Αλληλεπιδράσεις
Η δραστική ουσία Βρωμεξίνη εμφανίζει αλληλεπίδραση στις παρακάτω περιπτώσεις:
Ιστορικό ή ενεργό γαστρικό ή δωδεκαδακτυλικό έλκος
Η βρωμεξίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ενεργό ή με ιστορικό γαστρικού ή δωδεκαδακτυλικού έλκους.
Σοβαρές ηπατικές ή νεφρικές βλάβες
Η βρωμεξίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρές ηπατικές ή νεφρικές βλάβες.
Νεφρική ανεπάρκεια σταδίου 5 (GFR <15 mL/min/1.73 m2 ή αιμοκάθαρση)
Ηπατική ανεπάρκεια σταδίου IV
Αναστολείς των βρογχικών εκκρίσεων
Οι αναστολείς της βρογχικής έκκρισης (αντιχολινεργικά, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, αντιισταμινικά H1, αντιπαρκινσονικά, αναστολείς ΜΑΟ, νευροληπτικά) μπορεί να ανταγωνίζονται τη δράση της βρωμεξίνης.
Αντιχολινεργικά
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά
H1 αναστολείς
Αντιπαρκινσονικά
Αναστολείς της MAO
Νευροληπτικά, στην όψιμη δυσκινησία
Αντιβηχικά, φάρμακα που έχουν ατροπινική δράση
Η βρωμεξίνη δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με αντιβηχικά ή με φάρμακα που έχουν ατροπινική δράση.
Ευθαλεία η άτροπος (Belladonna) και παράγωγα, αμιγή
Άσθμα, βρογχόσπασμος, βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια, ενεργός φυματίωση
Η βρωμεξίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθματικούς ασθενείς με ιστορικό βρογχόσπασμου ή βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια ή ενεργό φυματίωση.
Άσθμα
Οξεία βρογχίτιδα με βρογχόσπασμο
Αναπνευστική ανεπάρκεια
Φυματίωση
Αντιβιοτικά
Η χορήγηση της βρωμεξίνης μαζί με αντιβιοτικά (αμοξικιλλίνη, κεφουροξίμη, ερυθρομυκίνη, δοξυκυκλίνη) οδηγεί σε αύξηση της βρογχοπνευμονικής κατανομής (διείσδυσης) των αντιβιοτικών.
Κεφουροξίμη
Ερυθρομυκίνη
Δοξυκυκλίνη
Κύηση
Είναι περιορισμένα τα δεδομένα από τη χρήση της βρωμεξίνης στις έγκυες γυναίκες. Προκλινικές μελέτες τοξικότητας δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις όσον αφορά στην αναπαραγωγική ικανότητα, στην κύηση, την εμβρυϊκή ανάπτυξη, τον τοκετό ή τη μεταγεννητική ανάπτυξη. Η βρωμεξίνη διαπερνά τον πλακούντα.
Σαν προληπτικό μέτρο, είναι προτιμητέο να αποφεύγεται η χρήση της βρωμεξίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν η βρωμεξίνη/οι μεταβολίτες απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα.
Τα διαθέσιμα φαρμακοδυναμικά/τοξικολογικά δεδομένα σε προκλινικές μελέτες έδειξαν απέκκριση της βρωμεξίνης/των μεταβολιτών της στο ανθρώπινο γάλα.
Ο κίνδυνος για το βρέφος που θηλάζει δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Η βρωμεξίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
Καρκινογένεση, μεταλλάξεις, στείρωση
Γονιμότητα
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες με βρωμεξίνη σχετικά με την επίδραση στην ανθρώπινη γονιμότητα. Με βάση τη διαθέσιμη προκλινική εμπειρία δεν υπάρχουν ενδείξεις για πιθανές επιδράσεις της χρήσης της βρωμεξίνης στη γονιμότητα.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες με βρωμεξίνη σχετικά με την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ταξινομούνται με βάση τη συχνότητα εμφάνισής τους ως ακολούθως:
Πολύ συχνές (≥1/10)
Συχνές (≥1/100 έως <1/10)
Όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100)
Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Μη γνωστές: Αναφυλακτικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης αναφυλακτικής καταπληξίας, αγγειοοιδήματος και κνησμού.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Σπάνιες: Εξάνθημα, κνίδωση.
Μη γνωστές: Σοβαρές δερματικές ανεπιθύμητες ενέργειες (συμπεριλαμβανομένου πολύμορφου ερυθήματος, συνδρόμου Stevens-Johnson/τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης και οξείας γενικευμένης εξανθηματικής φλυκταίνωσης).
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου
Μη γνωστές: Βρογχόσπασμος.
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Όχι συχνές: Ναυτία, έμετος, διάρροια και άλγος άνω κοιλιακής χώρας.
Παρακλινικές εξετάσεις
Μη γνωστές: Παροδική αύξηση τρανσαμινασών ορού.