CIPROXIN XR CON.R.TAB 1000MG/TAB BTx7 (BLIST 1x7)
Σκεύασμα - Αντενδείξεις και ειδικές προφυλάξεις
- Εμπορική
- CIPROXIN XR
- Μορφή
- Δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης
- Συγκέντρωση
- 1000MG/TAB
Αντενδείξεις
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, σε άλλες κινολόνες, ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
- Συγχορήγηση σιπροφλοξασίνη και τιζανιδίνης (βλ. παράγραφο 4.5).
- Νεφρική δυσλειτουργία ( κάθαρση κρεατινίνης < 30 mL / min/ 1.73 m², ή στον ορό της κρεατινίνης > 169 μmol/L)
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Παιδιά και έφηβοι
Η χρήση του Ciproxin XR 500 mg δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης δεν συνιστάται σε ασθενείς ηλικίας μικρότερης των 18 ετών ( δείτε παράγραφο 4.2).
Υπερευαισθησία
Υπερευαισθησία και αλλεργικές αντιδράσεις , συμπεριλαμβανομένων της αναφυλαξίας και αναφυλακτοειδών αντιδράσεων, μπορεί να εμφανιστούν μετά από μονήρη δόση (βλ. παράγραφο 4.8) και μπορεί να είναι επικίνδυνες για τη ζωή. Σε περίπτωση εμφάνισης τέτοιας αντίδρασης, η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να διακόπτεται και μια επαρκής ιατρική θεραπεία απαιτείται.
Μυοσκελετικό σύστημα
Η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει γενικά να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με ιστορικό νόσου/διαταραχής των τενόντων σχετιζόμενης με θεραπεία με κινολόνη. Εντούτοις, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, μετά από μικροβιολογική τεκμηρίωση των υπεύθυνων οργανισμών και αξιολόγηση της ισορροπίας οφέλους-κινδύνου, η σιπροφλοξασίνη μπορεί να συνταγογραφηθεί στους συγκεκριμένους ασθενείς για τη θεραπεία ορισμένων σοβαρών λοιμώξεων, ειδικά σε περίπτωση αποτυχίας της τυπικής θεραπείας ή βακτηριακής αντίστασης, όταν τα μικροβιολογικά δεδομένα δικαιολογούν τη χρήση σιπροφλοξασίνης.
Τενοντίτιδα και ρήξη τενόντων (ειδικά του Αχίλλειου τένοντα), ορισμένες φορές αμφοτερόπλευρη, μπορεί να συμβεί με την σιπροφλοξασίνη, μόλις εντός 48 ωρών από την έναρξη της θεραπείας. Ο κίνδυνος τενοντοπάθειας μπορεί να είναι αυξημένος σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς στους οποίους συγχορηγούνται κορτικοστεροειδή (βλ. παράγραφο 4.8).
Στην εμφάνιση οποιουδήποτε σημείου τενοντίτιδας (π.χ. οδυνηρό οίδημα, φλεγμονή), η θεραπεία με σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται. Απαιτείται μέριμνα για την ανάπαυση του μέλους που έχει επηρεαστεί.
Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με μυασθένεια gravis (βλ. παράγραφο 4.8).
Φωτοευαισθησία
Η σιπροφλοξασίνη έχει καταδειχθεί ότι προκαλεί αντιδράσεις φωτοευαισθησίας. Ασθενείς που λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη πρέπει να αποφεύγουν την άμεση έκθεση σε παρατεταμένη ηλιακή ή υπεριώδη ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.8).
Κεντρικό νευρικό σύστημα
Οι κινολόνες είναι γνωστό ότι προκαλούν σπασμούς ή ελαττώνουν την ουδό σπασμών. Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με διαταραχές του ΚΝΣ, οι οποίες μπορεί να έχουν προδιάθεση σε σπασμούς. Σε περίπτωση εμφάνισης σπασμών, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί (βλ. παράγραφο 4.8). Ψυχιατρικές αντιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και μετά την πρώτη χορήγηση της σιπροφλοξασίνη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κατάθλιψη ή ψύχωση μπορεί να εξελιχθούν σε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί.
