Αλληλεπιδράσεις
Η δραστική ουσία Τριαμσινολόνη εμφανίζει αλληλεπίδραση στις παρακάτω περιπτώσεις:
Φαινοθειαζίνες, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, τερφεναδίνη, αστεμιζόλη, βινκαμίνη
Απαιτείται εξαιρετική προσοχή σε περιπτώσεις ταυτόχρονης χορήγησης τριαμσινολόνης με φαινοθειαζίνες, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, τερφεναδίνη, αστεμιζόλη και βινκαμίνη.
Τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά
Τερφεναδίνη
Αστεμιζόλη
Βινκαμίνη
Καρδιακή ανεπάρκεια, οξεία στεφανιαία νόσο, υπέρταση, θρομβοφλεβίτιδα, θρομβοεμβολή
Η τριαμσινολόνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από τα ακόλουθα νοσήματα:
- καρδιακή ανεπάρκεια, οξεία στεφανιαία νόσο,
- υπέρταση,
- θρομβοφλεβίτιδα, θρομβοεμβολή.
Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο
Αρτηριακή υπέρταση
Θρομβοφλεβίτιδα
Θρομβοεμβολική νόσος
Αναστολείς του CYP3A
Δεν συνιστάται η συγχορήγηση τριαμσινολόνης με αναστολείς του CYP3A, εκτός εάν το πιθανό όφελος από τη θεραπεία υπερτερεί του κινδύνου συστηματικών επιδράσεων των κορτικοστεροειδών. Εάν το πιθανό όφελος από τη συγχορήγηση υπερτερεί του αυξημένου κινδύνου συστηματικών παρενεργειών των κορτικοστεροειδών, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για τα αποτελέσματα αυτά.
Αντιδιαβητικά
Τα κορτικοστεροειδή μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Οι διαβητικοί ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται, ιδιαίτερα κατά την έναρξη και τη διακοπή της θεραπείας με κορτικοστεροειδή κι εάν μεταβληθεί η δοσολογία.
Αντιπηκτικά
Τα κορτικοστεροειδή ενδέχεται να ενισχύσουν ή να μειώσουν την αντιπηκτική δράση. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς που λαμβάνουν από του στόματος αντιπηκτικά και κορτικοστεροειδή πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Καρδιακές γλυκοσίδες
Η ταυτόχρονη χορήγηση τριαμσινολόνης με καρδιακές γλυκοσίδες μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα τοξικότητας από δακτυλίτιδα.
Κατηγορία Ia, κατηγορία III αντιαρρυθμικά
Δεν συνιστάται η ταυτόχρονη θεραπεία με τριαμσινολόνης και αντιαρρυθμικά φάρμακα κατηγορίας Ια όπως δισοπυραμίδη, κινιδίνη και προκαϊναμίδη ή άλλα αντιαρρυθμικά φάρμακα κατηγορίας ΙΙΙ όπως αμιωδαρόνη, βεπριδίλη και σοταλόλη.
Αντιαρρυθμικά, κατηγορία III
Αντιϋπερτασικά
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης μπορεί να μειώσει το αντιϋπερτασικό αποτέλεσμα των αντιϋπερτασικών.
Οιστρογόνα
Ο χρόνος ημίσειας ζωής και η συγκέντρωση των κορτικοστεροειδών μπορούν να αυξηθούν και να μειωθεί η κάθαρση τους, όταν τα κορτικοστεροειδή συγχορηγούνται με οιστρογόνα.
Οιστρογόνα
Εμβόλια
Νευρολογικές επιπλοκές και μειωμένη ανταπόκριση των αντισωμάτων μπορεί να παρατηρηθεί, όταν οι ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή εμβολιάζονται.
Βαρβιτουρικά, φαινυτοΐνη, καρβαμαζεπίνη, ριφαμπικίνη, πριμιδόνη, αμινογλουτεθιμίδη
Παράγοντες επαγωγής των ηπατικών ενζύμων (π.χ. βαρβιτουρικά, φαινυτοΐνη, καρβαμαζεπίνη, ριφαμπικίνη, πριμιδόνη, αμινογλουθεμιμίδιο): Μπορεί να υπάρχει αυξημένη μεταβολική κάθαρση της τριαμσινολόνης. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για πιθανή μειωμένη δράση της τριαμσινολόνης και η δόση θα πρέπει να προσαρμόζεται αναλόγως.
