Ενδείξεις
Η δραστική ουσία Κυταραβίνη και Δαουνορουβικίνη ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:
Οξεία μυελογενής λευχαιμία
Χωρίς διάκριση φύλου – Μόνο ενήλικες (18 ετών και άνω)
Για την ένδειξη αυτή, η βιβλιογραφία αναφέρει τις εξής αγωγές:
Ενδοφλέβια – μόνο ενήλικες (18 ετών και άνω) – 44 mg/m² δαουνορουβικίνης και 100 mg/m² κυταραβίνης κατά την πρώτη και δεύτερη επαγωγή και 29 mg/m² δαουνορουβικίνης και 65 mg/m² κυταραβίνης κατά την σταθεροποίηση
44 mg/m² δαουνορουβικίνης και 100 mg/m² κυταραβίνης κατά την πρώτη και δεύτερη επαγωγή και 29 mg/m² δαουνορουβικίνης και 65 mg/m² κυταραβίνης κατά την σταθεροποίηση | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Χορήγηση | Ενδοφλέβια, 44 χιλιοστογραμμάρια κυταραβίνη ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος : 100 χιλιοστογραμμάρια δαουνορουβικίνη ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος, μία φορά κάθε 2 ημέρες, 3 δόσεις συνολικά, για χρονική διάρκεια 2 με 5 εβδομάδες. Στη συνέχεια, ενδοφλέβια, 44 χιλιοστογραμμάρια κυταραβίνη ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος : 100 χιλιοστογραμμάρια δαουνορουβικίνη ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος, μία φορά κάθε 2 ημέρες, 2 δόσεις συνολικά, για χρονική διάρκεια 5 με 8 εβδομάδες. Στη συνέχεια, ενδοφλέβια, 29 χιλιοστογραμμάρια κυταραβίνη ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος : 65 χιλιοστογραμμάρια δαουνορουβικίνη ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας σώματος, μία φορά κάθε 2 ημέρες, 2 δόσεις συνολικά. |
||||||||
Λεπτομερής περιγραφή |
Ο συνδυασμός σταθερής δόσης δαουνορουβικίνης/κυταραβίνης έχει διαφορετική δοσολογία από την ένεση δαουνορουβικίνης και την ένεση κυταραβίνης και δεν πρέπει να εναλλάσσεται με προϊόντα που περιέχουν δαουνορουβικίνη ή/και κυταραβίνη. Η χορήγηση δόσεων δαουνορουβικίνης/κυταραβίνης βασίζεται στο εμβαδόν επιφάνειας σώματος (BSA) του ασθενούς σύμφωνα με το ακόλουθο πρόγραμμα. Πρόγραμμα χορήγησης δόσεων:
Συνιστώμενο πρόγραμμα χορήγησης δόσεων για επαγωγή ύφεσηςΤο συνιστώμενο δοσολογικό σχήμα του συνδυασμού 44 mg δαουνορουβικίνης/100 mg κυταραβίνης/m², χορηγείται ενδοφλεβίως επί 90 λεπτά:
Ένα επακόλουθο σχήμα επαγωγής μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς οι οποίοι δεν παρουσιάζουν εξέλιξη της νόσου ή μη αποδεκτή τοξικότητα. Η επίτευξη μυελού των οστών με φυσιολογική εμφάνιση ενδέχεται να απαιτεί περισσότερα από ένα σχήματα επαγωγής. Η αξιολόγηση του μυελού των οστών μετά την ανάκαμψη από το προηγούμενο σχήμα της θεραπείας επαγωγής καθορίζει εάν απαιτείται ένα περαιτέρω σχήμα επαγωγής. Η θεραπεία θα πρέπει να συνεχίζεται για όσο διάστημα ο ασθενής συνεχίζει να ωφελείται ή μέχρι την εξέλιξη της νόσου έως κατά το μέγιστο 2 σχήματα επαγωγής. Συνιστώμενο πρόγραμμα χορήγησης δόσεων για σταθεροποίησηΟ πρώτος κύκλος σταθεροποίησης θα πρέπει να χορηγηθεί 5 έως 8 εβδομάδες μετά την έναρξη της τελευταίας επαγωγής. Το συνιστώμενο δοσολογικό σχήμα του συνδυασμού δαουνορουβικίνης/κυταραβίνης είναι 29 mg δαουνορουβικίνης/65 mg κυταραβίνης/m², χορηγείται ενδοφλεβίως επί 90 λεπτά:
