Φαρμακοδυναμική
Κωδικός ΑΤC:
P01AB01 Aντιπαρασιτικό/αντιπρωτοζωικό
J01XD01 Αντιβακτηριακό για συστηματική χορήγηση
G01AF01 Αντιμικροβιακό ουροποιογεννητικού συστήματος
Αντιμικροβιακό της ομάδας των νίτρο-5-ιμιδαζολίων.
Αντιμικροβιακό φάσμα
Συνήθως ευαίσθητα είδη (ποσοστό πάνω από 90%): Peptostreptococcus, Clostridium perfrigens, Clostridium difficile, Clostridium sp., Bacteroides sp., Prevotella, Fusobacterium, Veillonella
Ανθεκτικά είδη (περίπου κατά 50%): Propionibacterium, Actinomyces, Mobiluncus
Είδη που δεν είναι πάντα ευαίσθητα (το ποσοστό τους ποικίλλει. Η ευαισθησία δεν μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς αντιβιόγραμμα): Bifidobacterium, Eubacterium
Αντιπαρασιτική δράση: Entamoeba histolytica, Trichomonas vaginalis, Giardia intestinalis.
Η μετρονιδαζόλη χρησιμοποιείται από πολλά χρόνια για τη θεραπεία των τριχομοναδικών λοιμώξεων του ουροποιογεννητικού συστήματος, την αμοιβάδωση και τη λαμβλίαση. Είναι πλέον γνωστό ότι η μετρονιδαζόλη δρα αποτελεσματικά και επί των υποχρεωτικώς αναεροβίων μικροβίων, των οποίων η ελάχιστη ανασταλτική πυκνότητα και η ελάχιστη βακτηριοκτόνος συμπίπτουν, με αποτέλεσμα την ταχύτατη θεραπευτική ανταπόκριση.
Η μετρονιδαζόλη δεν έχει άμεση δράση έναντι των αεροβίων μικροοργανισμών. Τα αερόβια μικρόβια παραμένουν ανεπηρέαστα από τις συγκεντρώσεις της μετρονιδαζόλης στους ιστούς. Εμπειρία από ασθενείς οι οποίοι θεραπεύτηκαν με μετρονιδαζόλη έδειξε ότι είναι καλώς ανεκτή και ότι τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα και τους ιστούς είναι κατά πολύ υψηλότερα από εκείνα τα οποία θεωρητικώς απαιτούνται για μια επιτυχή αντιμικροβιακή θεραπεία. Επιπλέον η μετρονιδαζόλη είναι ικανή να περάσει τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις στα περισσότερα υγρά του σώματος (π.χ. σίελο, χολή, ούρα, αμνιακό υγρό, γάλα και πύον αποστηματικών κοιλοτήτων) είναι ιδιαίτερα υψηλές.
Φαρμακοκινητική
Κατανομή
500 mg μετρονιδαζόλης χορηγούμενη ενδοφλεβίως με εφάπαξ έγχυση δίνει σε 20 λεπτά μέση συγκέντρωση 18 μg/ml.
Έγχυση κάθε 8 ώρες δίνει μέση συγκέντρωση 18 μg/ml.
Έγχυση κάθε 12 ώρες δίνει μέση συγκέντρωση 13 μg/ml.
Χρόνος ημίσειας ζωής: 8-10 ώρες.
Σύνδεση με πρωτεΐνες: Ασθενής, λιγότερο του 10%.
Η διάχυση είναι ταχεία και σημαντική στους πνεύμονες, τoυς νεφρούς, το ήπαρ, το δέρμα, τη χολή, το σίελο, τα σωματικά υγρά και τα κολπικά υγρά.
Περνά το φραγμό του πλακούντα και ανιχνεύεται στο μητρικό γάλα.
Βιομετασχηματισμός
Δίνει δύο μεταβολίτες που έχουν αντιβακτηριακή δράση 10 έως 30%.
Αποβολή
Συγκεντρώνεται στο ήπαρ και στη χολή.
Αποβάλλεται κυρίως με τα ούρα (60-80%), περίπου σε ποσοστό 20% αμετάβλητη και χρωματίζει τα ούρα ερυθρά ή καφέ.
Αποβάλλεται σε μικρό βαθμό από τα κόπρανα (6-15%).
