Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Άλλα μονοκλωνικά αντισώματα |
Αγγλικά
|
Other monoclonal antibodies |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | L | Αντινεοπλασματικοί και ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες |
2 | L01 | Αντινεοπλασματικά φάρμακα |
3 | L01F | Μονοκλωνικά αντισώματα και αντισώματα συζευγμένων φαρμάκων |
4 | L01FX | Άλλα μονοκλωνικά αντισώματα |
Περιεχόμενα ομάδας
Κωδικός | Τίτλος |
---|---|
L01FX01 | Εδρεκολομάμπη |
L01FX02 | Γκεμτουζουμάμπη οζογκαμισίνη |
L01FX03 | Κατουμαξομάμπη |
L01FX04 | Ιμπλιμουμάμπη |
L01FX05 | Μπρεντουξιμάμπη βεδοτίνη |
L01FX06 | Δινουτουξιμάμπη βήτα |
L01FX07 | Μπλινατουμομάμπη |
L01FX08 | Ελοτουζουμάμπη |
L01FX09 | Μογκαμουλιζουμάμπη |
L01FX10 | Ολαρατουμάμπη |
L01FX11 | Μπερμεκιμάμπη |
L01FX12 | Ταφασιταμάμπη |
L01FX13 | Ενφορτουμάμπη βεδοτίνη |
L01FX14 | Πολατουζουμάμπη βεδοτίνη |
L01FX15 | Μπελανταμάμπη μαφοδοτίνη |
L01FX16 | Oportuzumab monatox |
L01FX17 | Sacituzumab govitecan |
L01FX18 | Amivantamab |
L01FX19 | Sabatolimab |
L01FX20 | Tremelimumab |
L01FX21 | Naxitamab |
L01FX22 | Loncastuximab tesirine |
L01FX23 | Tisotumab vedotin |
L01FX24 | Teclistamab |
L01FX25 | Mosunetuzumab |
L01FX26 | Mirvetuximab soravtansine |
L01FX27 | Epcoritamab |
L01FX28 | Glofitamab |
L01FX29 | Talquetamab |
L01FX31 | Zolbetuximab |
L01FX32 | Elranatamab |
L01FX33 | Tarlatamab |
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Αμιβανταμάμπη |
Η αμιβανταμάμπη είναι ένα πλήρως ανθρώπινο, διειδικό για EGFR-MET, χαμηλής περιεκτικότητας σε φουκόζη, με βάση την IgG1 αντίσωμα, με δραστηριότητα καθοδήγησης των ανοσοκυττάρων, το οποίο στοχεύει όγκους με ενεργοποιητικές μεταλλάξεις ένθεσης στο Εξώνιο 20 του EGFR. Η αμιβανταμάμπη προσδένεται στις εξωκυττάριες περιοχές των EGFR και MET. Η αμιβανταμάμπη διαταράσσει τις σηματοδοτικές λειτουργίες των EGFR και MET μέσω αποκλεισμού της σύνδεσης του προσδέτη και ενίσχυσης της αποικοδόμησης των EGFR και MET, προλαμβάνοντας έτσι την ανάπτυξη και εξέλιξη του όγκου. |
Μπλινατουμομάμπη |
Η μπλινατουμομάμπη είναι ένα αμφιειδικό (bispecific) μόριο στρατολόγησης Τ-κυττάρων, το οποίο συνδέεται ειδικά στο CD19 που εκφράζεται στην επιφάνεια των κυττάρων Β-κυτταρικής σειράς προέλευσης και το CD3 που εκφράζεται στην επιφάνεια των Τ-κυττάρων. Ενεργοποιεί τα ενδογενή Τ-κύτταρα συνδέοντας το CD3 στο σύμπλεγμα του υποδοχέα Τ-κυττάρων (TCR) με το CD19 που ανευρίσκεται στα καλοήθη και κακοήθη Β-κύτταρα. Η αντικαρκινική δράση της ανοσοθεραπείας με μπλινατουμομάμπη δεν εξαρτάται από τα Τ-κύτταρα που φέρουν ένα ειδικό TCR ή τα πεπτιδικά αντιγόνα που παρουσιάζονται από τα καρκινικά κύτταρα αλλά είναι από τη φύση της πολυκλωνική και ανεξάρτητη από μόρια του ανθρώπινου λευκοκυτταρικού αντιγόνου (HLA) στα κύτταρα-στόχους. Η μπλινατουμομάμπη μεσολαβεί για τον σχηματισμό μίας κυτταρολυτικής σύναψης μεταξύ του Τ-κυττάρου και του καρκινικού κυττάρου, απελευθερώνοντας πρωτεολυτικά ένζυμα για την καταστροφή τόσο πολλαπλασιαζόμενων κυττάρων-στόχων όσο και κυττάρων-στόχων σε κατάσταση αδράνειας. |