Η θεραπεία σταθεροποίησης συνιστάται για ασθενείς που επιτυγχάνουν ύφεση και στους οποίους έχει επανέλθει ο απόλυτος αριθμός ουδετερόφιλων (ANC) σε >500/µL και ο αριθμός των αιμοπεταλίων έχει επανέλθει σε μεγαλύτερο από 50.000/µL απουσία μη αποδεκτής τοξικότητας. Ένα επακόλουθο σχήμα σταθεροποίησης μπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς οι οποίοι δεν παρουσιάζουν εξέλιξη νόσου ή μη αποδεκτή τοξικότητα εντός του εύρους των 5 έως 8 εβδομάδων μετά την έναρξη της πρώτης σταθεροποίησης. Η θεραπεία θα πρέπει να συνεχίζεται για όσο διάστημα ο ασθενής συνεχίζει να ωφελείται ή μέχρι την εξέλιξη της νόσου έως κατά το μέγιστο 2 σχήματα σταθεροποίησης. Συνιστώμενες ρυθμίσεις δόσεων κατά τη διάρκεια της θεραπείαςΟι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για αιματολογική ανταπόκριση και τοξικότητες. Η χορήγηση δόσεων θα πρέπει να καθυστερεί ή να διακόπτεται μόνιμα, εάν απαιτείται, όπως περιγράφεται παρακάτω. Οι ασθενείς μπορεί να λαμβάνουν προληπτική αγωγή για τη ναυτία και τον έμετο. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης αντι-υπερουριχαιμικής θεραπείας (π.χ. αλοπουρινόλη) πριν από την έναρξη της δαουνορουβικίνης/κυταραβίνης. ΥπερευαισθησίαΓια ήπια συμπτώματα υπερευαισθησίας (π.χ. ήπια έξαψη, εξάνθημα, κνησμός), η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί, και ο ασθενής θα πρέπει να επιβλέπεται, συμπεριλαμβάνοντας παρακολούθηση των ζωτικών σημείων. Η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινήσει εκ νέου αργά μόλις επιλυθούν τα συμπτώματα, μειώνοντας κατά το ήμισυ το ρυθμό έγχυσης, και θα πρέπει να χορηγηθεί ενδοφλέβια διφαινυδραμίνη (20-25 mg) και ενδοφλέβια δεξαμεθαζόνη (10 mg). Για μέτρια συμπτώματα υπερευαισθησίας (π.χ. μέτριο εξάνθημα, έξαψη, ήπια δύσπνοια, θωρακική δυσφορία) θα πρέπει να διακόπτεται η θεραπεία. Θα πρέπει να δίδεται ενδοφλέβια διφαινυδραμίνη (20-25 mg ή ισοδύναμο) και ενδοφλέβια δεξαμεθαζόνη (10 mg). Η έγχυση δεν θα πρέπει να ξεκινά εκ νέου. Όταν ξαναϋποβληθεί σε θεραπεία ο ασθενής, η δαουνορουβικίνη/κυταραβίνη θα πρέπει να δίδεται στην ίδια δόση και στον ίδιο ρυθμό και με προληπτική αγωγή. Για βαριά/απειλητικά για τη ζωή συμπτώματα υπερευαισθησίας (π.χ. υπόταση που απαιτεί θεραπεία με αγγειοσυσπαστικά, αγγειοοίδημα, αναπνευστική δυσχέρεια που απαιτεί βρογχοδιασταλτική θεραπεία, γενικευμένη κνίδωση), θα πρέπει να σταματά η θεραπεία. Θα πρέπει να δίδεται ενδοφλέβια διφαινυδραμίνη (20-25 mg) και δεξαμεθαζόνη (10 mg), και θα πρέπει να προστίθεται επινεφρίνη (αδρεναλίνη) ή βρογχοδιασταλτικά εφόσον ενδείκνυται. Μην ξεκινάτε εκ νέου την έγχυση, και μην ξαναϋποβάλετε σε θεραπεία. Η θεραπεία με δαουνορουβικίνη/κυταραβίνη θα πρέπει να διακόπτεται μόνιμα. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται μέχρι να επιλυθούν τα συμπτώματα. Δόση που παραλήφθηκεΕάν παραληφθεί η προγραμματισμένη δόση δαουνορουβικίνης/κυταραβίνης, η δόση θα πρέπει να χορηγηθεί το συντομότερο δυνατόν και θα πρέπει να ρυθμιστεί αναλόγως το πρόγραμμα χορήγησης δόσεων, διατηρώντας το διάστημα θεραπείας. |
||||||||
Ιδιαιτερότητες δοσολογίας |
Προορίζεται για ενδοφλέβια χρήση μόνο. Δεν πρέπει να χορηγείται μέσω ενδομυϊκής, ενδορραχιαίας ή υποδόριας οδού. Χορηγείται μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης επί διάστημα 90 λεπτών. Προσοχή θα πρέπει να δίδεται ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν υπάρχει εξαγγείωση προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος νέκρωσης ιστού. |
Αντενδείξεις
Η δραστική ουσία Κυταραβίνη και Δαουνορουβικίνη αντενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:
Γαλουχία
Χωρίς διάκριση φύλου ή ηλικίας