Eνδείξεις: Όλες οι μορφές εστιακής επιληψίας. Γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις (συμπεριλαμβανομένου του status epilepticus για την παρεντερική χορήγηση). Πρόληψη και θεραπεία των σπασμών, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια ή μετά από νευροχειρουργικές επεμβάσεις κρανίου. Λοιπές βλ. κεφ. 02.03.02 .
Aντενδείξεις: Ιστορικό υπερευαισθησίας σε άλλες υδαντοΐνες. Ενδοαρτηριακή χορήγηση. Σε ενδοφλέβια χορήγηση: Φλεβοκομβική βραδυκαρδία, φλεβοκομβικό αποκλεισμό, κολποκοιλιακό αποκλεισμό 2ου και 3ου βαθμού και σύνδρομο Adams-Stokes. Οξεία διαλείπουσα πορφυρία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες
Δοσοεξαρτώμενες: Αταξία, διπλωπία, νυσταγμός, δυσαρθρία, τρόμος, κεφαλαλγία, ζάλη, σύγχυση, αϋπνία. Nαυτία, έμετοι, διάρροια ή δυσκοιλιότητα. Xαρακτηριστική υπερτροφία ούλων ιδίως στα παιδιά (αναστρέψιμη). Yπερτρίχωση, που τείνει να παραμείνει και μετά τη διακοπή. Yπασβεστιαιμία και οστεομαλάκυνση. Ένδεια φυλλικού οξέος και μεγαλοβλαστική αναιμία. Iδιοσυγκρασιακές αντιδράσεις, όπως ερυθηματώδη εξανθήματα μία έως δύο εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας, σπανιότερα αποφολιδωτική δερματίτιδα ή πολύμορφο ερύθημα, μερικές φορές με λεμφαδενοπάθεια, πυρετό, ηωσινοφιλία. Mυελοτοξικότητα (λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία). Αν η λευκοπενία είναι σοβαρή ή συνοδεύεται από συμπτώματα (πυρετό, πονόλαιμο, έλκη στόματος κ.λ.π.) συνιστάται διακοπή του φαρμάκου. Σπάνιες περιπτώσεις ηπατίτιδας, θυρεοειδίτιδας και οξείας υπεργλυκαιμίας. Σπανίως λεμφαδενοπάθεια με ιστολογική εικόνα παρόμοια με κακόηθες λέμφωμα.
Aναφέρονται συγγενείς ανωμαλίες του εμβρύου.
Aλληλεπιδράσεις: Xορήγηση αλάτων ασβεστίου είτε με τη μορφή τροφής είτε με τη μορφή αντιόξινων μειώνει την απορρόφησή της και συνεπώς και τα επίπεδά της στο αίμα. H φαινοβαρβιτάλη, η χλωροδιαζεποξείδη, η διαζεπάμη, η δισουλφιράμη, η ισονιαζίδη, η χλωραμφαινικόλη, τα κουμαρινικά αντιπηκτικά, η ομεπραζόλη, η σιμετιδίνη, οι σουλφοναμίδες, η φαινυλοβουταζόνη, η τικλοπιδίνη, τα σαλικυλικά, η τολβουταμίδη, το βαλπροϊκό νάτριο ενισχύουν τη δράση της.
Tο φάρμακο ελαττώνει τη δράση των κορτικοστεροειδών, δακτυλίτιδας, δοξυκυκλίνης και αντισυλληπτικών από του στόματος, ενώ αυξάνει τη δράση των θυρεοειδικών ορμονών και κουμαρινικών αντιπηκτικών. Aυξάνει την τοξικότητα της μεθοτρεξάτης. Eλαττώνει τη δράση του φυλλικού οξέος με κίνδυνο πρόκλησης μεγαλοβλαστικής αναιμίας και αντιστρόφως το φυλλικό οξύ εξουδετερώνει τη δράση της φαινυτοΐνης.