Σε ασθενείς που λάμβαναν σιπροφλοξασίνη έχουν αναφερθεί περιπτώσεις πολυνευροπάθειας (με βάση νευρολογικά συμπτώματα όπως πόνος, αίσθημα καύσου, αισθητήριες διαταραχές ή μυϊκή αδυναμία, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό). Η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα νευροπάθειας, όπως πόνος, αίσθημα καύσου, μυρμηκίαση, μούδιασμα ή/και αδυναμία, για να αποτραπεί η ανάπτυξη μη αναστρέψιμης κατάστασης (βλ. παράγραφο 4.8).
Καρδιακές διαταραχές
Δεδομένου ότι η σιπροφλοξασίνη σχετίζεται με περιπτώσεις επιμήκυνσης του διαστήματος QT (βλ. παράγραφο 4.8), απαιτείται προσοχή κατά τη θεραπεία ασθενών που διατρέχουν κίνδυνο δίκην ριπιδίου κοιλιακής ταχυκαρδίας torsade de pointes.
Γαστρεντερικό σύστημα
Η εμφάνιση σοβαρής και επίμονης διάρροιας κατά τη διάρκεια ή μετά τη θεραπεία (συμπεριλαμβανομένων αρκετών εβδομάδων μετά τη θεραπεία), μπορεί να είναι ενδεικτικό κολίτιδας σχετιζόμενης με αντιβιοτικά (απειλητική για τη ζωή με ενδεχόμενη θανατηφόρα έκβαση), η οποία απαιτεί άμεση θεραπεία (βλ. παράγραφο 4.8). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να διακοπεί άμεσα και να ξεκινήσει η κατάλληλη θεραπεία. Αντιπερισταλτικά φάρμακα αντενδείκνυνται σε αυτήν την περίπτωση.
Νεφρικό και ουροποιητικό σύστημα
Έχει αναφερθεί κρυσταλλουρία σχετιζόμενη με τη χρήση της σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.8). Ασθενείς που λαμβάνουν σιπροφλοξασίνη πρέπει να ενυδατώνονται καλά και να αποφεύγεται η υπερβολική αλκαλικότητα των ούρων.
Ηπατοχολικό σύστημα
Περιπτώσεις ηπατικής νέκρωσης και απειλητική για τη ζωή ηπατική ανεπάρκεια έχουν αναφερθεί με τη σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.8). Σε περίπτωση οποιωνδήποτε σημείων και συμπτωμάτων ηπατικής νόσου (όπως ανορεξία, ίκτερος, σκουρόχρωμα ούρα, κνησμός ή ευαισθησία στην κοιλιακή χώρα), η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.
Έλλειψη γλυκόζης-6-φωσφορικής δεϋδρογενάσης
Έχουν αναφερθεί αιμολυτικές αντιδράσεις με τη σιπροφλοξασίνη σε ασθενείς με έλλειψη γλυκόζη 6φωσφορικής δεϋδρογενάσης. Η σιπροφλοξασίνη θα πρέπει να αποφεύγεται σε αυτούς τους ασθενείς εκτός εάν το πιθανό όφελος εκτιμάται να υπερτερεί του πιθανού κινδύνου. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να παρακολουθείται το ενδεχόμενο εμφάνισης αιμόλυσης.
Αντίσταση
Κατά τη διάρκεια ή σε συνέχεια μιας θεραπείας με σιπροφλοξασίνη τα βακτήρια που παρουσιάζουν αντίσταση στη σιπροφλοξασίνη μπορεί να απομονωθούν, με ή χωρίς μια κλινικά εμφανή επιλοίμωξη. Μπορεί να υπάρξει ιδιαίτερος κίνδυνος στην επιλογή βακτηρίων με αντοχή στη σιπροφλοξασίνη κατά τη διάρκεια παρατεταμένης διάρκειας θεραπείας και όταν θεραπεύονται νοσοκομειακές λοιμώξεις και /ή λοιμώξεις προκαλούμενες από είδη Staphylococcus και Pseudomonas.
