PANADOL COLD & FLU & COUGH PD.ORA.SOL (1000+200+12.2)MG/SACHET BTx10 (PAPER/LDPE/ALU/IONOMER SACHETS)
Σκεύασμα - Πληροφορίες για τη χρήση
- Εμπορική
- PANADOL COLD & FLU & COUGH
- Μορφή
- Κόνις για πόσιμο διάλυμα
- Συγκέντρωση
- 1000MG/SUPSACK (1) + 12.2MG/SUPSACK (2) + 200MG/SUPSACK (3)
Ενδείξεις
Βραχυπρόθεσμη ανακούφιση από τα συμπτώματα του κρυολογήματος, του ρίγους και της γρίπης, όταν συνδυάζονται με ήπιο έως μέτριο πόνο ή/και πυρετό, ρινική συμφόρηση, με αποχρεμπτική δράση στον παραγωγικό βήχα.
Το Panadol Cold & Flu & Cough ενδείκνυται για χρήση σε ενήλικες και εφήβους ηλικίας 16 ετών και άνω.
Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες ηλικιωμένοι και έφηβοι ηλικίας 16 ετών και άνω, που ζυγίζουν 50 κιλά και άνω
Ένας Φακελλίσκος κάθε 4 έως 6 ώρες όπως απαιτείται. Η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 3 φακελίσκους ανά 24 ώρες (1 Φακελλίσκος που λαμβάνεται τρεις φορές την ημέρα). Η διάρκεια της θεραπείας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 3 ημέρες.
Αν τα συμπτώματα επιμένουν για περισσότερο από 3 ημέρες ή επιδεινωθούν, ή εαν ο βήχας συνοδεύεται από υψηλό πυρετό, δερματικό εξάνθημα ή επίμονο πονοκέφαλο, οι ασθενείς θα πρέπει να ζητήσουν ιατρική συμβουλή.
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ενήλικες, ηλικιωμένους και εφήβους ηλικίας 16 ετών και άνω, που ζυγίζουν λιγότερο από 50 kg.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε:
- Παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών
- Εφήβους ηλικίας 16 έως 18 ετών που ζυγίζουν λιγότερο από 50 kg
Ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια
Σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία ή σύνδρομο Gilbert, η δόση πρέπει να μειώνεται ή το δοσολογικό μεσοδιάστημα να παρατείνεται. Η εφάπαξ δόση 1000 mg παρακεταμόλης δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια, όταν απαιτείται μειωμένη δόση. Καταλληλότερες φαρμακευτικές μορφές είναι διαθέσιμες προς χρήση στην αγορά. Σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία, η συνολική ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 2 φακελίσκους σε χρονικό διάστημα 24 ωρών (με ελάχιστο χρονικό διάστημα 8 ωρών μεταξύ των δόσεων).
Ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια
Αυτό το φάρμακο θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή και υπό ιατρική παρακολούθηση σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. Η εφάπαξ δόση 1000 mg παρακεταμόλης δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με σπειραματική διήθηση ≤50 ml/min, όταν απαιτείται μειωμένη δόση. Καταλληλότερες φαρμακευτικές μορφές είναι διαθέσιμες προς χρήση στην αγορά.
Τρόπος χορήγησης
Μόνο από του στόματος χρήση. Το περιεχόμενο ενός φακελίσκου πρέπει να διαλύεται σε μία κούπα με ζεστό, αλλά όχι βραστό νερό (250 ml). Αφήνεται να ψυχθεί σε πόσιμη θερμοκρασία, αλλά θα πρέπει να πίνεται ενώ είναι ακόμη ζεστό.
Μετά τη διάλυση της κόνεως σε ζεστό νερό, το υγρό είναι ένα διάλυμα με ιριδίζον κίτρινο χρώμα με χαρακτηριστική οσμή κίτρου/μέντας, ελέυθερο σωματιδιακής επιμόλυνσης.