Μπρεντουξιμάμπη βεδοτίνη |
Η μπρεντουξιμάμπη βεδοτίνη (brentuximab vedotin) είναι μονοκλωνικό αντίσωμα CD30 (είδος πρωτεΐνης που προσκολλάται στο αντιγόνο CD30). Το μονοκλωνικό αντίσωμα προσκολλάται στη μονομεθυλαυριστατίνη E, ένα κυτταροτοξικό μόριο (εξουδετερώνει τα κύτταρα), το οποίο στη συνέχεια απελευθερώνει τη μονομεθυλαυριστατίνη E στα καρκινικά κύτταρα που είναι θετικά στον δείκτη CD30. Το γεγονός αυτό προκαλεί τη διακοπή της διαίρεσης των καρκινικών κυττάρων, με αποτέλεσμα την τελική εξουδετέρωσή τους. |
Κατουμαξομάμπη |
Η κατουμαξομάμπη είναι ένα τριδραστικό μονοκλωνικό αντίσωμα υβριδίου αρουραίου-ποντικού το οποίο στρέφεται ειδικά έναντι του μορίου προσκόλλησης των επιθηλιακών κυττάρων (EpCAM) και του αντιγόνου CD3. Το αντιγόνο EpCAM υπερεκφράζεται στα περισσότερα καρκινώματα. Λόγω των ιδιοτήτων πρόσδεσης της κατουμαξομάμπης, επάγεται μια συντονισμένη ανοσοαντίδραση έναντι των νεοπλασματικών κυττάρων, η οποία περιλαμβάνει διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης, με αποτέλεσμα την καταστροφή τους. |
Δινουτουξιμάμπη |
Η δινουτουξιμάμπη(dinutuximab) είναι ένα χιμαιρικό μονοκλωνικό αντίσωμα, που αποτελείται από μεταβλητές περιοχές βαρέων και ελαφρών αλύσων ποντικού και τη σταθερή περιοχή της βαρείας αλύσου της ανθρώπινης IgG1 και της ελαφράς αλύσου κ. Η δινουτουξιμάμπη αντιδρά ειδικά με το γαγγλιοσίδιο GD2, το οποίο εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό στην επιφάνεια των κυττάρων του νευροβλαστώματος, ενώ εκφράζεται ελάχιστα στην επιφάνεια των φυσιολογικών ανθρώπινων νευρώνων, των περιφερικών ινών του πόνου και των δερματικών μελανοκυττάρων. |
Ελοτουζουμάμπη |
Η ελοτουζουμάμπη (elotuzumab) είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που ενεργοποιεί τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού ώστε να επιτεθούν στα καρκινικά κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. Η ελοτουζουμάμπη δρα μέσω της προσκόλλησής της σε μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στην επιφάνεια των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και ονομάζεται SLAMF7, προκαλώντας επίθεση εναντίον των καρκινικών κυττάρων και, ως εκ τούτου, επιβράδυνση της νόσου. Η ελοτουζουμάμπη συνδέεται επίσης στην SLAMF7 των καρκινικών κυττάρων, καθιστώντας τα πιο ευάλωτα στην επίθεση από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. |
Ελραναταμάμπη |
Η ελραναταμάμπη είναι ένα διειδικό αντίσωμα ενεργοποίησης των Τ-κυττάρων, που δεσμεύει το CD3-έψιλον στα Τ-κύτταρα και το αντιγόνο ωρίμανσης των Β-κυττάρων (BCMA) στα πλασματοκύτταρα, στους πλασμαβλάστες και στα κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. Η δέσμευση της ελραναταμάμπης στο BCMA των κακοηθών κυττάρων και στο CD3 των Τ-κύτταρων είναι ανεξάρτητη από την ειδικότητα του υποδοχέα των εγγενών Τ-κυττάρων (TCR) και δεν εξαρτάται από μόρια μείζονος ιστοσυμβατότητας (MHC) Τάξης 1. Τα Τ-κύτταρα που ενεργοποιήθηκαν από την ελραναταμάμπη οδήγησαν σε απελευθέρωση προφλεγμονωδών κυτταροκινών και προκάλεσαν λύση των κυττάρων του πολλαπλού μυελώματος. |