Βαρβιτουρικά, αμιγή
Βαρβιτουρικά, αμιγή
Φαινυτοΐνη
Καρβαμαζεπίνη
Ριφαμπικίνη
Πριμιδόνη
Αμινογλουθετιμίδη
Αντιχολινεστεράσες
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης μπορεί να ανταγωνιστεί την δράση των αντιχολινεστερασών.
ΜΣΑΦ
Τα κορτικοστεροειδή μπορούν να αυξήσουν τη συχνότητα και/ή τη σοβαρότητα της γαστρεντερικής αιμορραγίας και των εξελκώσεων που σχετίζονται με τα ΜΣΑΦ. Τα κορτικοστεροειδή μπορούν επίσης να μειώσουν τα επίπεδα των σαλικυλικών στον ορό κι επομένως να μειώσουν την αποτελεσματικότητά τους. Αντίστροφα, η διακοπή των κορτικοστεροειδών κατά τη διάρκεια της θεραπείας με σαλικυλικά σε υψηλές δόσης μπορεί να οδηγήσει σε τοξικότητα από σαλικυλικά. Πρέπει να δίδεται προσοχή κατά τη συγχορήγηση ακετυλοσαλικυλικού οξέος και κορτικοστεροειδών σε ασθενείς με υποπροθρομβιναιμία.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ)
Αντιχολινεργικά
Επιπρόσθετη αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης είναι δυνατή κατά τη συγχορήγηση τριαμσινολόνης με αντιχολινεργικά.
Αντιχολινεργικά
Συνθετικά αντιχολινεργικά, εστέρες με τριτοταγή αμινομάδα
Συνθετικά αντιχολινεργικά, ενώσεις τεταρτοταγούς αμμωνίου
Μη αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά
Τα κορτικοστεροειδή μπορούν να μειώσουν ή να ενισχύσουν τη δράση νευρομυϊκού αποκλεισμού των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών.
Αμφοτερικίνη Β
Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται για την πρόκληση πρεπιπρόσθετης υποκαλιαιμίας κατά τη συγχορήγηση τριαμκινολόνης με αμφοτερικίνη Β.
Κυκλοσπορίνη
Όταν η τριαμσινολόνη και η κυκλοσπορίνη χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, μπορεί να προκκληθεί αύξηση της δραστικότητας της κυκλοσπορίνης και του κορτικοστεροειδούς.
Ερυθρομυκίνη, αλοφαντρίνη, πενταμιδίνη, σουλτοπρίδη
Απαιτείται εξαιρετική προσοχή σε περιπτώσεις ταυτόχρονης χορήγησης τριαμσινολόνης με ερυθρομυκίνη ενδοφλεβίως, αλοφαντρίνη, πενταμιδίνη και σουλτοπρίδη.
Αλοφαντρίνη
Πενταμιδίνη
Σουλτοπρίδη
Ισονιαζίδη
Κατά τη συγχορήγηση τριαμσινολόνης με ισονιαζίδη, οι συγκεντρώσεις ισονιαζίδης στον ορό μπορεί να μειωθούν.
Σωματοτροπίνη
Η δράση προαγωγής της ανάπτυξης της σωματοτροπίνης μπορεί να ανασταλεί κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας με τριαμσινολόνη.
Υπερθυρεοειδισμός
Η μεταβολική κάθαρση των αδρενοκορτικοειδών αυξάνεται σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό. Οι αλλαγές στην κατάσταση του θυρεοειδούς του ασθενούς μπορεί να απαιτούν προσαρμογές στη δοσολογία των αδρενοκορτικοειδών.
Υποθυρεοειδισμός
Η μεταβολική κάθαρση των αδρενοκορτικοειδών μειώνεται σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό.
Εξανθηματικές ασθένειες, σύνδρομο Cushing, νεφρική ανεπάρκεια, κίρρωση, λοιμώξεις, μεταστατικό καρκίνωμα
Η τριαμσινολόνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από τα ακόλουθα
συνθήκες:
- εξανθηματικές ασθένειες,
- σύνδρομο Cushing,
- νεφρική ανεπάρκεια, οξεία σπειραματονεφρίτιδα, χρόνια νεφρίτιδα,
- κίρρωση,
- λοιμώξεις που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με αντιβιοτικά,
- μεταστατικό καρκίνωμα.
