Φαρμακοδυναμική
Πιβαλική φλουοκορτολόνη
Η πιβαλική φλουοκορτολόνη αναστέλλει τις φλεγμονώδεις και αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις και ανακουφίζει από υποκειμενικές ενοχλήσεις όπως κνησμό, καύσο και πόνο. Η ουσία μειώνει τη διαστολή των τριχοειδών, το οίδημα των διάμεσων κυττάρων και τη διήθηση των ιστών. Ο πολλαπλασιασμός των τριχοειδών αναστέλλεται.
Φαρμακοκινητική
Μετά από εφαρμογή της στο ορθό, σε υγιείς άρρενες εθελοντές, ένα μέγιστο 15% της δόσης της φλουοκορτολόνης απορροφήθηκε στη συστηματική κυκλοφορία (ραδιοεπισημασμένη δραστική ουσία).
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οξεία τοξικότητα
Με βάση τα αποτελέσματα συμβατικών μελετών για την οξεία τοξικότητα, δεν αναμένεται ιδιαίτερος κίνδυνος για τον άνθρωπο μετά από θεραπευτική χρήση.
Υποχρόνια / χρόνια τοξικότητα
Για να αξιολογηθεί η συστηματική ανοχή μετά από επανειλημμένη χορήγηση της δραστικής ουσίας, διενεργήθηκαν μελέτες τοξικότητας μέσω της δερματικής οδού και της χορήγησης από το ορθό. Οι κύριες επιδράσεις ήταν τα χαρακτηριστικά σημεία υπερδοσολογίας του γλυκοκορτικοειδούς.
Ωστόσο, τα στοιχεία απορρόφησης και βιοδιαθεσιμότητας που έχουν ληφθεί για τις τη δραστική ουσία, δεν υποδεικνύουν καμία φαρμακοδυναμικά αποτελεσματική συστηματική επιβάρυνση, εφόσον αυτή χρησιμοποιείται σύμφωνα με την ιατρική συνταγή.
Τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή
Με βάση εμβρυοτοξικές μελέτες με την φλουοκορτολόνη, δεν αναμένονται εμβρυοτοξικές/τερατογόνες επιδράσεις στον άνθρωπο, με τη χρήση της.
Από μελέτες σε ζώα υπάρχουν ενδείξεις ότι η συστηματική χορήγηση γλυκοκορτικοστεροειδών κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να συμβάλλει σε μετεμβρυϊκές επιδράσεις όπως καρδιαγγειακές παθήσεις και/ή παθήσεις του μεταβολισμού, καθώς και σε μόνιμες μεταβολές στην πυκνότητα των γλυκοκορτικοειδικών υποδοχέων, την ανακύκλωση των νευρομεταβιβαστών και τη συμπεριφορά των απογόνων.
Γενικά, τα γλυκοκορτικοστεροειδή προκαλούν σε κατάλληλες συνθήκες δοκιμασίας εμβρυοτοξικές και τερατογόνες επιδράσεις (π.χ. στοματικές σχιστίες, σκελετικές δυσμορφίες, καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου στη μήτρα, εμβρυοθνησιμότητα). Με βάση αυτά τα ευρήματα, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη συνταγογράφηση της φλουοκορτολόνης στη διάρκεια της κύησης.
Γονοτοξικότητα και ογκογένεση
Μελέτες in-vitro και in-vivo δεν έδωσαν σχετικές ενδείξεις πιθανής γονοτοξικότητας της φλουοκορτολόνης.
Δεν έχουν διεξαχθεί ειδικές μελέτες ογκογένεσης με την φλουοκορτολόνη. Με βάση το φαρμακοδυναμικό τρόπο δράσης, την έλλειψη ενδείξεων ενδεχόμενης γονοτοξικότητας, τη χημική δομή και τα αποτελέσματα μελετών χρόνιας τοξικότητας, δεν υπάρχει υποψία ενδεχόμενης ογκογένεσης για την φλουοκορτολόνη.
Τοπική ανοχή
Σε μελέτες που αφορούσαν την τοπική ανοχή του δέρματος και των βλεννογόνων, δε διαπιστώθηκαν αλλαγές πέραν των ήδη γνωστών τοπικών ανεπιθυμήτων ενεργειών των γλυκοκορτικοειδών.
Δεν έχουν διενεργηθεί πειραματικές δοκιμασίες όσον αφορά στον προσδιορισμό των πιθανών επιδράσεων ευαισθητοποίησης με τη φλουοκορτολόνη. Σχετικές αναφορές της βιβλιογραφίας υποδηλώνουν ότι τόσο η δραστική ουσία όσο και η βάση της φαρμακοτεχνικής μορφής ενδέχεται να είναι υπεύθυνες για εκδηλώσεις αλλεργικών δερματικών αντιδράσεων που έχουν παρατηρηθεί μεμονωμένα μετά τη χρήση της.