Ενφορτουμάμπη βεδοτίνη |
Η ενφορτουμάμπη βεδοτίνη είναι μια συζευγμένη ένωση αντισώματος-φαρμάκου (ADC) που στοχεύει στη Νεκτίνη-4, μια πρωτεΐνη συγκόλλησης που βρίσκεται στην επιφάνεια των κυττάρων του καρκίνου του ουροθηλίου. Αποτελείται από ένα πλήρως ανθρώπινο αντίσωμα IgG1-κ, συζευγμένο με τον παράγοντα αναστολής μικροσωληνίσκων MMAE, μέσω ενός συνδέτη μαλεϊμιδοκαπρόυλο-βαλίνης-κιτρουλλίνης που μπορεί να διασπαστεί με πρωτεάση. Μη κλινικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η αντικαρκινική δράση της ενφορτουμάμπης βεδοτίνης οφείλεται στη δέσμευση του ADC σε κύτταρα που εκφράζουν τη Νεκτίνη-4, την οποία ακολουθεί η είσοδος του συμπλέγματος ADC-Νεκτίνης-4 στο εσωτερικό του κυττάρου και η απελευθέρωση του ΜΜΑΕ μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. |
Επκοριταμάμπη |
Η επκοριταμάμπη είναι ένα εξανθρωποποιημένο διειδικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G1 (IgG1) που δεσμεύεται σε ένα συγκεκριμένο εξωκυττάριο επίτοπο του CD20 στα Β κύτταρα και στο CD3 στα Τ κύτταρα. Η ενεργότητα της επκοριταμάμπης εξαρτάται από την ταυτόχρονη δέσμευση καρκινικών κυττάρων που εκφράζουν το CD20 και ενδογενών Τ κυττάρων που εκφράζουν το CD3 από την επκοριταμάμπη που επάγει ειδική ενεργοποίηση Τ κυττάρων και μεσολαβούμενη από τα Τ κύτταρα θανάτωση κυττάρων που εκφράζουν το CD20. |
Γεμτουζουμάμπη οζογαμικίνη |
H γεμτουζουμάμπη οζογαμικίνη (gemtuzumab ozogamicin) είναι μια συζευγμένη ένωση αντισώματος-φαρμάκου (antibody-drug conjugate – ADC) που αποτελείται από μονοκλωνικό αντίσωμα που στρέφεται κατά του αντιγόνου CD33, μια πρωτεΐνη προσκόλλησης που ανευρίσκεται στην επιφάνεια βλαστών μυελογενούς λευχαιμίας και ανώριμων φυσιολογικών κυττάρων της μυελομονοκυτταρικής σειράς. Η αντικαρκινική δράση της γεμτουζουμάμπης οζογαμικίνης οφείλεται στη δέσμευση του ADC σε καρκινικά κύτταρα που εκφράζουν το CD33, με απώτερο αποτέλεσμα θραύσεις του δίκλωνου DNA και ακολούθως διακοπή του κυτταρικού κύκλου και πρόκληση αποπτωτικού κυτταρικού θανάτου. |
Γκλοφιταμάμπη |
Η γκλοφιταμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα διπλής ειδικότητας που δεσμεύεται δισθενώς στο CD20 που εκφράζεται στην επιφάνεια των Β-κυττάρων και μονοσθενώς στο CD3, στο σύμπλεγμα του υποδοχέα των Τ-κυττάρων που εκφράζεται στην επιφάνεια των Τ-κυττάρων. Με την ταυτόχρονη πρόσδεση στο CD20 στο Β κύτταρο και στο CD3 στο Τ κύτταρο, η γκλοφιταμάμπη μεσολαβεί στον σχηματισμό μιας ανοσολογικής σύναψης με επακόλουθη ενεργοποίηση και πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, έκκριση κυτταροκινών και απελευθέρωση κυτταρολυτικών πρωτεϊνών που έχει ως αποτέλεσμα τη λύση των Β κυττάρων που εκφράζουν το CD20. |