Σε περίπτωση αιμοδιύλισης η μετρονιδαζόλη αποβάλλεται ταχέως και ο χρόνος ημίσειας ζωής ελαττώνεται σε 2½ ώρες.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η μετρονιδαζόλη χορηγούμενη στα πειραματόζωα σε μεγάλες δόσεις εμφανίζει τερατογόνο δράση.
Μετάλλαξη
Έχει αποδειχθεί ότι η μετρονιδαζόλη είναι μεταλλαξιογόνος σε βακτήρια in vitro. Σε μελέτες που διεξήχθησαν σε κύτταρα θηλαστικών in vitro, καθώς και στα τρωκτικά ή στον άνθρωπο in vivo, υπήρξε ανεπαρκής μαρτυρία μεταλλαξιογόνου δράσης της μετρονιδαζόλης, όπου ορισμένες μελέτες ανέφεραν μεταλλαξιογόνο δράση ενώ κάποιες άλλες μελέτες ήταν αρνητικές.
Γι' αυτό, η χρήση του Flagyl για παρατεταμένη διάρκεια θεραπείας πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση»).
Η μεταλλαξιογόνος δραστηριότητα της μετρονιδαζόλης έχει αποδειχθεί σε σειρά συστημάτων βακτηριακών δοκιμασιών in vitro.
Σε δοκιμασίες in vivo δεν προκάλεσε τη δημιουργία μικροπυρήνων στα πολυχρωμόφιλα ερυθροκύτταρα του μυελού των οστών σε ποντικούς που υπεβλήθησαν σε ενδοπεριτοναϊκή ή από του στόματος θεραπεία με δόσεις έως 1500 και 2000 mg/kg-1 αντίστοιχα, θεραπεία κατά την οποία υπήρχαν εμφανή σημεία κλινικής τοξικότητας.
Σε μελέτη καλλιέργειας των λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος του ανθρώπου για την πρόκληση αλλοιώσεων στα χρωμοσώματα, η μετρονιδαζόλη δεν φάνηκε να προκαλεί αλλοιώσεις σε καλλιέργειες λεμφοκυττάρων του περιφερικού αίματος του ανθρώπου, με μέγιστη τιμή δοκιμασίας τα 10 mM, απουσία ή παρουσία μεταβολικής ενεργοποίησης.
Καρκινογένεση
Η μετρονιδαζόλη έχει αποδειχθεί ότι είναι καρκινογόνος σε ποντίκια και σε αρουραίους. Ωστόσο, παρόμοιες μελέτες σε hamster έχουν δώσει αρνητικά αποτελέσματα και επιδημιολογικές μελέτες σε ανθρώπους δεν καταδεικνύουν κάποια μαρτυρία αυξημένου κινδύνου καρκινογένεσης στον άνθρωπο.
Γι' αυτό, η χρήση του Flagyl για παρατεταμένη διάρκεια θεραπείας πρέπει να σταθμίζεται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.4 “Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση”).
Η δραστηριότητα της μετρονιδαζόλης ως καρκινογόνου παράγοντα κατά την από του στόματος χορήγηση έχει μελετηθεί σε αρουραίους, ποντικούς και hamsters. Οι σχετικές μελέτες έδειξαν πως η από του στόματος χορηγούμενη μετρονιδαζόλη αποτελεί παράγοντα αυξημένης συχνότητας όγκων στους πνεύμονες σε ποντικούς και πιθανόν και άλλων όγκων, συμπεριλαμβανομένων αυτών στο ήπαρ στους αρουραίους. Αντίστροφα, σε δύο διά βίου μελέτες καρκινογένεσης σε hamsters δεν διαπιστώθηκε ο ίδιος συσχετισμός. Επιπλέον, σε μια μελέτη διαπιστώθηκε σημαντική αύξηση όγκων στο δέρμα από υπεριώδεις ακτίνες σε ποντικούς χωρίς τριχωτό που ακολουθούσαν ενδοπεριτοναϊκή θεραπεία με μετρονιδαζόλη (15 μg ανά g σωματικού βάρους και ανά ημέρα για 28 εβδομάδες).
Ενεργά συστατικά
140QMO216E - METRONIDAZOLE
|
Σχετικό SPC
Flagyl 500 mg/100 mg vial ενέσιμο διάλυμα για έγχυση.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ : FLAGYL Ενέσιμο διάλυμα για έγχυση