Κυτόχρωμα P450
Η σιπροφλοξασίνη αναστέλλει το CYP1A2 και συνεπώς μπορεί να προκαλέσει αυξημένη συγκέντρωση ορού των συγχορηγούμενων ουσιών που μεταβολίζονται από αυτό το ένζυμο (π.χ. θεοφυλλίνη, κλοζαπίνη, ροπινιρόλη, τιζανιδίνη). Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνη και της τιζανιδίνης αντενδείκνυται. Συνεπώς, ασθενείς που λαμβάνουν αυτές τις ουσίες ταυτόχρονα με τη σιπροφλοξασίνη πρέπει να παρακολουθούνται στενά για κλινικά σημεία υπερδοσολογίας, και μπορεί να απαιτείται προσδιορισμός των συγκεντρώσεων ορού (π.χ. της θεοφυλλίνης) (βλ. παράγραφο 4.5).
Μεθοτρεξάτη
Η ταυτόχρονη χρήση της σιπροφλοξασίνη με μεθοτρεξάτη δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.5).
Αλληλεπίδραση με δοκιμές
Η in – vitro δράση της σιπροφλοξασίνης έναντι του Mycobacterium tuberculosis μπορεί να δώσει λανθασμένα αρνητικά αποτελέσματα βακτηριολογικών δοκιμών σε δείγματα απο ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως σιπροφλοξασίνη.
Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (AΕ) είναι ναυτία και διάρροια.
Παρακάτω παρατίθενται ανεπιθύμητες ενέργειες από κλινικές μελέτες και από την παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία του Ciproxin XR (από του στόματος, ενδοφλέβια, και διαδοχική θεραπεία) ταξινομημένες ανά κατηγορίες συχνότητας. Η ανάλυση συχνότητας έχει γίνει λαμβάνοντας υπόψη απο κοινού τόσο την από του στόματος όσο και την ενδοφλέβια χορήγηση της σιπροφλοξασίνη.
Συχνές ≥1/100 εως <1/10
Όχι συχνές ≥1/1000 εως < 1/100
Σπάνιες ≥1/10000 εως < 1/1000
Πολύ Σπάνιες < 1/10000
Συχνότητα μη γνωστή (δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Όχι συχνές: Μυκητιασικές επιλοιμώξεις
Σπάνιες: Κολίτιδα σχετιζόμενη με αντιβιοτικά (πολύ σπάνια με πιθανή θανατηφόρα έκβαση) (βλ. παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Όχι συχνές: Ηωσινοφιλία
Σπάνιες: Λευκοπενία, Αναιμία, Ουδετεροπενία, Λευκοκυττάρωση, Θρομβοπενία, Θρομβοκυτταραιμία
Πολύ Σπάνιες: Αιμολυτική αναιμία, Ακοκκιοκυττα-ραιμία, Πανκυτταροπε-νία (απειλητική για τη ζωή), Καταστολή του μυελού των οστών (απειλητική για τη ζωή)
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αλλεργικές αντιδράσεις, Αλλεργικό οίδημα / αγγειοοίδημα
Πολύ Σπάνιες: Αναφυλακτικές αντιδράσεις, Αναφυλακτικό σοκ (απειλητικό για τη ζωή) (βλ. παράγραφο 4.4), Αντίδραση τύπου ορονοσίας
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Όχι συχνές: Ανορεξία
Σπάνιες: Υπεργλυκαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Όχι συχνές: Ψυχοκινητική υπερδιέγερση / ταραχή
Σπάνιες: Σύγχυση και αποπροσανατολισμός, Αγχωτικές αντιδράσεις, Αφύσικα όνειρα, Κατάθλιψη, Ψευδαισθήσεις
Πολύ Σπάνιες: Ψυχωτικές αντιδράσεις (βλ. παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Όχι συχνές: Κεφαλαλγία, Ζάλη, Διαταραχές ύπνου, Διαταραχές γεύσης
Σπάνιες: Παραισθησία και δυσαισθησία, Υπαισθησία, Τρόμος, Σπασμοί (βλ. παράγραφο 4.4), Ίλιγγος
Πολύ Σπάνιες: Ημικρανία, Διαταραγμένος συντονισμός, Διαταραχές βάδισης, Διαταραχές του νεύρου της όσφρησης, Ενδοκράνια υπέρταση
Συχνότητα μη γνωστή: Περιφερική νευροπάθεια (βλ. παράγραφο 4.4)
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες: Οπτικές διαταραχές
Πολύ Σπάνιες: Οπτική χρωματική στρέβλωση
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Σπάνιες: Εμβοή, Απώλεια ακοής / Μείωση ακοής
