Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Μονοκλωνικά αντισώματα και αντισώματα συζευγμένων φαρμάκων |
Αγγλικά
|
Monoclonal antibodies and antibody drug conjugates |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | L | Αντινεοπλασματικοί και ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες |
2 | L01 | Αντινεοπλασματικά φάρμακα |
3 | L01F | Μονοκλωνικά αντισώματα και αντισώματα συζευγμένων φαρμάκων |
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Αμιβανταμάμπη |
Η αμιβανταμάμπη είναι ένα πλήρως ανθρώπινο, διειδικό για EGFR-MET, χαμηλής περιεκτικότητας σε φουκόζη, με βάση την IgG1 αντίσωμα, με δραστηριότητα καθοδήγησης των ανοσοκυττάρων, το οποίο στοχεύει όγκους με ενεργοποιητικές μεταλλάξεις ένθεσης στο Εξώνιο 20 του EGFR. Η αμιβανταμάμπη προσδένεται στις εξωκυττάριες περιοχές των EGFR και MET. Η αμιβανταμάμπη διαταράσσει τις σηματοδοτικές λειτουργίες των EGFR και MET μέσω αποκλεισμού της σύνδεσης του προσδέτη και ενίσχυσης της αποικοδόμησης των EGFR και MET, προλαμβάνοντας έτσι την ανάπτυξη και εξέλιξη του όγκου. |
Ατεζολιζουμάμπη |
Η ατεζολιζουμάμπη είναι ένα Fc-βιοτεχνολογικά παρασκευασμένο, εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα G1 (IgG1) που δεσμεύεται απευθείας στο PD-L1 και παρέχει διπλό αποκλεισμό των υποδοχέων PD-1 και B7.1, αποτρέποντας την PD-L1/PD-1 διαμεσολαβούμενη αναστολή της ανοσολογικής απάντησης, συμπεριλαμβανομένης της επανενεργοποίησης της αντικαρκινικής ανοσολογικής απάντησης χωρίς να επάγει την εξαρτώμενη από το αντίσωμα κυτταρική κυτταροτοξικότητα. |
Αβελουμάμπη |
Η αβελουμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα ανθρώπινης ανοσοσφαιρίνης G1 (IgG1) που στρέφεται έναντι του συνδέτη προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου 1 (PD-L1). Η αβελουμάμπη δεσμεύει τον PD-L1 και αποκλείει την αλληλεπίδραση μεταξύ του PD-L1 και των υποδοχέων προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου 1 (PD-1) και B7.1. Αυτό αναιρεί τις κατασταλτικές επιδράσεις του PD-L1 στα κυτταροτοξικά CD8+ T-κύτταρα, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση των αντικαρκινικών αποκρίσεων των T-κυττάρων. |
Μπεβασιζουμάμπη |
Η μπεβασιζουμάμπη συνδέεται με τον αυξητικό παράγοντα του αγγειακού ενδοθηλίου VEGF (vascular endothelial growth factor) και ως εκ τούτου αναστέλλει τη σύνδεση του VEGF με τους υποδοχείς του: Fit 1 (VEGFR 1) και KDR (VEGFR 2), στην επιφάνεια των ενδοθηλιακών κυπάρων. Η εξουδετέρωση της βιολογικής δραστηριότητας του VEGF μειώνει την αγγειοποίηση των όγκων και ως εκ τούτου αναστέλλει την ανάπτυξη των όγκων. |
Μπλινατουμομάμπη |
Η μπλινατουμομάμπη είναι ένα αμφιειδικό (bispecific) μόριο στρατολόγησης Τ-κυττάρων, το οποίο συνδέεται ειδικά στο CD19 που εκφράζεται στην επιφάνεια των κυττάρων Β-κυτταρικής σειράς προέλευσης και το CD3 που εκφράζεται στην επιφάνεια των Τ-κυττάρων. Ενεργοποιεί τα ενδογενή Τ-κύτταρα συνδέοντας το CD3 στο σύμπλεγμα του υποδοχέα Τ-κυττάρων (TCR) με το CD19 που ανευρίσκεται στα καλοήθη και κακοήθη Β-κύτταρα. Η αντικαρκινική δράση της ανοσοθεραπείας με μπλινατουμομάμπη δεν εξαρτάται από τα Τ-κύτταρα που φέρουν ένα ειδικό TCR ή τα πεπτιδικά αντιγόνα που παρουσιάζονται από τα καρκινικά κύτταρα αλλά είναι από τη φύση της πολυκλωνική και ανεξάρτητη από μόρια του ανθρώπινου λευκοκυτταρικού αντιγόνου (HLA) στα κύτταρα-στόχους. Η μπλινατουμομάμπη μεσολαβεί για τον σχηματισμό μίας κυτταρολυτικής σύναψης μεταξύ του Τ-κυττάρου και του καρκινικού κυττάρου, απελευθερώνοντας πρωτεολυτικά ένζυμα για την καταστροφή τόσο πολλαπλασιαζόμενων κυττάρων-στόχων όσο και κυττάρων-στόχων σε κατάσταση αδράνειας. |
Μπρεντουξιμάμπη βεδοτίνη |
Η μπρεντουξιμάμπη βεδοτίνη (brentuximab vedotin) είναι μονοκλωνικό αντίσωμα CD30 (είδος πρωτεΐνης που προσκολλάται στο αντιγόνο CD30). Το μονοκλωνικό αντίσωμα προσκολλάται στη μονομεθυλαυριστατίνη E, ένα κυτταροτοξικό μόριο (εξουδετερώνει τα κύτταρα), το οποίο στη συνέχεια απελευθερώνει τη μονομεθυλαυριστατίνη E στα καρκινικά κύτταρα που είναι θετικά στον δείκτη CD30. Το γεγονός αυτό προκαλεί τη διακοπή της διαίρεσης των καρκινικών κυττάρων, με αποτέλεσμα την τελική εξουδετέρωσή τους. |