Υπερδοσολογία - αντιμετώπιση
Η λήψη δόσης μεγαλύτερης από τη συνιστώμενη μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας. Η άμεση ιατρική βοήθεια είναι είναι σημαντική, ακόμη και εάν δεν έχουν παρατηρηθεί σημεία ή συμπτώματα.
Παρακεταμόλη
Οι ασθενείς ΔΕΝ πρέπει να λαμβάνουν ταυτόχρονα άλλα προϊόντα που περιέχουν παρακεταμόλη, λόγω του κινδύνου σοβαρής βλάβης του ήπατος σε περίπτωση υπερδοσολογίας.
Στην οξεία υπερδοσολογία, η παρακεταμόλη μπορεί να προκαλέσει ηπατοτοξική δράση ή ακόμη νέκρωση του ήπατος. Η υπερδοσολογία παρακεταμόλης, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών επιπέδων ολικής δόσης σε παρατεταμένο χρονικό διάστημα, μπορεί να προκαλέσει νεφροπάθεια με μη αναστρέψιμη ηπατική ανεπάρκεια.
Η ηπατική βλάβη είναι πιθανή σε ενήλικες που έχουν λάβει 10 g παρακεταμόλης ή περισσότερο. Κατάποση 5 g παρακεταμόλης ή περισσότερο μπορεί να οδηγήσει σε ηπατική βλάβη εάν ο ασθενής έχει παράγοντες κινδύνου (βλέπε παρακάτω).
Τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας παρακεταμόλης στις πρώτες 24 ώρες είναι ωχρότητα, ναυτία, έμετος και ανορεξία. Κοιλιακό άλγος μπορεί να είναι η πρώτη ένδειξη ηπατικής βλάβης, η οποία συνήθως δεν είναι εμφανής για 24 έως 48 ώρες και μερικές φορές μπορεί να καθυστερήσει μέχρι και 4 έως 6 ημέρες μετά την κατάποση. Η ηπατική βλάβη είναι γενικά στο μέγιστο 72 έως 96 ώρες μετά την κατάποση.Μπορεί να εμφανιστούν ανωμαλίες στο μεταβολισμό της γλυκόζης και μεταβολική οξέωση. Σε σοβαρή δηλητηρίαση, η ηπατική ανεπάρκεια μπορεί να εξελιχθεί σε εγκεφαλοπάθεια, αιμορραγία, υπογλυκαιμία, εγκεφαλικό οίδημα και θάνατο. Οξεία νεφρική ανεπάρκεια με οξεία νέκρωση νεφρικών σωληναρίων μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και σε απουσία σοβαρής ηπατικής βλάβης. Έχουν επίσης αναφερθεί καρδιακές αρρυθμίες και παγκρεατίτιδα.
Η θεραπεία με ενεργό άνθρακα θα πρέπει να εξετάζεται εάν η υπερβολική δόση έχει ληφθεί εντός 1 ώρας. Η συγκέντρωση παρακεταμόλης στο πλάσμα θα πρέπει να μετράται στις 4 ώρες μετά την κατάποση ή αργότερα (νωρίτερα οι συγκεντρώσεις είναι αναξιόπιστες). Θεραπεία με Ν-ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί έως 48 ώρες μετά την κατάποση της παρακεταμόλης, ωστόσο, η μέγιστη προστατευτική επίδραση επιτυγχάνεται έως 8 ώρες μετά την κατάποση. Η αποτελεσματικότητα του αντιδότου μειώνεται απότομα μετά από αυτό το χρονικό διάστημα. Εάν απαιτείται στον ασθενή θα πρέπει να χορηγηθεί ενδοφλέβια Ν-ακετυλοκυστεΐνη, σύμφωνα με την καθιερωμένη δοσολογία. Αν ο έμετος δεν αποτελεί πρόβλημα, από του στόματος μεθειονίνη μπορεί να είναι μια κατάλληλη εναλλακτική για απομακρυσμένες περιοχές, εκτός νοσοκομείου. Η διαχείριση των ασθενών που εμφανίζουν σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία πέραν των 24 ωρών από την κατάποση θα πρέπει να συζητηθεί με το τοπικό Εθνικό Κέντρο Δηλητηριάσεων ή μια μονάδα ήπατος.