Σύνδρομο Cushing εξαρτώμενο από την υπόφυση
Νεφρική ανεπάρκεια
Οξεία σπειραματονεφρίτιδα
Νεφρίτιδα
Ηπατική κίρρωση
Λοιμώξεις γενικά
Μεταστατικός καρκίνος
Βαρεία μυασθένεια, οστεοπόρωση, γαστρικό έλκος, εκκολπωματίτιδα, ελκώδη κολίτιδα, πρόσφατη αναστόμωση του εντέρου
Η τριαμσινολόνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από τις ακόλουθες καταστάσεις:
- βαρεία μυασθένεια,
- οστεοπόρωση,
- γαστρικό έλκος, εκκολπωματίτιδα, ελκώδη κολίτιδα, πρόσφατη αναστόμωση του εντέρου.
Οστεοπόρωση
Έλκος πεπτικού
Εκκολπωματίτιδα
Intestinal anastomosis present (finding)
Κύηση
Η κλινική εμπειρία στις εγκύους είναι περιορισμένη. Κατά τις μελέτες σε ζώα, τα κορτικοστεροειδή παρουσίασαν τερατογόνο δράση.
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης δεν θα πρέπει να χορηγείται κατά την περίοδο της κύησης εκτός αν το θεραπευτικό όφελος για τη μητέρα υπερτερεί του δυνητικού κινδύνου για το έμβρυο/το μωρό.
Χρήση κατά την εγκυμοσύνη
Αυστραλία - Κατηγορία εγκυμοσύνης A - Φάρμακα που έχουν ληφθεί από μεγάλο αριθμό εγκύων γυναικών και γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία χωρίς να έχει αποδειχθεί αυξημένη συχνότητα δυσπλασιών ή άλλων άμεσων ή έμμεσων επιβλαβών επιδράσεων στο έμβρυο.
Η.Π.Α. - Κατηγορία εγκυμοσύνης C - Μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα έχουν καταδείξει ανεπιθύμητη επίδραση στο έμβρυο και δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε ανθρώπους, αλλά πιθανά οφέλη μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρήση του φαρμάκου σε έγκυες γυναίκες παρά τους πιθανούς κινδύνους.
Γαλουχία
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης ενδεχομένως εκκρίνεται στο μητρικό γάλα.
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης δεν θα πρέπει να χορηγείται κατά την περίοδο της γαλουχίας εκτός αν το θεραπευτικό όφελος για τη μητέρα υπερτερεί του δυνητικού κινδύνου για το έμβρυο/το μωρό.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης ενέσιμο εναιώρημα θα χρησιμοποιείται ως μέρος χειρουργικής επέμβασης. Η επίδραση στην όραση του ασθενούς λόγω της διαδικασίας μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Ο ασθενής θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μετά το χειρουργείο και μέχρι να επιστρέψει η οπτική οξύτητα στα κανονικά επίπεδα, απαγορεύεται η οδήγηση οχήματος ή ο χειρισμός επικίνδυνων μηχανημάτων.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Σε δύο πολυκεντρικές κλινικές δοκιμές εκτέθηκαν 92 ασθενείς σε εφάπαξ ενδοϋαλοειδική ένεση κατά προσέγγιση 1 έως 4 mg ακετονιδίου τριαμσινολόνης για τη βελτίωση της ορατότητας κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης υαλαοειδούς-αμφιβληστροειδούς. Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις που αναφέρθηκαν με το ακετονίδιο τριαμσινολόνης στις συγκεκριμένες δύο δοκιμές συμπεριελάμβαναν απλές αναφορές αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης και απόφραξης αρτηρίας αμφιβληστροειδούς.
Περίληψη ανεπιθύμητων αντιδράσεων
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες κατηγοριοποιήθηκαν σύμφωνα με την ακόλουθη συνθήκη: πολύ συχνές (>1/10), συχνές (>1/100 έως <1/10), όχι συχνές (>1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (>1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), ή μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα). Σε κάθε ομάδα ταξινόμησης της συχνότητας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίζονται με φθίνουσα τάξη σοβαρότητας. Οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις συγκεντρώθηκαν από τις δύο κλινικές δοκιμές της Alcon και τις άμεσες αναφορές μετά την πώληση.