Ιπιλιμουμάμπη |
Η ιπιλιμουμάμπη είναι ένας αναστολέας του σημείου ελέγχου CTLA-4 του ανοσοποιητικού, το οποίο αναστέλλει την σηματοδότηση των Τ-κυττάρων που επάγεται μέσω της οδού CTLA-4, αυξάνοντας τον αριθμό των αντιδραστικών κυττάρων Τ-τελεστών τα οποία κινητοποιούν την εξαπόλυση μίας άμεσης επίθεσης των Τ-κυττάρων του ανοσοποιητικού εναντίον των καρκινικών κυττάρων. Το CTLA-4 μπορεί επιπρόσθετα να μειώσει την λειτουργία των Τ-ρυθμιστικών κυττάρων, η οποία μπορεί να συμβάλει στην απόκριση του ανοσοποιητικού κατά του όγκου. |
Λονκαστουξιμάμπη τεσιρίνη |
Η λονκαστουξιμάμπη τεσιρίνη είναι ένα σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου (ADC) που στοχεύει την CD19. Αφού δεσμευτεί στην CD19, η λονκαστουξιμάμπη τεσιρίνη εσωτερικεύεται και ακολουθεί η απελευθέρωση της SG3199 μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. Η απελευθερωμένη SG3199 δεσμεύεται στη μικρή αύλακα του DNA και σχηματίζει υψηλής κυτταροτοξικότητας διακλωνικές διασυνδέσεις DNA, επάγοντας στη συνέχεια τον κυτταρικό θάνατο. |
Μιρβετουξιμάμπη σοραβτανσίνη |
Η μιρβετουξιμάμπη σοραβτανσίνη είναι ένα σύμπλοκο αντισώματος-φαρμάκου (ADC). Το αντίσωμα είναι ένα χιμαιρικό IgG1 που κατευθύνεται έναντι του υποδοχέα φολικού άλφα (FRα). Το μικρό μόριο, DM4, είναι ένας αναστολέας μικροσωληνίσκων που συνδέεται με το αντίσωμα μέσω ενός διασπάσιμου συνδέτη. Κατά τη σύνδεση με το FRα, η μιρβετουξιμάμπη σοραβτανσίνη εσωτερικεύεται και ακολουθείται από ενδοκυτταρική απελευθέρωση του DM4 μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. Το DM4 διαταράσσει το δίκτυο των μικροσωληνίσκων μέσα στο κύτταρο, με αποτέλεσμα τη διακοπή του κυτταρικού κύκλου και τον αποπτωτικό κυτταρικό θάνατο. |
Μογκαμουλιζουμάμπη |
Η μογκαμουλιζουμάμπη (mogamulizumab) είναι μια μη φουκοζυλιωμένη, ανθρωποποιημένη ανοσοσφαιρίνη IgG1 κάππα που δεσμεύεται εκλεκτικά στον CCR4, έναν υποδοχέα συζευγμένο με πρωτεΐνη G για τις χημειοκίνες CC, ο οποίος εμπλέκεται στη μετακίνηση των λεμφοκυττάρων προς διάφορα όργανα, συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, με αποτέλεσμα την εξάντληση των στοχοθετημένων κυττάρων. |
Μοσουνετουζουμάμπη |
Η μοσουνετουζουμάμπη είναι ένα αντι-CD20/CD3 αμφιειδικό αντίσωμα στρατολόγησης Τ-κυττάρων, το οποίο στοχεύει Β-κύτταρα που εκφράζουν το CD20. Είναι ένας αγωνιστής υπό όρους˙ η στοχευμένη εξάλειψη των Β-κυττάρων παρατηρείται μόνο μετά από ταυτόχρονη δέσμευσή του στο CD20 των Β-κυττάρων και στο CD3 των Τ-κυττάρων. Η δέσμευση στους αντίστοιχους στόχους και των δύο σκελών της μοσουνετουζουμάμπης έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ανοσολογικής σύναψης μεταξύ ενός Β-κυττάρου-στόχου και ενός κυτταροτοξικού Τ-κυττάρου που οδηγεί σε ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων. Ακολούθως απελευθερώνεται περφορίνη και γκρανζύμες από τα ενεργοποιημένα Τ-κύτταρα που επάγουν τη λύση των Β-κυττάρων που οδηγεί σε κυτταρικό θάνατο. |