Κατουμαξομάμπη |
Η κατουμαξομάμπη είναι ένα τριδραστικό μονοκλωνικό αντίσωμα υβριδίου αρουραίου-ποντικού το οποίο στρέφεται ειδικά έναντι του μορίου προσκόλλησης των επιθηλιακών κυττάρων (EpCAM) και του αντιγόνου CD3. Το αντιγόνο EpCAM υπερεκφράζεται στα περισσότερα καρκινώματα. Λόγω των ιδιοτήτων πρόσδεσης της κατουμαξομάμπης, επάγεται μια συντονισμένη ανοσοαντίδραση έναντι των νεοπλασματικών κυττάρων, η οποία περιλαμβάνει διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης, με αποτέλεσμα την καταστροφή τους. |
Σεμιπλιμάμπη |
Η σεμιπλιμάμπη είναι ένα πλήρως ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G4 (IgG4) το οποίο προσδένεται στον υποδοχέα της πρωτεΐνης προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου-1 (PD-1) και αναστέλλει την αλληλεπίδρασή της με τους συνδέτες PD-L1 και PD-L2. Η σεμιπλιμάμπη ενισχύει τις αποκρίσεις των T-κυττάρων, συμπεριλαμβανομένων των αποκρίσεων κατά του όγκου, μέσω αναστολής της πρόσδεσης της PD-1 στους συνδέτες PD-L1 και PD-L2. |
Κετουξιμάμπη |
Η κετουξιμάμπη (cetuximab) είναι ένα χιμαιρικό μονοκλωνικό αντίσωμα IgG1 που κατευθύνεται ειδικά εναντίον του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR). Οι οδοί επικοινωνίας του EGFR συμμετέχουν στον έλεγχο της επιβίωσης των κυττάρων, στην εξέλιξη του κυτταρικού κύκλου, στην αγγειογένεση, στη μετανάστευση των κυττάρων και στην κυτταρική εισβολή/μετάσταση. Η κετουξιμάμπη εμποδίζει τη δέσμευση των ενδογενών συζευκτών EGFR προκαλώντας την αναστολή της λειτουργίας του υποδοχέα. |
Δαρατουμουμάμπη |
Η δαρατουμουμάμπη (daratumumab) ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα (mAb) IgG1κ που συνδέεται με την πρωτεΐνη CD38, η οποία εκφράζεται σε υψηλό επίπεδο στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων του πολλαπλού μυελώματος, καθώς και σε άλλους κυτταρικούς τύπους και ιστούς σε διάφορα επίπεδα. Η πρωτεΐνη CD38 έχει πολλαπλές λειτουργίες, όπως διαμεσολαβούμενη από υποδοχείς προσκόλληση, μεταγωγή σημάτων και ενζυμική δράση. Η δαρατουμουμάμπη έχει αποδειχθεί ότι αναστέλλει ισχυρά την in vivo ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων που εκφράζουν την CD38. |
Δινουτουξιμάμπη |
Η δινουτουξιμάμπη(dinutuximab) είναι ένα χιμαιρικό μονοκλωνικό αντίσωμα, που αποτελείται από μεταβλητές περιοχές βαρέων και ελαφρών αλύσων ποντικού και τη σταθερή περιοχή της βαρείας αλύσου της ανθρώπινης IgG1 και της ελαφράς αλύσου κ. Η δινουτουξιμάμπη αντιδρά ειδικά με το γαγγλιοσίδιο GD2, το οποίο εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό στην επιφάνεια των κυττάρων του νευροβλαστώματος, ενώ εκφράζεται ελάχιστα στην επιφάνεια των φυσιολογικών ανθρώπινων νευρώνων, των περιφερικών ινών του πόνου και των δερματικών μελανοκυττάρων. |
Δοσταρλιμάμπη |
Η δοσταρλιμάμπη είναι ένα ανθρωποποιημένο mAb του ισοτύπου IgG4 που συνδέεται με τους υποδοχείς της PD-1 και εμποδίζει τις αλληλεπιδράσεις της σύνδεσης με τους συνδέτες της PD-L1 και PD-L2. Η αναστολή της ανοσολογικής ανταπόκρισης που επάγεται από την οδό της PD-1 οδηγεί σε επανενεργοποίηση της λειτουργίας των Τ-κυττάρων, όπως ο πολλαπλασιασμός, η παραγωγή κυτταροκινών και η κυτταροτοξική δράση. Η δοσταρλιμάμπη ενισχύει τις ανταποκρίσεις των Τ-κυττάρων, συμπεριλαμβανομένης της αντινεοπλασματικής ανοσολογικής ανταπόκρισης, μέσω του αποκλεισμού της σύνδεσης της PD-1 με τους PD-L1 και PD-L2. |
Δουρβαλουμάμπη |
Η δουρβαλουμάμπη είναι ένα πλήρως ανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G1 κάπα (IgG1κ) που αποκλείει εκλεκτικά την αλληλεπίδραση του PD-L1 με τους PD-1 και CD80 (B7.1). Η δουρβαλουμάμπη δεν επάγει εξαρτώμενη από το αντίσωμα κυτταρομεσολαβούμενη κυτταροτοξικότητα (ADCC). Ο εκλεκτικός αποκλεισμός των αλληλεπιδράσεων PD-L1/PD-1 και PD-L1/CD80 ενισχύει τις αντικαρκινικές ανοσολογικές ανταποκρίσεις και αυξάνει την ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων. |
