Τίτλοι κωδικού
Γλώσσα | Τίτλος |
---|---|
Ελληνικά
|
Αντιισταμινικά για συστηματική χορήγηση |
Αγγλικά
|
Antihistamines for systemic use |
Κατάταξη ομάδας
Επίπεδο | Κωδικός | Τίτλος |
---|---|---|
1 | R | Αναπνευστικό σύστημα |
2 | R06 | Αντιισταμινικά για συστηματική χορήγηση |
3 | R06A | Αντιισταμινικά για συστηματική χορήγηση |
Περιεχόμενα ομάδας
Κωδικός | Τίτλος |
---|---|
R06AA | Αμινοαλκυλαιθέρες (Αιθανολαμίνες) |
R06AB | Υποκατεστημένες αλκυλαμίνες |
R06AC | Υποκατάστατα διαμινών αιθυλενίου |
R06AD | Παράγωγα φαινοθειαζίνης |
R06AE | Παράγωγα πιπεραζινών |
R06AK | Συνδυασμοί αντιισταμινικών |
R06AX | Άλλα αντιισταμινικά για συστηματική χορήγηση |
Δραστικές ουσίες ομάδας
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Ακριβαστίνη |
|
Αλιμεμαζίνη |
Η αλιμεμαζίνη έχει κεντρικό κατασταλτικό αποτέλεσμα, συγκρίσιμο με αυτό της χλωροπρομαζίνης, αλλά σε μεγάλο βαθμό στερείται της δράσης του τελευταίου κατά της αδρεναλίνης. Έχει ισχυρές αντιισταμινικές και αντιεμετικές δράσεις. Η αλιμεμαζίνη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της νεύρωσης, της κατάθλιψης και του άγχους διαφορετικής προέλευσης. Προλαμβάνει και ανακουφίζει από αλλεργικές καταστάσεις, οι οποίες προκαλούν κνησμό και κνίδωση, μπλοκάροντας την ισταμίνη που παράγεται από τον οργανισμό κατά τη διάρκεια μιας αλλεργικής αντίδρασης. Η αλιμεμαζίνη ανταγωνίζεται την ελεύθερη ισταμίνη για τη σύνδεση σε θέσεις του υποδοχέα ΗΑ. |
Ανταζολίνη |
Η ανταζολίνη είναι ένα αντιισταμινικό 1ης γενεάς που δεσμεύει τους υποδοχείς της ισταμίνης και κατ΄αυτόν τον τρόπο προφυλάσσει την κυτταρική μεμβράνη από την δράση της απελευθερωμένης ισταμίνης και προλαμβάνει έτσι τις παθολογικές διαταραχές οι οποίες θα προκαλούντο. |
Αστεμιζόλη |
Η αστεμιζόλη είναι αντιισταμινικό φάρμακο, που χρησιμοποιείται για την πρόληψη του φταρνίσματος, της ρινικής καταρροής, του κνησμού και του δακρύρροιας των ματιών και άλλων αλλεργικών συμπτωμάτων. |
Αζελαστίνη |
Η αζελαστίνη (azelastine) είναι ένα αντισταμινικό που ανταγωνίζεται την ισταμίνη στην σύνδεση με τους Η1-υποδοχείς. Έτσι αναστέλλει την απελευθέρωση της ισταμίνης και άλλων μεσολαβητών που συμμετέχουν στην αλλεργική αντίδραση. |
Βαμιπίνη |
|
Βιλαστίνη |
Η μπιλαστίνη (bilastine) είναι ένας μη κατασταλτικός, μακράς δράσης ανταγωνιστής της ισταμίνης με εκλεκτική ανταγωνιστική συγγένεια στον περιφερικό υποδοχέα Η1 και χωρίς συγγένεια για τους μουσκαρινικούς υποδοχείς. |
Βρωμφαινιραμίνη |
|
Καρβινοξαμίνη |
Η καρβινοξαμίνη (carbinoxamine) είναι ένας παράγοντας αποκλεισμού του υποδοχέα ισταμίνης-Η1. Είναι αντιισταμινικό με αντιχολινεργικές και ηρεμιστικές ιδιότητες. Η καρβινοξαμίνη φαίνεται να ανταγωνίζεται την ισταμίνη (τύπος Η1) για θέσεις υποδοχέων σε τελεστικά κύτταρα στη γαστρεντερική οδό, τα αιμοφόρα αγγεία και την αναπνευστική οδό. |