Προτιμώμενος όρος σύμφωνα με τη βάση δεδομένων MedDRA (v.12.0)
Οφθαλμικές διαταραχές
Συχνές: απόφραξη της αμφιβληστροειδικής αρτηρίας, ενδοφθάλμια πίεση αυξημένη
Μη γνωστές: ενδοφθαλμίτιδα, υποπύον, μειωμένη οπτική οξύτητα
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Δεδομένα από δημοσιευμένη βιβλιογραφία
Πραγματοποιήθηκε η ανάλυση σαράντα τεσσάρων (44) δημοσιευμένων άρθρων που αναφέρονταν στη χρήση του ακετονιδίου τριαμσινολόνης σε υαλοειδεκτομή υποβοηθούμενη με τριαμσινολόνη για την εξαγωγή δεδομένων ασφαλείας. Η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση ήταν η πιο συχνά αναφερόμενη ανεπιθύμητη ενέργεια που βίωσαν οι ασθενείς στα συγκεκριμένα άρθρα. Η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση που παρουσιάστηκε κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο ήταν παροδική.
Η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση αποτελεί συχνή μετεγχειρητική επιπλοκή της υαλοειδεκτομής και σε κάποια από τα παραπάνω άρθρα η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση δεν θεωρήθηκε ότι σχετίζεται με το ακετονίδιο τριαμσινολόνης.
Παρακάτω γίνεται η παράθεση συμβαμάτων που αναφέρονται στη βιβλιογραφία σχετικά με τη χρήση ακετονιδίου τριαμσινολόνης για τη βελτίωση της ορατότητας κατά τη διάρκεια υαλοειδεκτομής. Τα περισσότερα από αυτά τα συμβάματα οφείλονταν κατά πάσα πιθανότητα στη χειρουργική επέμβαση, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί πιθανή αιτιολογική σχέση. Αυτά τα συμβάματα περιλάμβαναν: σχηματισμό ή εξέλιξη καταρράκτη, ανωμαλία του κερατοειδούς (επιμένουσα διαταραχή του επιθηλίου του κερατοειδούς, βλάβες ή θολερότητα), οίδημα (κυστοειδές, ωχράς κηλίδας ή του κερατοειδούς), την ανάπτυξη ινωδών μεμβρανών (υποαμφιβληστροειδική, νεοαγγειακή ή προαμφιβληστροειδική), αιμορραγία (υαλοειδούς, υποαμφιβληστροειδική ή ενδοαμφιβληστροειδική), μετατόπιση ενδοφθάλμιου φακού, ενδοεγχειρητική αιμορραγία, συμφύσεις ίριδας, πτυχή ωχράς κηλίδας, φλεγμονή του οφθαλμού, θολερότητα του στρώματος του κερατοειδούς, ρήξη οπίσθιας κάψας, παραγωγική υαλοειδοαμφιβληστροειδοπάθεια (PVR), αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, ρήξη αμφιβληστροειδούς και σχισμή του αμφιβληστροειδούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις η εξάλειψη των υπολειμμάτων ακετονιδίου τριαμσινολόνης έγινε χωρίς παρέμβαση και δεν σχετίστηκε με επιπλοκές.
Σημειώθηκε ότι η συχνότητα εμφάνισης ενδοφθάλμιας πίεσης, ενδοφθαλμίτιδας και σχηματισμού/εξέλιξης καταρράκτη είναι υψηλότερη όταν το ακετονίδιο τριαμσινολόνης ή άλλα κορτικοστεροειδή έχουν χρησιμοποιηθεί για θεραπευτικές ενδείξεις, συγκριτικά με χρήση για τη βελτίωση της ορατότητας κατά την υαλοειδεκτομή.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης αντενδείκνυται για χρήση σε ασθενείς κάτω των 18 ετών καθώς η αποτελεσματικότητα και η ασφάλειά του δεν έχουν ακόμα τεκμηριωθεί για τη συγκεκριμένη ομάδα.