Ελοτουζουμάμπη |
Η ελοτουζουμάμπη (elotuzumab) είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που ενεργοποιεί τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού ώστε να επιτεθούν στα καρκινικά κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. Η ελοτουζουμάμπη δρα μέσω της προσκόλλησής της σε μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στην επιφάνεια των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος και ονομάζεται SLAMF7, προκαλώντας επίθεση εναντίον των καρκινικών κυττάρων και, ως εκ τούτου, επιβράδυνση της νόσου. Η ελοτουζουμάμπη συνδέεται επίσης στην SLAMF7 των καρκινικών κυττάρων, καθιστώντας τα πιο ευάλωτα στην επίθεση από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. |
Ελραναταμάμπη |
Η ελραναταμάμπη είναι ένα διειδικό αντίσωμα ενεργοποίησης των Τ-κυττάρων, που δεσμεύει το CD3-έψιλον στα Τ-κύτταρα και το αντιγόνο ωρίμανσης των Β-κυττάρων (BCMA) στα πλασματοκύτταρα, στους πλασμαβλάστες και στα κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. Η δέσμευση της ελραναταμάμπης στο BCMA των κακοηθών κυττάρων και στο CD3 των Τ-κύτταρων είναι ανεξάρτητη από την ειδικότητα του υποδοχέα των εγγενών Τ-κυττάρων (TCR) και δεν εξαρτάται από μόρια μείζονος ιστοσυμβατότητας (MHC) Τάξης 1. Τα Τ-κύτταρα που ενεργοποιήθηκαν από την ελραναταμάμπη οδήγησαν σε απελευθέρωση προφλεγμονωδών κυτταροκινών και προκάλεσαν λύση των κυττάρων του πολλαπλού μυελώματος. |
Ενφορτουμάμπη βεδοτίνη |
Η ενφορτουμάμπη βεδοτίνη είναι μια συζευγμένη ένωση αντισώματος-φαρμάκου (ADC) που στοχεύει στη Νεκτίνη-4, μια πρωτεΐνη συγκόλλησης που βρίσκεται στην επιφάνεια των κυττάρων του καρκίνου του ουροθηλίου. Αποτελείται από ένα πλήρως ανθρώπινο αντίσωμα IgG1-κ, συζευγμένο με τον παράγοντα αναστολής μικροσωληνίσκων MMAE, μέσω ενός συνδέτη μαλεϊμιδοκαπρόυλο-βαλίνης-κιτρουλλίνης που μπορεί να διασπαστεί με πρωτεάση. Μη κλινικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η αντικαρκινική δράση της ενφορτουμάμπης βεδοτίνης οφείλεται στη δέσμευση του ADC σε κύτταρα που εκφράζουν τη Νεκτίνη-4, την οποία ακολουθεί η είσοδος του συμπλέγματος ADC-Νεκτίνης-4 στο εσωτερικό του κυττάρου και η απελευθέρωση του ΜΜΑΕ μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. |
Επκοριταμάμπη |
Η επκοριταμάμπη είναι ένα εξανθρωποποιημένο διειδικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G1 (IgG1) που δεσμεύεται σε ένα συγκεκριμένο εξωκυττάριο επίτοπο του CD20 στα Β κύτταρα και στο CD3 στα Τ κύτταρα. Η ενεργότητα της επκοριταμάμπης εξαρτάται από την ταυτόχρονη δέσμευση καρκινικών κυττάρων που εκφράζουν το CD20 και ενδογενών Τ κυττάρων που εκφράζουν το CD3 από την επκοριταμάμπη που επάγει ειδική ενεργοποίηση Τ κυττάρων και μεσολαβούμενη από τα Τ κύτταρα θανάτωση κυττάρων που εκφράζουν το CD20. |
Γεμτουζουμάμπη οζογαμικίνη |
H γεμτουζουμάμπη οζογαμικίνη (gemtuzumab ozogamicin) είναι μια συζευγμένη ένωση αντισώματος-φαρμάκου (antibody-drug conjugate – ADC) που αποτελείται από μονοκλωνικό αντίσωμα που στρέφεται κατά του αντιγόνου CD33, μια πρωτεΐνη προσκόλλησης που ανευρίσκεται στην επιφάνεια βλαστών μυελογενούς λευχαιμίας και ανώριμων φυσιολογικών κυττάρων της μυελομονοκυτταρικής σειράς. Η αντικαρκινική δράση της γεμτουζουμάμπης οζογαμικίνης οφείλεται στη δέσμευση του ADC σε καρκινικά κύτταρα που εκφράζουν το CD33, με απώτερο αποτέλεσμα θραύσεις του δίκλωνου DNA και ακολούθως διακοπή του κυτταρικού κύκλου και πρόκληση αποπτωτικού κυτταρικού θανάτου. |
Γκλοφιταμάμπη |