Σετιριζίνη |
Η σετιριζίνη (cetirizine), η οποία είναι παράγωγο της πιπεραζίνης και μεταβολίτης της υδροξυζίνης, είναι ισχυρός και εκλεκτικός ανταγωνιστής των περιφερικών Η1 |
Χλωροκυκλιζίνη |
|
Χλωροφαιναμίνη |
Η χλωροφαιναμίνη είναι ένα ισχυρό αντιισταμινικό (ανταγωνιστής Η1). Τα αντιισταμινικά ελαττώνουν ή καταργούν τις δράσεις της ισταμίνης στο σώμα, μέσω ανταγωνιστικού αναστρέψιμου αποκλεισμού των θέσεων υποδοχέων Η1 ισταμίνης στους ιστούς. Η χλωροφαινιραμίνη έχει επίσης αντιχολινεργική δράση. |
Χλωροφαινοξαμίνη |
|
Κλημαστίνη |
Η κλημαστίνη είναι ένας ανταγωνιστής των υποδοχέων H1. Αναστέλλει επιλεκτικά τους υποδοχείς ισταμίνης του τύπου H1 και μειώνει τη διαπερατότητα των τριχοειδών. Ασκεί ισχυρή αντιισταμινική και αντικνησμώδη δράση με γρήγορη έναρξη και μεγάλη διάρκεια δράσης. |
Κυκλιζίνη |
Η κυκλιζίνη (cyclizine) είναι ένας ανταγωνιστής της ισταμίνης Η1, της κατηγορίας της πιπεραζίνης που χαρακτηρίζεται από χαμηλή συχνότητα υπνηλίας. Διαθέτει αντιχολινεργικές και αντιεμετικές ιδιότητες. Η κυκλιζίνη αυξάνει τον τόνο του σφιγκτήρα του οισοφάγου και μειώνει την ευαισθησία του λαβυρίνθου. Μπορεί να αναστείλει το τμήμα του μέσου εγκεφάλου που είναι γνωστό ως εμετικό κέντρο. |
Κυπροεπταδίνη |
Η κυπροεπταδίνη (cyproheptadine) είναι ένας ανταγωνιστής της σεροτονίνης και της ισταμίνης και χρησιμοποιείται για τις αντικνησμώδεις και αντιαλλεργικές ιδιότητές της, καθώς και ως διεγερτικό της όρεξης. |
Δεσλοραταδίνη |
Η δεσλοραταδίνη (desloratadine) είναι ένας μη κατασταλτικός, μακράς δράσης ανταγωνιστής ισταμίνης με εκλεκτική, περιφερική δράση ανταγωνιστή των Η1 |
Δεξχλωρφαινιραμίνη |
Η δεξχλωρφαινιραμίνη (dexchlorpheniramine) είναι το d-ισομερές της ρακεμικής ένωσης χλωροφαινιραμίνη, είναι δύο φορές πιο δραστική από τη χλωροφαινιραμίνη. Η δεξχλωροφαινιραμίνη δεν εμποδίζει την απελευθέρωση ισταμίνης, αλλά μάλλον ανταγωνίζεται την ελεύθερη ισταμίνη για δέσμευση στις θέσεις των υποδοχέων H1 και ανταγωνίζεται ανταγωνιστικά τις επιδράσεις της ισταμίνης στους H1 -υποδοχείς στην γαστρεντερική οδό, στη μήτρα, στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία και στους βρογχικούς μυς. Ο αποκλεισμός των υποδοχέων H1 καταστέλλει επίσης το σχηματισμό οιδήματος, έξαρσης και κνησμού που προκύπτουν από την ισταμινική δραστηριότητα. Εφόσον η δεξχλωροφαινιραμίνη συνδέεται με κεντρικούς και περιφερικούς υποδοχείς H1, είναι πιθανό να εμφανιστούν ηρεμιστικά αποτελέσματα. Η δεξχλωροφαινιραμίνη έχει υψηλή αντιισταμινική δράση, μέτρια αντιχολινεργική δράση και ελάχιστη ηρεμιστική δράση. |
Διμενυδρινάτη |