Ναξιταμάμπη |
Η ναξιταμάμπη συνδέεται με το γλυκολιπίδιο GD2 που υπερεκφράζεται σε κύτταρα του νευροβλαστώματος και σε άλλα κύτταρα νευροεκτοδερμικής προέλευσης του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος. Η ναξιταμάμπη συνδεόμενη με το γλυκολιπίδιο GD2 στην κυτταρική επιφάνεια προκαλεί κυτταροτοξικότητα εξαρτώμενη από το συμπλήρωμα (CDC) και κυτταροτοξικότητα που προκαλείται από το αντίσωμα (ADCC). |
Ολαρατουμάμπη |
Η ολαρατουμάμπη (olaratumab) είναι ένας ανταγωνιστής του υποδοχέα του αιμοπεταλιακού αυξητικού παράγοντα (PDGFR-α), ο οποίος εκφράζεται σε καρκινικά και στρωματικά κύτταρα. Η ολαρατουμάμπη είναι ένα στοχευμένο, ανασυνδυασμένο, πλήρως ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G υποκατηγορίας 1 (IgG1), το οποίο προσδένεται ειδικά στον PDGFR-α, εμποδίζοντας τη σύνδεση των PDGF AA, -BB, και |
Πολατουζουμάμπη βεδοτίνη |
Η πολατουζουμάμπη βεδοτίνη είναι ένα σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου που στοχεύει στο CD79b και μεταφέρει επιλεκτικά έναν ισχυρό αντιμιτωτικό παράγοντα (μονομεθυλαυριστατίνη Ε, ή ΜΜΑΕ) στα Β κύτταρα, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα τη θανάτωση των κακοηθών Β κυττάρων. Η ΜΜΑΕ προσδένεται στους μικροσωληνίσκους και εξοντώνει τα διαιρούμενα κύτταρα αναστέλλοντας την κυτταρική διαίρεση και επάγοντας απόπτωση. |
Ταφασιταμάμπη |
Η ταφασιταμάμπη είναι ένα ενισχυμένο με Fc μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο στοχεύει το αντιγόνο CD19 που εκφράζεται στην επιφάνεια των προ-B και ώριμων Β-λεμφοκυττάρων. Κατά τη σύνδεση στο CD19, η ταφασιταμάμπη διαμεσολαβεί στη λύση των Β-κυττάρων. Η τροποποίηση του Fc έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της εξαρτώμενης από αντισώματα κυτταρικής κυτταροτοξικότητας και της εξαρτώμενης από αντισώματα κυτταρικής φαγοκυττάρωσης. |
Ταλκουεταμάμπη |
Η ταλκουεταμάμπη είναι ένα διειδικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G4 προλίνης, αλανίνης, αλανίνης (IgG4 PAA) που στρέφεται κατά του GPRC5D και του CD3 υποδοχέα στα T κύτταρα. Η ταλκουεταμάμπη προάγει τη βελτίωση της μεσολαβούμενης από T κύτταρα κυτταροτοξικότητας, μέσω στρατολόγησης T κυττάρων τα οποία εκφράζουν το CD3 στα κύτταρα που εκφράζουν το GPRC5D. Με βάση την έκφραση του GPRC5D στα πλασματοκύτταρα, με ελάχιστη ή μηδενική έκφραση να ανιχνεύεται στα B κύτταρα και στα πρόδρομα B κύτταρα, η ταλκουεταμάμπη στοχεύει συγκεκριμένα τα κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. |
Ταρλαταμάμπη |
Η ταρλαταμάμπη είναι ένας διειδικός δεσμευτής Τ-κυττάρων που συνδέεται με το DLL3 που εκφράζεται στην επιφάνεια των κυττάρων, συμπεριλαμβανομένων των καρκινικών κυττάρων, και το CD3 που εκφράζεται στην επιφάνεια των Τ-κυττάρων. Η ταρλαταμάμπη προκαλεί ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων, απελευθέρωση φλεγμονωδών κυτοκινών και λύση των κυττάρων που εκφράζουν το DLL3. Η ταρλαταμάμπη είχε αντικαρκινική δράση σε μοντέλα ποντικών με SCLC. |