Η γκλοφιταμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα διπλής ειδικότητας που δεσμεύεται δισθενώς στο CD20 που εκφράζεται στην επιφάνεια των Β-κυττάρων και μονοσθενώς στο CD3, στο σύμπλεγμα του υποδοχέα των Τ-κυττάρων που εκφράζεται στην επιφάνεια των Τ-κυττάρων. Με την ταυτόχρονη πρόσδεση στο CD20 στο Β κύτταρο και στο CD3 στο Τ κύτταρο, η γκλοφιταμάμπη μεσολαβεί στον σχηματισμό μιας ανοσολογικής σύναψης με επακόλουθη ενεργοποίηση και πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, έκκριση κυτταροκινών και απελευθέρωση κυτταρολυτικών πρωτεϊνών που έχει ως αποτέλεσμα τη λύση των Β κυττάρων που εκφράζουν το CD20. |
Ινοτουζουμάμπη οζογαμικίνη |
Η ινοτουζουμάμπη οζογαμικίνη (inotuzumab ozogamicin) είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο έχει συνδεθεί με ένα μικρό μόριο, το διμεθυλυδραζίδιο της Ν-ακετυλ-γαμμα-καλιχεαμυκίνης. Το μονοκλωνικό αντίσωμα έχει σχεδιαστεί να αναγνωρίζει και να προσκολλάται στο CD22 στα καρκινικά κύτταρα Β. Μόλις συνδεθεί, το φάρμακο προσλαμβάνεται από το κύτταρο όπου ενεργοποιείται η καλιχεαμυκίνη, προκαλώντας θραύσεις στο DNA του κυττάρου και, κατά συνέπεια, τον θάνατο του καρκινικού κυττάρου. Η ινοτουζουμάμπη οζογαμικίνη χρησιμοποιείται μόνο σε ασθενείς με «ΟΛΛ εκ Β πρόδρομων κυττάρων, θετική για το CD22». |
Ιπιλιμουμάμπη |
Η ιπιλιμουμάμπη είναι ένας αναστολέας του σημείου ελέγχου CTLA-4 του ανοσοποιητικού, το οποίο αναστέλλει την σηματοδότηση των Τ-κυττάρων που επάγεται μέσω της οδού CTLA-4, αυξάνοντας τον αριθμό των αντιδραστικών κυττάρων Τ-τελεστών τα οποία κινητοποιούν την εξαπόλυση μίας άμεσης επίθεσης των Τ-κυττάρων του ανοσοποιητικού εναντίον των καρκινικών κυττάρων. Το CTLA-4 μπορεί επιπρόσθετα να μειώσει την λειτουργία των Τ-ρυθμιστικών κυττάρων, η οποία μπορεί να συμβάλει στην απόκριση του ανοσοποιητικού κατά του όγκου. |
Ισατουξιμάμπη |
Η ισατουξιμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα προερχόμενο από IgG1, το οποίο συνδέεται σε έναν ειδικό εξωκυττάριο επίτοπο του υποδοχέα CD38. Το CD38 είναι μία διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη που εκφράζεται σε υψηλό βαθμό στα κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. Η ισατουξιμάμπη ενδείκνυται, σε συνδυασμό με πομαλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη, για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με υποτροπιάζον και ανθεκτικό πολλαπλό μυέλωμα (ΠΜ). |
Λονκαστουξιμάμπη τεσιρίνη |
Η λονκαστουξιμάμπη τεσιρίνη είναι ένα σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου (ADC) που στοχεύει την CD19. Αφού δεσμευτεί στην CD19, η λονκαστουξιμάμπη τεσιρίνη εσωτερικεύεται και ακολουθεί η απελευθέρωση της SG3199 μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. Η απελευθερωμένη SG3199 δεσμεύεται στη μικρή αύλακα του DNA και σχηματίζει υψηλής κυτταροτοξικότητας διακλωνικές διασυνδέσεις DNA, επάγοντας στη συνέχεια τον κυτταρικό θάνατο. |
Μαργετουξιμάμπη |
Η μαργετουξιμάμπη συνδέεται με την εξωκυτταρική περιοχή της πρωτεΐνης του υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2). Κατά τη σύνδεση της με κύτταρα όγκου που εκφράζουν το HER2, η μαργετουξιμάμπη αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων και μεσολαβεί στην εξαρτώμενη από αντίσωμα κυτταρική κυτταροτοξικότητα (ADCC). |
Μιρβετουξιμάμπη σοραβτανσίνη |
Η μιρβετουξιμάμπη σοραβτανσίνη είναι ένα σύμπλοκο αντισώματος-φαρμάκου (ADC). Το αντίσωμα είναι ένα χιμαιρικό IgG1 που κατευθύνεται έναντι του υποδοχέα φολικού άλφα (FRα). Το μικρό μόριο, DM4, είναι ένας αναστολέας μικροσωληνίσκων που συνδέεται με το αντίσωμα μέσω ενός διασπάσιμου συνδέτη. Κατά τη σύνδεση με το FRα, η μιρβετουξιμάμπη σοραβτανσίνη εσωτερικεύεται και ακολουθείται από ενδοκυτταρική απελευθέρωση του DM4 μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. Το DM4 διαταράσσει το δίκτυο των μικροσωληνίσκων μέσα στο κύτταρο, με αποτέλεσμα τη διακοπή του κυτταρικού κύκλου και τον αποπτωτικό κυτταρικό θάνατο. |
Μογκαμουλιζουμάμπη |