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες: Ταχυκαρδία
Συχνότητα μη γνωστή: Κοιλιακή αρρυθμία, επιμήκυνση διαστήματος QT, δίκην ριπιδίου κοιλιακή ταχυκαρδία torsades de pointes*
Αγγειακές διαταραχές
Σπάνιες: Αγγειοδιαστολή, Υπόταση, Συγκοπή
Πολύ Σπάνιες: Αγγειίτιδα
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Σπάνιες: Δύσπνοια (συμπεριλαμβανο-μένων ασθματικών καταστάσεων)
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές: Ναυτία, Διάρροια
Όχι συχνές: Έμετος, Γαστρεντερικοί και κοιλιακοί πόνοι, Δυσπεψία, Μετεωρισμός
Πολύ Σπάνιες: Παγκρεατίτις
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: Παροδική αύξηση των τρανσαμινασών, Αύξηση χολερυθρίνης
Σπάνιες: Μείωση της ηπατικής λειτουργίας, Χολοστατικός ίκτερος, Ηπατίτιδα
Πολύ Σπάνιες: Νέκρωση του ήπατος (πολύ σπάνια εξελισσόμενη σε απειλητική για τη ζωή ηπατική ανεπάρκεια) (βλ. παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Εξάνθημα, Κνησμός, Κνίδωση
Σπάνιες: Αντιδράσεις φωτοευαισθησίας (βλ. παράγραφο 4.4)
Πολύ Σπάνιες: Πετέχεια, Πολύμορφο ερύθημα, Οζώδες ερύθημα, Σύνδρομο Stevens-Johnson (δυνάμει απειλητικό για τη ζωή), Τοξική επιδερμική νεκρόλυση (δυνάμει απειλητική για τη ζωή)
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, του συνδετικού ιστού και των οστών
Όχι συχνές: Μυοσκελετικός πόνος (π.χ. πόνος των άκρων, ραχιαλγία, θωρακικός πόνος), Αρθραλγία
Σπάνιες: Μυαλγία, Αρθρίτιδα, Αυξημένος μυϊκός τόνος και κράμπες
Πολύ Σπάνιες: Μυϊκή αδυναμία, Τενοντίτιδα, Ρήξη τενόντων (κυρίως του Αχίλλειου τένοντα) (βλ. παράγραφο 4.4), Επιδείνωση των συμπτωμάτων της μυασθένειας gravis (βλ. παράγραφο 4.4)
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Όχι συχνές: Μειωμένη νεφρική λειτουργία
Σπάνιες: Νεφρική ανεπάρκεια, Αιματουρία, Κρυσταλλουρία (βλ. παράγραφο 4.4), Διάμεσος σωληναριακή νεφρίτιδα
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Όχι συχνές: Αδυναμία, Πυρετός
Σπάνιες: Οίδημα, Εφίδρωση (υπεριδρωσία)
Έρευνες
Όχι συχνές: Αύξηση στην αλκαλική φωσφατάση αίματος
Σπάνιες: Μη φυσιολογικό επίπεδο προθρομβίνης, Αυξημένη αμυλάση
* Αυτά τα συμβάντα αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεα της περιόδου μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου και παρατηρήθηκαν κυρίως μεταξύ ασθενών με επιπλέον παράγοντες κινδύνου για επιμήκυνση του διαστήματος QT (βλ. παράγραφο 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται παρακάτω:
Ελλάδα: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562, Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: +30 21 32040380/337, Φαξ: +30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Επιδράσεις άλλων προϊόντων στη σιπροφλοξασίνη
Δημιουργία χηλικής ένωσης
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης (από του στόματος) με φάρμακα που περιέχουν πολυσθενή κατιόντα και συμπληρώματα μετάλλων (π.χ. ασβέστιο, μαγνήσιο, αργίλιο, σίδηρος), πολυμερείς φωσφορικούς δεσμευτές (π.χ. σεβελαμέρη), σουκραλφάτη ή αντιόξινα, και υψηλά ρυθμισμένα φάρμακα (π.χ. δισκία διδανοσίνης) που περιέχουν μαγνήσιο, αργίλιο ή ασβέστιο, μειώνει την απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης. Συνεπώς, η σιπροφλοξασίνη πρέπει να χορηγείται είτε 1 – 2 ώρες πριν ή τουλάχιστον 4 ώρες μετά από αυτά τα σκευάσματα. Ο περιορισμός δεν εφαρμόζεται σε αντιόξινα που ανήκουν στην τάξη των αποκλειστών H2 υποδοχέων.