Επιπρόσθετες πληροφορίες για ειδικούς πληθυσμούς: Υπάρχει κίνδυνος δηλητηρίασης, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενείς, μικρά παιδιά, σε ασθενείς με ηπατική νόσο, σε περίπτωση χρόνιου αλκοολισμού ή σε ασθενείς με χρόνιο υποσιτισμό. Η υπερδοσολογία μπορεί να αποβεί μοιραία σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος εάν ο ασθενής: είναι σε μακροχρόνια θεραπεία με καρβαμαζεπίνη, φαινοβαρβιτόνη, φαινυτοΐνη, πριμιδόνη, ριφαμπικίνη, St John’s Wort ή άλλα φάρμακα που επάγουν τα ηπατικά ένζυμα, καταναλώνει τακτικά αιθανόλη σε ποσότητες άνω των συνιστώμενων, είναι πιθανό να έχει έλλειψη γλουταθειόνης π.χ. σε διατροφικές διαταραχές, κυστική ίνωση, λοίμωξη HIV, ασιτία, καχεξία.
Φαινυλεφρίνη
Τα συμπτώματα της συμπαθομιμητικής δράσης της φαινυλεφρίνης περιλαμβάνουν αιμοδυναμικές αλλαγές και καρδιαγγειακή κατάρρευση με αναπνευστική καταστολή όπως υπνηλία, η οποία μπορεί να ακολουθείται από αναταραχή (ειδικά στα παιδιά), οπτικές διαταραχές, εξάνθημα, ναυτία, έμετο, επίμονους πονοκεφάλους, νευρικότητα, ζάλη, αϋπνία, διαταραχές του κυκλοφορικού, κώμα, σπασμούς, υπέρταση και βραδυκαρδία.
Η θεραπεία περιλαμβάνει έγκαιρη πλύση στομάχου και συμπτωματικά και υποστηρικτικά μέτρα. Τα υπερτασικά αποτελέσματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με ενδοφλέβια χορήγηση παράγοντα αποκλεισμού του άλφα-υποδοχέα. Σε περίπτωση σπασμών μπορεί να χορηγηθεί διαζεπάμη.
Γουαϊφενεσίνη
Γαστρεντερική δυσφορία, ναυτία και έμετος έχουν αναφερθεί σποραδικά με γουαϊφενεσίνη, ιδιαίτερα σε πολύ μεγάλες δόσεις. Ο ασθενής μπορεί επίσης να αισθανθεί υπνηλία. Λιθίαση ουροποιητικού έχει αναφερθεί σε ασθενείς που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες παρασκευάσματος το οποίο περιέχει γουαϊφενεσίνη σε συνδυασμό με εφεδρίνη. Η απορροφούμενη γουαϊφενεσίνη ωστόσο, μεταβολίζεται ταχέως και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο ασθενής θα πρέπει να αντιμετωπίζεται συμπτωματικά.
Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φακελλίσκος (που περιέχει 5,16 g κόνεως Panadol Cold & Flu & Cough) που αποτελείται από ένα φιλμ πολλαπλών στοιβάδων από χαρτί/LDPE/Αλουμίνιο/Ιονομερές (στρώμα σε επαφή με το προϊόν).
Συσκευασία: 10 φακελλίσκοι μονής δόσης.
Οδηγίες χρήσης, χειρισμού και απόρριψης
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
Ιδιαίτερες προφυλάξεις για την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 25°C.
Ημερομηνία λήξης
Διάρκεια ζωής: 3 χρόνια.
Σχετικό SPC
Panadol Cold & Flu & Cough.
1000 mg / 12,2 mg / 200 mg κόνις για πόσιμο διάλυμα.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ : PANADOL COLD & FLU & COUGH Κόνις για πόσιμο διάλυμα