Η μογκαμουλιζουμάμπη (mogamulizumab) είναι μια μη φουκοζυλιωμένη, ανθρωποποιημένη ανοσοσφαιρίνη IgG1 κάππα που δεσμεύεται εκλεκτικά στον CCR4, έναν υποδοχέα συζευγμένο με πρωτεΐνη G για τις χημειοκίνες CC, ο οποίος εμπλέκεται στη μετακίνηση των λεμφοκυττάρων προς διάφορα όργανα, συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, με αποτέλεσμα την εξάντληση των στοχοθετημένων κυττάρων. |
Μοσουνετουζουμάμπη |
Η μοσουνετουζουμάμπη είναι ένα αντι-CD20/CD3 αμφιειδικό αντίσωμα στρατολόγησης Τ-κυττάρων, το οποίο στοχεύει Β-κύτταρα που εκφράζουν το CD20. Είναι ένας αγωνιστής υπό όρους˙ η στοχευμένη εξάλειψη των Β-κυττάρων παρατηρείται μόνο μετά από ταυτόχρονη δέσμευσή του στο CD20 των Β-κυττάρων και στο CD3 των Τ-κυττάρων. Η δέσμευση στους αντίστοιχους στόχους και των δύο σκελών της μοσουνετουζουμάμπης έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ανοσολογικής σύναψης μεταξύ ενός Β-κυττάρου-στόχου και ενός κυτταροτοξικού Τ-κυττάρου που οδηγεί σε ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων. Ακολούθως απελευθερώνεται περφορίνη και γκρανζύμες από τα ενεργοποιημένα Τ-κύτταρα που επάγουν τη λύση των Β-κυττάρων που οδηγεί σε κυτταρικό θάνατο. |
Ναξιταμάμπη |
Η ναξιταμάμπη συνδέεται με το γλυκολιπίδιο GD2 που υπερεκφράζεται σε κύτταρα του νευροβλαστώματος και σε άλλα κύτταρα νευροεκτοδερμικής προέλευσης του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος. Η ναξιταμάμπη συνδεόμενη με το γλυκολιπίδιο GD2 στην κυτταρική επιφάνεια προκαλεί κυτταροτοξικότητα εξαρτώμενη από το συμπλήρωμα (CDC) και κυτταροτοξικότητα που προκαλείται από το αντίσωμα (ADCC). |
Νιβολουμάμπη |
Η νιβολουμάμπη είναι ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα (HuMAb) ανοσοσφαιρίνης G4 (IgG4) το οποίο προσδένεται στον υποδοχέα της πρωτεΐνης προγραμματισμένου θανάτου-1 (PD-1) και αναστέλλει την αλληλεπίδραση με τους συνδέτες PD-L1 και PD-L2. Η νιβολουμάμπη ενισχύει την απάντηση των T-κυττάρων, συμπεριλαμβανομένης της αντινεοπλασματικής απάντησης, μέσω αναστολής της πρόσδεσης της PD-1 στους συνδέτες PD-L1 και PD-L2. Σε συγγενή μοντέλα ποντικών, η αναστολή της δραστηριότητας της PD-1 οδήγησε σε μειωμένη ανάπτυξη του όγκου. |
Ομπινουτουζουμάμπη |
Η ομπινουτουζουμάμπη (obinutuzumab) είναι ένα ανασυνδυασμένο, μονοκλωνικό, εξανθρωποποιημένο και βιοτεχνολογικά γλυκοζυλιωμένο τύπου II αντι-CD20 μονοκλωνικό αντίσωμα της υποομάδας IgG1. Στοχεύει ειδικά την εξωκυττάρια αγκύλη του διαμεμβρανικού αντιγόνου CD20 που βρίσκεται στην επιφάνεια των μη κακοήθων και κακοήθων πρόδρομων Β και ώριμων Β λεμφοκυττάρων. Η βιοτεχνολογική γλυκοζυλίωση του τμήματος Fc της ομπινουτουζουμάμπης οδηγεί σε μεγαλύτερη συγγένεια για τους υποδοχείς FcγRIII στα δραστικά κύτταρα του ανοσοποιητικού, όπως είναι τα κύτταρα-φυσικοί φονείς (natural killer – NK), τα μακροφάγα και τα μονοκύτταρα συγκριτικά με τα μη βιοτεχνολογικά γλυκοζυλιωμένα αντισώματα. |
Οφατουμουμάμπη |
Η οφατουμουμάμπη (ofatumumab) είναι ένα ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα (IgG1) που συνδέεται ειδικά με διακριτό επίτοπο που συμπεριλαμβάνει τους μικρούς και τους μεγάλους εξωκυττάριους βρόχους του μορίου CD20. Το μόριο CD20 είναι μία διαμεμβρανική φωσφοπρωτεΐνη που εκφράζεται σε Β λεμφοκύτταρα από το στάδιο προ-Β έως ώριμα Β λεμφοκύτταρα και σε Β κυτταρικούς όγκους. Η σύνδεση της οφατουμουμάμπης στο εγγύς στη μεμβράνη επίτοπο του μορίου CD20 επάγει την ένταξη και ενεργοποίηση της συμπληρωματικής οδού στην κυτταρική επιφάνεια, γεγονός που οδηγεί σε εξαρτώμενη από συμπλήρωμα κυτταροτοξικότητα και συνακόλουθη λύση των νεοπλασματικών κυττάρων. |
Ολαρατουμάμπη |
Η ολαρατουμάμπη (olaratumab) είναι ένας ανταγωνιστής του υποδοχέα του αιμοπεταλιακού αυξητικού παράγοντα (PDGFR-α), ο οποίος εκφράζεται σε καρκινικά και στρωματικά κύτταρα. Η ολαρατουμάμπη είναι ένα στοχευμένο, ανασυνδυασμένο, πλήρως ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G υποκατηγορίας 1 (IgG1), το οποίο προσδένεται ειδικά στον PDGFR-α, εμποδίζοντας τη σύνδεση των PDGF AA, -BB, και |
Πανιτουμουμάμπη |