Τεκλισταμάμπη |
Η τεκλισταμάμπη είναι ένα πλήρους μεγέθους, διειδικό αντίσωμα IgG4-PAA που στοχεύει τον CD3 υποδοχέα που εκφράζεται στην επιφάνεια των T κυττάρων καθώς και το αντιγόνο ωρίμανσης των B κυττάρων (BCMA), το οποίο εκφράζεται στην επιφάνεια των κακοήθων κυττάρων B προέλευσης του πολλαπλού μυυελώματος, καθώς και των B κυττάρων και πλασματοκυττάρων όψιμου σταδίου. Με τις δύο θέσεις σύνδεσής της, η τεκλισταμάμπη είναι σε θέση να φέρει τα CD3+ T κύτταρα σε άμεση γειτνίαση με τα BCMA+ κύτταρα, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των T κυττάρων και την επακόλουθη λύση και τον θάνατο των BCMA+ κυττάρων, που διαμεσολαβείται από την εκκρινόμενη περφορίνη και διάφορα γρένζυμα που αποθηκεύονται στα εκκριτικά κυστίδια των κυτταροτοξικών T κυττάρων. |
Τισοτουμάμπη βεδοτίνη |
Η τισοτουμάμπη βεδοτίνη είναι ένα συζευγμένο φάρμακο αντισωμάτων που κατευθύνεται από τον παράγοντα ιστού (TF) (ADC). Το αντίσωμα είναι μια ανθρώπινη IgG1 που στρέφεται κατά του TF της κυτταρικής επιφάνειας. Η TF είναι ο κύριος εκκινητής του καταρράκτη εξωγενούς πήξης του αίματος. Το μικρό μόριο, το MMAE, είναι ένας παράγοντας διάσπασης μικροσωληνίσκων, συνδεδεμένος με το αντίσωμα μέσω ενός συνδέτη που διασπάται από πρωτεάση. Τα μη κλινικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι η αντικαρκινική δράση της τισοτουμάμπης βεδοτίνης οφείλεται στη δέσμευση του ADC σε καρκινικά κύτταρα που εκφράζουν TF, ακολουθούμενη από εσωτερίκευση του συμπλέγματος ADC-TF και απελευθέρωση MMAE μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. Το MMAE διαταράσσει το δίκτυο μικροσωληνίσκων των ενεργά διαιρούμενων κυττάρων, οδηγώντας σε διακοπή του κυτταρικού κύκλου και αποπτωτικό κυτταρικό θάνατο. |
Τρεμελιμουμάμπη |
H τρεμελιμουμάμπη είναι ένα εκλεκτικό, πλήρως ανθρώπινο αντίσωμα IgG2 που αναστέλλει την αλληλεπίδραση του CTLA-4 με τους CD80 και CD86, ενισχύοντας έτσι την ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, με αποτέλεσμα την αυξημένη ποικιλομορφία των Τ-κυττάρων και την ενισχυμένη αντικαρκινική δράση. Το Αντιγόνο-4 που σχετίζεται με τα κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα (CTLA-4) εκφράζεται κυρίως στην επιφάνεια των Τ λεμφοκυττάρων. |
Ζολμπετουξιμάμπη |
Η ζολμπετουξιμάμπη είναι ένα χιμαιρικό (IgG1 ποντικού/ανθρώπου) μονοκλωνικό αντίσωμα που στρέφεται κατά του μορίου CLDN18.2 σε ρόλο στενοσυνδέσμου. Μη κλινικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι η ζολμπετουξιμάμπη δεσμεύεται εκλεκτικά σε κυτταρικές σειρές που έχουν διαμολυνθεί με CLDN18.2 ή σε εκείνες που εκφράζουν ενδογενώς το CLDN18.2. Η ζολμπετουξιμάμπη καταστρέφει τα θετικά σε CLDN18.2 κύτταρα μέσω της εξαρτώμενης από το αντίσωμα κυτταρικής κυτταροτοξικότητας (ADCC) και της εξαρτώμενης από το συμπλήρωμα κυτταροτοξικότητας (CDC). |