνικής σύνθεσης, ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος της κυτταροτοξικής δράσης. |
Επιρουβικίνη |
Η επιρουβικίνη (epirubicin) μπορεί να σχηματίζει σύμπλοκο με το DNA με παρεμβολή των επίπεδων δακτυλίων της ανάμεσα στα ζεύγη βάσεων νουκλεοτιδίων, με επακόλουθη αναστολή της σύνθεσης των νουκλεϊνικών οξέων (DNA RNA) και των πρωτεϊνών. Επιπλέον η παρεμβολή αυτή μπορεί να προκαλέσει διαχωρισμό του DNA από την τοποϊσομεράση ΙΙ, προκαλώντας σοβαρές διαταραχές στην τριτοταγή δομή του DNA. |
Ιδαρουβικίνη |
Η ιδαρουβικίνη (idarubicin) είναι ένας αντιμιτωτικός και κυτταροτοξικός παράγοντας, που ενδοπαρεμβάλλεται στο DNA και αλληλεπιδρά με την τοποϊσομεράση II ασκώντας ανασταλτική δράση στη σύνθεση των νουκλεϊκών οξέων. Έχει αποδειχθεί ότι η ιδαρουβικίνη είναι πιο ισχυρή από τη δαουνορουβικίνη και ότι είναι αποτελεσματικός παράγοντας κατά των λευχαιμιών και των λεμφωμάτων στα ποντίκια, τόσο σε ενδοφλέβια χορήγηση όσο και σε από του στόματος χορήγηση. |
Μιτομυκίνη |
Η μιτομυκίνη C (mitomycin C) συνδέεται με το DNA των καρκινογόνων κυττάρων και αναστέλλει την διαίρεση του DNA με τον σχηματισμό συμπλόκου με αυτό, ασκώντας έτσι αντικαρκινική δράση. |
Μιτοξανδρόνη |
Η μιτοξανδρόνη (mitoxantrone) είναι ένας παράγοντας που αντιδρά με το DNA, παρεμβάλλεται στο DNA με δεσμούς υδρογόνου, δημιουργεί χιασμούς και διασπάσεις των αλύσεων. Η μιτοξανδρόνη επίσης αλληλεπιδρά με το RNA και είναι ισχυρός αναστολέας της τοποϊσομεράσης ΙΙ, ενός ενζύμου που ευθύνεται για το ξετύλιγμα και την επιδιόρθωση του κατεστραμένου DNA. |
Πιξαντρόνη |
Η πιξαντρόνη (pixantrone) είναι μια κυτταροτοξική αζα-ανθρακενοδιόνη. Αντίθετα από τις εγκεκριμένες ανθρακυκλίνες (δοξορουβικίνη και άλλες) και ανθρακενοδιόνες (μιτοξαντρόνη), η πιξαντρόνη είναι ασθενής αναστολέας της τοποϊσομεράσης II. Η πιξαντρόνη ενδείκνυται ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με πολλαπλώς υποτροπιάζοντα ή ανθεκτικά επιθετικά μη Hodgkin λεμφώματα (NHL) Β-κυττάρων. |
Βαλρουμπικίνη |
Η βαλρουμπικίνη (valrubicin) είναι μια ανθρακυκλίνη που επηρεάζει μια ποικιλία αλληλένδετων βιολογικών λειτουργιών, οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνουν τον μεταβολισμό νουκλεϊκών οξέων. Διεισδύει εύκολα σε κύτταρα, όπου αναστέλλει την ενσωμάτωση νουκλεοσιδίων σε νουκλεϊκά οξέα, προκαλεί εκτεταμένη χρωμοσωμική βλάβη και σταματά τον κυτταρικό κύκλο στη φάση G 2 . |