Η πανιτουμουμάμπη (panitumumab) είναι ένα ανασυνδυασμένο, πλήρως ανθρώπινο IgG2 μονοκλωνικό αντίσωμα που συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον ανθρώπινο υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR). Η πανιτουμουμάμπη συνδέεται στη θέση σύνδεσης του συνδέτη του EGFR και αναστέλλει την αυτοφωσφορυλίωση του υποδοχέα που επάγεται από όλους τους γνωστούς συνδέτες του EGFR. Η σύνδεση της πανιτουμουμάμπης στον EGFR έχει σαν αποτέλεσμα την εσωτερίκευση του υποδοχέα, την αναστολή της κυτταρικής ανάπτυξης, την επαγωγή της απόπτωσης, και τη μείωση της παραγωγής της ιντερλευκίνης 8 και του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα. |
Πεμπρολιζουμάμπη |
Η πεμπρολιζουμάμπη είναι ένα εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο προσδένεται στον υποδοχέα του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου-1 (PD-1) και παρεμποδίζει την αλληλεπίδραση του με τους συνδέτες PD-L1 και PD-L2. Ο υποδοχέας PD-1 είναι ένας αρνητικός ρυθμιστής της δραστικότητας των Τ-κυττάρων, που έχει δειχθεί ότι εμπλέκεται στον έλεγχο των ανοσολογικών ανταποκρίσεων των Τ-κυττάρων. |
Περτουζουμάμπη |
Η περτουζουμάμπη είναι ένα ανασυνδυασμένο εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο στοχεύει ειδικά στο εξωκυττάριο τμήμα διμερισμού (υποπεριοχή ΙΙ) του πρωτεϊνικού υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2). Η περτουζουμάμπη αναστέλλει την αρχόμενη από το συνδέτη ενδοκυττάρια σηματοδότηση μέσω δύο μείζονων μονοπατιών σηματοδότησης, της ενεργοποιούμενης από τα μιτογόνα πρωτεϊνικής κινάσης (MAP) και της φωσφοϊνοσιτίδης 3-κινάσης (PI3K). Η αναστολή αυτών των μονοπατιών σηματοδότησης μπορεί να οδηγήσει σε αναστολή της κυτταρικής ανάπτυξης και απόπτωση, αντίστοιχα. |
Περτουζουμάμπη και Τραστουζουμάμπη |
Η περτουζουμάμπη και η τραστουζουμάμπη είναι ανασυνδυασμένα εξανθρωποποιημένα (Ig)G1 μονοκλωνικά αντισώματα, τα οποία στοχεύουν στον υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (HER2). Και οι δύο ουσίες δεσμεύονται σε ξεχωριστές υπο-περιοχές του HER2, χωρίς να ανταγωνίζονται, και έχουν συμπληρωματικούς μηχανισμούς για τη αναστολή της HER2 σηματοδότησης. Επιπλέον, και οι δύο ουσίες μεσολαβούν στην εξαρτώμενη από το αντίσωμα κυτταρική τοξικότητα (ADCC). |
Πολατουζουμάμπη βεδοτίνη |
Η πολατουζουμάμπη βεδοτίνη είναι ένα σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου που στοχεύει στο CD79b και μεταφέρει επιλεκτικά έναν ισχυρό αντιμιτωτικό παράγοντα (μονομεθυλαυριστατίνη Ε, ή ΜΜΑΕ) στα Β κύτταρα, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα τη θανάτωση των κακοηθών Β κυττάρων. Η ΜΜΑΕ προσδένεται στους μικροσωληνίσκους και εξοντώνει τα διαιρούμενα κύτταρα αναστέλλοντας την κυτταρική διαίρεση και επάγοντας απόπτωση. |
Ραμουσιρουμάμπη |
Η ραμουσιρουμάμπη (ramucirumab) είναι ένα ανθρώπινο αντίσωμα στόχευσης υποδοχέων, και συνδέεται ειδικά στον Υποδοχέα 2 του VEGF και εμποδίζει τη σύνδεση των VEGF-A, VEGF-C και VEGF-D. Ο Υποδοχέας 2 του Αγγειακού Ενδοθηλιακού Αυξητικού Παράγοντα (Vascular Endothelial Growth Factor, VEGF) είναι ο βασικός μεσολαβητής της προκαλούμενης από τον VEGF αγγειογένεσης και μπορεί να είναι παρών σε υψηλά επίπεδα σε όγκους και να συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων αιμοφόρων αγγείων που τους τροφοδοτούν. Με την προσκόλλησή της στον συγκεκριμένο υποδοχέα, η ραμουσιρουμάμπη αναστέλλει τη δράση του μειώνοντας την αιμάτωση του όγκου και επιβραδύνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη του καρκίνου. |
Ρετιφανλιμάμπη |
Η ρετιφανλιμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G4 (IgG4), το οποίο προσδένεται στον υποδοχέα της πρωτεΐνης προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου-1 (PD-1) και αναστέλλει την αλληλεπίδρασή της με τους συνδέτες PD-L1 και PD-L2. Η πρόσδεση της PD-1 στους συνδέτες PD-L1 και PD-L2, οι οποίοι εκφράζονται από αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα και ενδέχεται να εκφράζονται από νεοπλασματικά ή/και άλλα κύτταρα στο μικροπεριβάλλον του όγκου, οδηγεί σε αναστολή της λειτουργίας των Τ κυττάρων, όπως είναι ο πολλαπλασιασμός, η έκκριση κυτταροκινών και η κυτταροτοξική δραστηριότητα. Η ρετιφανλιμάμπη προσδένεται στον υποδοχέα της PD-1, αναστέλλει την αλληλεπίδραση με τους συνδέτες PD-L1 και PD-L2 και ενισχύει τη δραστηριότητα των T κυττάρων. |