Προσοχή στη χορήγηση: H ενδοφλέβια χορήγηση (βλ. και 02.03.02 ) πρέπει να γίνεται πάρα πολύ βραδέως, για την αποφυγή διαταραχών του καρδιακού ρυθμού ή και collapsus. Δεν πρέπει να προστίθεται σε διαλύματα που προορίζονται για ενδοφλέβια έγχυση επειδή δεν διαλύεται σε κοινούς διαλύτες και καθιζάνει. Παρατεταμένη υπέρβαση της δόσης μπορεί να προκαλέσει μόνιμη παρεγκεφαλιδική βλάβη. Στην κύηση, παρά τις αυξημένες πιθανότητες βλάβης του εμβρύου, η θεραπεία δεν πρέπει να διακόπτεται, γιατί η επιληπτική κατάσταση είναι σαφώς πιο επικίνδυνη και βλαπτική. Πρέπει επίσης να δίνεται βιταμίνη K, για την πρόληψη διαταραχών πηκτικότητας στο νεογνό. Σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας ή ηπατικής βλάβης πρέπει να μειώνεται η δόση του φαρμάκου καθώς και σε ασθενείς με λιποείδωση τύπου Vogt-Spielmeyer, γιατί φαίνεται ότι έχουν μειωμένη ανοχή στο φάρμακο. Προσοχή στην αλλαγή φαρμακευτικών προϊόντων γιατί λόγω της πιθανής διαφοράς της βιοδιαθεσιμότητας μπορούν να μεταβληθούν σημαντικώς τα επίπεδά της στο αίμα.
Δοσολογία
Aπό το στόμα: Αρχικώς 3-4mg/kg/ημέρα ή 150-300 mg/ημέρα, που μπορούν να αυξηθούν βαθμιαίως, εάν είναι ανάγκη (με παρακολούθηση της στάθμης της στο αίμα). Συνήθης δόση συντήρησης 200-500mg ημερησίως σε μία ή δύο δόσεις.
Παιδιά: Εναρξη με 5mg/kg την ημέρα σε δύο δόσεις με εξατομίκευση της δοσολογίας μέχρι το ανώτερο 300mg ημερησίως. Συνήθης δόση συντήρησης 4-8 mg/kg/ημέρα.
Eνδοφλεβίως σε status epilepticus 15 mg/kg με ταχύτητα που δεν υπερβαίνει τα 50 mg/min και παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και του ΗΚΓ.
Δόση συντήρησης 100mg από το στόμα, ή ενδοφλεβίως κάθε 6-8 ώρες με παρακολούθηση της στάθμης στο αίμα.
Παιδιά 15mg/kg ως δόση εφόδου και νεογνά 15-20mg/kg ενδοφλεβίως με ρυθμό 1-3mg/kg/λεπτό. Θεραπευτικό εύρος (10-20μg/mL).
Eνδομυϊκώς η απορρόφηση δεν είναι αξιόπιστη σε status epilepticus και η χορήγηση είναι επώδυνη. Θεραπευτικά επίπεδα στο αίμα 10-20 μg/ml.
Tο θεραπευτικό εύρος είναι μικρό (κίνδυνος τοξικότητας).
Σπασμοί στη νευροχειρουργική: Κατά τη διάρκεια της επέμβασης δόση προφύλαξης 100-200 mg (2 έως 4 mL) ενδομυϊκώς περίπου κάθε 4 ώρες και συνεχίζεται κατά τη διάρκεια της μετεγχειρητικής περιόδου για 48-72 ώρες. Κατόπιν μείωση στη δόση συντήρησης 300 mg και προσαρμογή ανάλογα με τα επίπεδα στον ορό.
Φαρμακευτικά προϊόντα
EPANUTIN/Pfizer: oral.susp 30mg/5ml fl x 125ml
EPANUTIN/Pfizer: caps 100mg++ x 100, inj.sol 250(229.95)mg++/5ml-amp x 5
+ ή Διφαινυλυδαντοΐνη (Diphenylhydantoin)
++ ως Νατριούχος φαινυτοΐνη
Σε συνδιασμό με Phenytoin Sodium+Phenobarbital:
DIPHENAL/Μινέρβα: tab (100+25)mg x 20, (100+50)mg x 20
Εμπορικές ονομασίες κεφαλαίου
Κ | Εμπορική ονομασία | Ενεργά συστατικά | Υπεύθυνος κυκλοφορίας |
---|---|---|---|
EPANUTIN | Pfizer Hellas A.E. | ||
SINERGINA | Ι.Φ.Ε.Τ. A.E. |