Η διμενυδρινάτη (dimenhydrinate) είναι μία αιθανολαμίνη με αντιισταμινικές ιδιότητες. Εμφανίζει αντιστρεπτό συναγωνιστικό ανταγωνισμό με την ισταμίνη, για την κατάληψη των υποδοχέων H1. Διαθέτει αντιχολινεργικές (αντιμουσκαρινικές) ιδιότητες που εξηγούν την αντιεμετική δράση του φαρμάκου σε περιπτώσεις λαβυρινθικού ερεθισμού (ναυτία, ίλιγγοι), καθώς και την κεντρική καταστολή που προκαλεί. |
Διμεθινδένη |
Η διμεθινδένη (dimetindene) είναι αντιισταμινικό της ομάδας των αλκυλαμινών. Η δράση της είναι αποτέλεσμα της κατάληψης των Η1 υποδοχέων της ισταμίνης. Έχει ήπια αντιχολινεργική και ηρεμιστική δράση. |
Διφαινυδραμίνη |
Η διφαινυδραμίνη είναι ένα αντιισταμινικό παράγωγο αιθανολαμίνης. Είναι ένα αντιισταμινικό με αντιχολινεργική και έντονη ηρεμιστική δράση. Δρα αναστέλλοντας τις επιδράσεις στους υποδοχείς H1. Η διφαινυδραμίνη είναι αποτελεσματική στη μείωση της έναρξης του ύπνου (δηλαδή, του χρόνου για ύπνο) και στην αύξηση του βάθους και της ποιότητας του ύπνου. |
Diphenylpyraline |
|
Δοξυλαμίνη |
Η δοξυλαμίνη (doxylamine), μια αιθανολαμίνη, αντιισταμινικό πρώτης γενιάς διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και ασκεί αντιεμετική δράση δεσμεύοντας επιλεκτικά στους H1-υποδοχείς στον εγκέφαλο. Η δοξυλαμίνη είναι ένα αντιισταμινικό που χρησιμοποιείται συνήθως ως βοηθητικό για την πρόκληση ύπνου. Αυτό το φάρμακο χρησιμοποιείται επίσης για την ανακούφιση από τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας (αλλεργική ρινίτιδα), κνίδωση (εξάνθημα ή κνησμός) και άλλες αλλεργικές αντιδράσεις. Η δοξυλαμίνη είναι επίσης ένα ισχυρό αντιχολινεργικό. |
Εβαστίνη |
Η εβαστίνη (ebastine) είναι ένας ισχυρός, εξαιρετικά εκλεκτικός ανταγωνιστής του ισταμινικού υποδοχέα Η1 με παρατεταμένες δράσεις και χωρίς αντιχολινεργικές δράσεις. |
Επιναστίνη |
Η επιναστίνη είναι ένας τοπικά ενεργός, άμεσος ανταγωνιστής των H1 υποδοχέων και χρησιμοποιείται για την συμπτωματική θεραπεία της εποχιακής αλλεργικής επιπεφυκίτιδας. H επιναστίνη παρουσιάζει υψηλή δεσμευτική συγγένεια προς τους Η1 υποδοχείς ισταμίνης και 400 φορές χαμηλότερη δεσμευτική συγγένεια προς τους Η2 υποδοχείς ισταμίνης. Η επιναστίνη παρουσιάζει ακόμη συγγένεια προς τους α1 |
Φεξοφεναδίνη |
Η φεξοφεναδίνη είναι ένας δεύτερης γενιάς, περιφερικός, εκλεκτικός αναστολεάς των H1 |
Ισοθειπεντύλιο |
|
Κετοτιφαίνιο |
Η κετοτιφαίνη είναι ανταγωνιστής των Η1 |
Λεβοσετιριζίνη |
Η λεβοσετιριζίνη (levocetirizine) το ® εναντιομερές της σετιριζίνης, είναι ένας ισχυρός και εκλεκτικός ανταγωνιστής των περιφερικών Η1 υποδοχέων. Φαρμακοδυναμικές μελέτες σε υγιείς εθελοντές δείχνουν ότι η λεβοσετιριζίνη, στο μισό της δόσης της σετιριζίνης, έχει συγκρίσιμη δράση, τόσο στο δέρμα όσο και στη ρινική κοιλότητα. |
Λοραταδίνη |
Η λοραταδίνη είναι ένα τρικυκλικό αντιισταμινικό με επιλεκτική, περιφερική δραστικότητα H1-υποδοχέα. Η λοραταδίνη δεν έχει κλινικά σημαντικές κατασταλτικές ή αντιχολινεργικές ιδιότητες στην πλειονότητα του πληθυσμού και όταν χρησιμοποιείται στη συνιστώμενη δοσολογία. |