Ριτουξιμάμπη |
Η ριτουξιμάμπη είναι χιμαιρικό αντίσωμα ποντικού/ανθρώπου το οποίο συνδέεται ειδικά με το διαμεμβρανικό αντιγόνο, CD20, μία μη-γλυκοζυλιωμένη φωσφοπρωτεΐνη, που εντοπίζεται στα προ-B και ώριμα Β λεμφοκύτταρα. Το αντιγόνο εκφράζεται σε ποσοστό >95% επί του συνόλου των μη-Hodgkin λεμφωμάτων Β κυτταρικής σειράς (NHLs). |
Σουγεμαλιμάμπη |
Η σουγεμαλιμάμπη είναι ένα πλήρως ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G4. Συνδέεται ειδικά με τον συνδέτη προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου 1 (PD-L1), αποκλείοντας έτσι τη σύνδεσή του με την PD-1. |
Ταφασιταμάμπη |
Η ταφασιταμάμπη είναι ένα ενισχυμένο με Fc μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο στοχεύει το αντιγόνο CD19 που εκφράζεται στην επιφάνεια των προ-B και ώριμων Β-λεμφοκυττάρων. Κατά τη σύνδεση στο CD19, η ταφασιταμάμπη διαμεσολαβεί στη λύση των Β-κυττάρων. Η τροποποίηση του Fc έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της εξαρτώμενης από αντισώματα κυτταρικής κυτταροτοξικότητας και της εξαρτώμενης από αντισώματα κυτταρικής φαγοκυττάρωσης. |
Ταλκουεταμάμπη |
Η ταλκουεταμάμπη είναι ένα διειδικό αντίσωμα ανοσοσφαιρίνης G4 προλίνης, αλανίνης, αλανίνης (IgG4 PAA) που στρέφεται κατά του GPRC5D και του CD3 υποδοχέα στα T κύτταρα. Η ταλκουεταμάμπη προάγει τη βελτίωση της μεσολαβούμενης από T κύτταρα κυτταροτοξικότητας, μέσω στρατολόγησης T κυττάρων τα οποία εκφράζουν το CD3 στα κύτταρα που εκφράζουν το GPRC5D. Με βάση την έκφραση του GPRC5D στα πλασματοκύτταρα, με ελάχιστη ή μηδενική έκφραση να ανιχνεύεται στα B κύτταρα και στα πρόδρομα B κύτταρα, η ταλκουεταμάμπη στοχεύει συγκεκριμένα τα κύτταρα του πολλαπλού μυελώματος. |
Ταρλαταμάμπη |
Η ταρλαταμάμπη είναι ένας διειδικός δεσμευτής Τ-κυττάρων που συνδέεται με το DLL3 που εκφράζεται στην επιφάνεια των κυττάρων, συμπεριλαμβανομένων των καρκινικών κυττάρων, και το CD3 που εκφράζεται στην επιφάνεια των Τ-κυττάρων. Η ταρλαταμάμπη προκαλεί ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων, απελευθέρωση φλεγμονωδών κυτοκινών και λύση των κυττάρων που εκφράζουν το DLL3. Η ταρλαταμάμπη είχε αντικαρκινική δράση σε μοντέλα ποντικών με SCLC. |
Τεκλισταμάμπη |
Η τεκλισταμάμπη είναι ένα πλήρους μεγέθους, διειδικό αντίσωμα IgG4-PAA που στοχεύει τον CD3 υποδοχέα που εκφράζεται στην επιφάνεια των T κυττάρων καθώς και το αντιγόνο ωρίμανσης των B κυττάρων (BCMA), το οποίο εκφράζεται στην επιφάνεια των κακοήθων κυττάρων B προέλευσης του πολλαπλού μυυελώματος, καθώς και των B κυττάρων και πλασματοκυττάρων όψιμου σταδίου. Με τις δύο θέσεις σύνδεσής της, η τεκλισταμάμπη είναι σε θέση να φέρει τα CD3+ T κύτταρα σε άμεση γειτνίαση με τα BCMA+ κύτταρα, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των T κυττάρων και την επακόλουθη λύση και τον θάνατο των BCMA+ κυττάρων, που διαμεσολαβείται από την εκκρινόμενη περφορίνη και διάφορα γρένζυμα που αποθηκεύονται στα εκκριτικά κυστίδια των κυτταροτοξικών T κυττάρων. |
Τισλελιζουμάμπη |
Η τισλελιζουμάμπη είναι ένα ανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα παραλλαγής της ανοσοσφαιρίνης G4 (IgG4) έναντι του PD-1, που δεσμεύεται στην εξωκυτταρική περιοχή της ανθρώπινης PD-1. Εμποδίζει ανταγωνιστικά τη δέσμευση των PD-L1 και PD-L2, αναστέλλοντας τη διαμεσολαβούμενη από PD-1 αρνητική σηματοδότηση και ενισχύοντας τη λειτουργική δραστηριότητα στα Τ κύτταρα σε in vitro εξετάσεις με βάση κύτταρα. |
Τισοτουμάμπη βεδοτίνη |