Τροφές και γαλακτοκομικά προϊόντα
Το διατροφικό ασβέστιο ως μέρος ενός γεύματος δεν επηρεάζει σημαντικά την απορρόφηση. Ωστόσο, η ταυτόχρονη λήψη μόνο γαλακτοκομικών προϊόντων ή ποτών ενισχυμένων με μέταλλα (π.χ. γάλα, γιαούρτι, χυμός πορτοκάλι ενισχυμένος με ασβέστιο) με τη σιπροφλοξασίνη πρέπει να αποφεύγεται διότι η απορρόφηση της σιπροφλοξασίνης μπορεί να μειωθεί.
Προβενεσίδη
Η προβενεσίδη παρεμβάλλεται στη νεφρική απέκκριση της σιπροφλοξασίνης. Η συγχορήγηση της προβενεσίδης και της σιπροφλοξασίνης αυξάνει τις συγκεντρώσεις ορού της σιπροφλοξασίνης.
Δράσεις της σιπροφλοξασίνης σε άλλα φαρμακευτικά προϊόντα
Τιζανιδίνη
H τιζανιδίνη δεν πρέπει να συγχορηγείται με σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.3). Σε μια κλινική μελέτη με υγιή άτομα, παρατηρήθηκε αύξηση στη συγκέντρωση ορού της τιζανιδίνης (αύξηση της Cmax: 7-πλάσια, εύρος: 4 έως 21-πλάσια, αύξηση της AUC: 10-πλάσια, εύρος: 6 έως 24-πλάσια) όταν συγχορηγείται με τη σιπροφλοξασίνη . Η αυξημένη συγκέντρωση ορού της τιζανιδίνης συσχετίζεται με μια συνεργική υποτασική και ηρεμιστική δράση.
Μεθοτρεξάτη
Η νεφρική σωληναριακή μεταφορά της μεθοτρεξάτης μπορεί να ανασταλεί από τη συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης , ενδεχομένως οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα της μεθοτρεξάτης στο πλάσμα και στην αύξηση κινδύνου τοξικών αντιδράσεων συσχετιζόμενων με τη μεθοτρεξάτη. Η συγχορήγηση δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4).
Θεοφυλλίνη
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και της θεοφυλλίνης μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητη αύξηση στη συγκέντρωση ορού της θεοφυλλίνης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες ενέργειες επαγόμενες από τη θεοφυλλίνη που σπάνια μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή ή θανατηφόρες. Κατα τη διάρκεια του συνδυασμού, πρέπει να ελέγχεται η συγκέντρωση ορού της θεοφυλλίνης και η δόση της θεοφυλλίνης να μειώνεται όταν είναι απαραίτητο (βλ. παράγραφο 4.4).
Άλλα παράγωγα ξανθίνης
Με τη συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και καφεΐνης ή πεντοξιφυλλίνης (οξπεντιφυλλίνης), αναφέρθηκαν αυξημένες συγκεντρώσεις ορού αυτών των παραγώγων ξανθίνης.