Μεβυδρολίνη |
|
Μεκλοζίνη |
Η μεκλoζίvη είvαι αvτισταμιvικό της oμάδας τωv πιπεραζιvώv με έvτovη αvτιεμετική δράση και μικρότερη αvτιχoλιvεργική και ηρεμιστική. |
Μεπυραμίνη |
Η μεπυραμίνη (mepyramine) είναι ένα αντιισταμινικό πρώτης γενιάς, που στοχεύει τον υποδοχέα Η1. Ωστόσο, διεισδύει γρήγορα στον εγκέφαλο και προκαλεί συχνά υπνηλία ως παρενέργεια. Η μεπυραμίνη είναι ένας αντίστροφος αγωνιστής του υποδοχέα ισταμίνης Η1. Η μεπυραμίνη ανταγωνίζεται την ισταμίνη για δέσμευση σε θέσεις του υποδοχέα Η1 στην επιφάνεια του τελεστικού κυττάρου, με αποτέλεσμα την καταστολή του ισταμινικού οιδήματος, της φλεγμονής και του κνησμού. Οι κατασταλτικές ιδιότητες της μεπυραμίνης εμφανίζονται στο υποφλοιώδες επίπεδο του ΚΝΣ. Έχει ήπιες υπνωτικές ιδιότητες και κάποια τοπική αναισθητική δράση και χρησιμοποιείται για αλλεργίες τόσο παρεντερικά όσο και τοπικά. |
Μεκουϊταζίνη |
Η μεκουϊταζίνη (mequitazine) είναι παράγωγο της φαινοθειαζίνης με τις δράσεις και τις χρήσεις των αντιισταμινών. Τα αντιισταμινικά μειώνουν ή καταργούν τις κύριες δράσεις της ισταμίνης στο σώμα μέσω ανταγωνιστικής, αναστρέψιμης βλάβης της θέσης του υποδοχέα ισταμίνης στους ιστούς. Δεν απενεργοποιούν την ισταμίνη ούτε εμποδίζουν τη σύνθεση ή την απελευθέρωσή της. Τα αντιισταμινικά χρησιμοποιούνται για την παρηγορητική θεραπεία των αλλεργικών αντιδράσεων. |
Μεθαπυριλένιο |
|
Μιζολαστίνη |
Η μιζολαστίνη έχει αντιϊσταμινικές και αντιαλλεργικές ιδιότητες λόγω ειδικού και επιλεκτικού ανταγωνισμού των περιφερικών ισταμινικών Η1 υποδοχέων. |
Οξατομίδη |
Η οξατομίδη (oxatomide) είναι αναστολέας των Η1-υποδοχέων της ισταμίνης με κατασταλτικές επί του ΚΝΣ δράσεις και ήπια αντιχολινεργική επίδραση. In vitro ανστέλλει την αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων (μαστοκυττάρων) και την εξ’ αυτής απελευθέρωση μεσολαβητών. |
Οξομεμαζίνη |
|
Φαινιραμίνη |
|
Πιμεθιξένη |
|
Προμεθαζίνη |
Η προμεθαζίνη (promethazine) είναι ένα φάρμακο της ομάδας των αντιϊσταμινικών που ανταγωνίζονται μερικές από τις ενέργειες της ισταμίνης, μιας ουσίας που παράγεται στον οργανισμό και παίζει βασικό ρόλο στην εκδήλωση πολλών αλλεργικών εκδηλώσεων. |
Quifenadine |
|
Ρουπαταδίνη |
Η ρουπαταδίνη (rupatadine) είναι ένας μη κατασταλτικός, παρατεταμένης δράσης ανταγωνιστής της ισταμίνης, με εκλεκτική δράση ανταγωνισμού των περιφερικών ισταμινικών Η-1 υποδοχέων. Η ρουπαταδίνη έχει αντιαλλεργικές ιδιότητες όπως την αναστολή της αποκοκκίωσης των μαστοκυττάρων που προκαλείται από ανοσολογική και μη ανοσολογική διέγερση και αναστολή της απελευθέρωσης των κυτοκινών, ιδιαίτερα των TNFα στα ανθρώπινα μαστοκύτταρα και μονοκύτταρα. |
Θειαιθυλοπιπεραζίνη |
|
Thonzylamine |
|
Τριμεθοβενζαμίδη |
|
Tripelennamine |
|