Η τισοτουμάμπη βεδοτίνη είναι ένα συζευγμένο φάρμακο αντισωμάτων που κατευθύνεται από τον παράγοντα ιστού (TF) (ADC). Το αντίσωμα είναι μια ανθρώπινη IgG1 που στρέφεται κατά του TF της κυτταρικής επιφάνειας. Η TF είναι ο κύριος εκκινητής του καταρράκτη εξωγενούς πήξης του αίματος. Το μικρό μόριο, το MMAE, είναι ένας παράγοντας διάσπασης μικροσωληνίσκων, συνδεδεμένος με το αντίσωμα μέσω ενός συνδέτη που διασπάται από πρωτεάση. Τα μη κλινικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι η αντικαρκινική δράση της τισοτουμάμπης βεδοτίνης οφείλεται στη δέσμευση του ADC σε καρκινικά κύτταρα που εκφράζουν TF, ακολουθούμενη από εσωτερίκευση του συμπλέγματος ADC-TF και απελευθέρωση MMAE μέσω πρωτεολυτικής διάσπασης. Το MMAE διαταράσσει το δίκτυο μικροσωληνίσκων των ενεργά διαιρούμενων κυττάρων, οδηγώντας σε διακοπή του κυτταρικού κύκλου και αποπτωτικό κυτταρικό θάνατο. |
Τοριπαλιμάμπη |
Η τοριπαλιμάμπη είναι ένα ανασυνδυασμένο ανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα της πρωτεΐνης 1 προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου (PD-1) που δρα ως αναστολέας στο σημείου ελέγχου. Η τοριπαλιμάμπη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του μελανώματος και του ρινοφαρυγγικού καρκινώματος. |
Τραστουζουμάμπη |
Η τραστουζουμάμπη είναι ένα ανασυνδυασμένο εξανθρωποποιημένο IgG1 μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι του υποδοχέα 2 του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (human epidermal growth factor receptor 2 – HER2). Έχει δειχθεί, σε προσδιορισμούς in vitro και σε ζώα, ότι η τραστουζουμάμπη αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπινων ογκογόνων κυττάρων τα οποία υπερεκφράζουν το HER2. |
Τραστουζουµάµπη δερουξτεκάνη |
Η τραστουζουµάµπη δερουξτεκάνη είναι ένα σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου που στοχεύει τον HER2. Το αντίσωμα είναι μια εξανθρωποποιημένη IgG1 έναντι του HER2 συνδεδεμένη στη δερουξτεκάνη, έναν αναστολέα της τοποϊσομεράσης Ι (DXd) δεσμευμένο από έναν διασπάσιμο συνδέτη βασισμένο σε τετραπεπτίδιο. Το σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου είναι σταθερό στο πλάσμα. Η λειτουργία του τμήματος αντισώματος είναι να προσδεθεί στον HER2 που εκφράζεται στην επιφάνεια ορισμένων καρκινικών κυττάρων. |
Τραστουζουμάμπη εμτανσίνη |
Η τραστουζουμάμπη εμτανσίνη είναι ένα HER2-στοχευμένο συζευγμένο αντίσωμα-φάρμακο, το οποίο περιέχει την εξανθρωποποιημένη αντι-HER2 IgG1, τραστουζουμάμπη, η οποία συνδέεται ομοιοπολικά με τον αναστολέα μικροσωληνίσκων DM1 (παράγωγο της μαϋτανσίνης) μέσω του σταθερού θειοαιθερικού συνδέτη MCC (4-[N-maleimidomethyl] cyclohexane-1-carboxylate). Η σύζευξη του DM1 στην τραστουζουμάμπη συνεπάγεται την εκλεκτικότητα του κυτταροτοξικού παράγοντα για τα καρκινικά κύτταρα που υπερεκφράζουν τον HER2, αυξάνοντας κατά συνέπεια την ενδοκυττάρια παροχή DM1 απευθείας στα κακοήθη κύτταρα. |
Τρεμελιμουμάμπη |
H τρεμελιμουμάμπη είναι ένα εκλεκτικό, πλήρως ανθρώπινο αντίσωμα IgG2 που αναστέλλει την αλληλεπίδραση του CTLA-4 με τους CD80 και CD86, ενισχύοντας έτσι την ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, με αποτέλεσμα την αυξημένη ποικιλομορφία των Τ-κυττάρων και την ενισχυμένη αντικαρκινική δράση. Το Αντιγόνο-4 που σχετίζεται με τα κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα (CTLA-4) εκφράζεται κυρίως στην επιφάνεια των Τ λεμφοκυττάρων. |
Ζολμπετουξιμάμπη |
Η ζολμπετουξιμάμπη είναι ένα χιμαιρικό (IgG1 ποντικού/ανθρώπου) μονοκλωνικό αντίσωμα που στρέφεται κατά του μορίου CLDN18.2 σε ρόλο στενοσυνδέσμου. Μη κλινικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι η ζολμπετουξιμάμπη δεσμεύεται εκλεκτικά σε κυτταρικές σειρές που έχουν διαμολυνθεί με CLDN18.2 ή σε εκείνες που εκφράζουν ενδογενώς το CLDN18.2. Η ζολμπετουξιμάμπη καταστρέφει τα θετικά σε CLDN18.2 κύτταρα μέσω της εξαρτώμενης από το αντίσωμα κυτταρικής κυτταροτοξικότητας (ADCC) και της εξαρτώμενης από το συμπλήρωμα κυτταροτοξικότητας (CDC). |