Φαινυτοΐνη
Η συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνης και φαινυτοΐνης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αυξημένα ή μειωμένα επίπεδα ορού της φαινυτοΐνης, τέτοια ώστε να συνιστάται η παρακολούθηση των επιπέδων του φαρμάκου.
Από στόματος αντιπηκτικά
Η ταυτόχρονη χορήγηση της σιπροφλοξασίνης με βαρφαρίνη μπορεί να αυξήσει τις αντιπηκτικές ιδιότητες. Έχουν υπάρξει πολλές αναφορές στην αύξηση αντιπηκτικής δράσης σε ασθενείς που λάμβαναν από του στόματος αντιβακτηριακούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των φθοριοκινολονών. Ο κίνδυνος μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την υποκείμενη νόσο, την ηλικία και τη γενική κατάσταση του ασθενούς ώστε η συμβολή της φθοριοκινολόνης στην αύξηση του INR (international normalized ratio) να είναι δύσκολο να εκτιμηθεί. Συνίσταται, η συχνή παρακολούθηση του INR κατα τη διάρκεια και σύντομα μετά τη συγχορήγηση της σιπροφλοξασίνη με έναν από του στόματος αντιπηκτικό παράγοντα.
Ροπινιρόλη
Σε μια κλινική μελέτη καταδείχθηκε ότι η συγχορήγηση της ροπινιρόλης με σιπροφλοξασίνη, η οποία είναι ένας μέτριος αναστολέας του ισοενζύμου CYP450 1A2, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της Cmax και AUC της ροπινιρόλης κατά 60% και 84%, αντίστοιχα. Συνιστάται η παρακολούθηση της ροπινιρόλης σε σχέση με τις ανεπιθύμητες ενέργειες και η κατάλληλη προσαρμογή της δόσης, κατά τη διάρκεια και σύντομα μετά τη συγχορήγηση με σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.4).
Κλοζαπίνη
Μετά από τη συγχορήγηση 250 mg σιπροφλοξασίνη με κλοζαπίνη για 7 ημέρες, οι συγκεντρώσεις ορού της κλοζαπίνης και της N-δεσμεθυλκλοζαπίνης αυξήθηκαν κατά 29% και 31%, αντίστοιχα. Συνιστάται κλινική παρακολούθηση και κατάλληλη ρύθμιση της δοσολογίας της κλοζαπίνης κατά τη διάρκεια και σύντομα μετά τη συγχορήγηση της θεραπείας με σιπροφλοξασίνη (βλ. παράγραφο 4.4).
Κύηση
Τα διαθέσιμα δεδομένα κατά τη χορήγηση σιπροφλοξασίνης σε έγκυες γυναίκες δεν δείχνουν δυσπλασική ή εμβρυϊκή/νεογνική τοξικότητα απο την σιπροφλοξασίνη. Οι μελέτες σε ζώα δεν δείχνουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις σε σχέση με την τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα. Σε νεαρά και προ του τοκετού ζώα που εκτέθηκαν σε κινολόνες, παρατηρήθηκαν επιδράσεις στον ανώριμο χόνδρο συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το φάρμακο θα μπορούσε να προκαλέσει βλάβη στον αρθρικό χόνδρο στον ανώριμο ανθρώπινο οργανισμό / έμβρυο (βλ. παράγραφο 5.3).
Ως προληπτικό μέτρο, θα πρέπει κατά προτίμηση να αποφεύγεται η χρήση της σιπροφλοξασίνη κατά τη διάρκεια της κύησης.
Γαλουχία
Η σιπροφλοξασίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Λόγω του ενδεχόμενου κινδύνου αρθρικής βλάβης, η σιπροφλοξασίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Λόγω της νευρολογικής δράσης της, η σιπροφλοξασίνη μπορεί να επηρεάσει το χρόνο αντίδρασης. Συνεπώς, η ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανών μπορεί να μειωθεί.
Σχετικό SPC
CIPROXIN XR 1000 mg δισκία ελεγχόμενης αποδέσμευσης.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ 2011: CIPROXIN XR 1000mg Tab.