Φαρμακοδυναμική
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Aντιμικροβιακά για συστηματική χρήση
Κωδικός ATC: J01FF01
ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΑ
Το δραστικό συστατικό του φαρμακευτικού προϊόντος είναι η κλινδαμυκίνη, ένα ημισυνθετικό αντιβιοτικό που παράγεται από την αντικατάσταση με χλώριο στη θέση 7-(S) της 7-®-υδροξυλομάδος της μητρικής ένωσης λινκομυκίνης.
Η κλινδαμυκίνη μπορεί να είναι είτε βακτηριοκτόνος είτε βακτηριοστατική ανάλογα με την ευαισθησία του μικροοργανισμού και τη συγκέντρωση του αντιβιοτικού.
Έχει αποδειχθεί ότι η κλινδαμυκίνη έχει δραστικότητα in vitro εναντίον των ακολούθων μικροοργανισμών:
Αεροβίων gram θετικών κόκκων, στους οποίους περιλαμβάνονται:
Staphylococcus aureus
Staphylococcus epidermidis (στελέχη που παράγουν πενικιλλινάση και στελέχη που δεν παράγουν πενικιλλινάση).
Σε δοκιμές in vitro, μερικά στελέχη σταφυλοκόκκου τα οποία αρχικώς είναι ανθεκτικά στην ερυθρο μυκίνη, γρήγορα αναπτύσσουν αντοχή στην κλινδαμυκίνη.
Streprococci (εκτός του S. faecalis)
Pneumococci
Αναεροβίων gram αρνητικών βακίλων, στους οποίους περιλαμβάνονται:
Bacteroides spp (συμπεριλαμβανομένης της ομάδος Β. fragilis και της ομάδος Β.melaninogenicus)
Fusobacterium spp
Αναεροβίων gram θετικών, μη σπορογόνων βακίλων, στους οποίους περιλαμβάνονται:
Propionibacterium
Eubacterium
Actinomyces spp
Αναεροβίων και μικρο-αεροφίλων gram θετικών κόκκων, στους οποίους περιλαμβάνονται:
Peptococcus spp
Peptostreptococcus spp
Microaerophilic streprococci
Κλωστρίδια: Τα κλωστρίδια είναι πιο ανθεκτικά από τα περισσότερα αναερόβια στην κλινδαμυκίνη. Τα περισσότερα από τα Κλωστρίδια erfringens είναι ευαίσθητα, όμως άλλα είδη, όπως το C.sporogenes και το C.tertium είναι συχνά ανθεκτικά στην κλινδαμυκίνη. Θα πρέπει να γίνεται τεστ ευαισθησίας.
∆ιαφόρων μικροοργανισμών, στους οποίους περιλαμβάνονται:
Chlamydia trachomatis,Toxoplasma gondii, Plasmodium falciparum, και Pneumocystis carinii (σε συνδυασμό με πριμακίνη).
Οι ακόλουθοι μικροοργανισμοί είναι γενικά ανθεκτικοί στην κλινδαμυκίνη:
Εντερόκοκκοι
Nocardia spp.
Neisseria meningitidis
Στελέχη Staphylococcus aureus ανθεκτικού στη μεθικιλλίνη και στελέχη Haemophilus influenzae (ανάλογα με τις περιοχές όπου είναι γνωστό ότι υπάρχει αντοχή στο αντιβιοτικό).
Διασταυρούμενη αντοχή έχει αποδειχθεί μεταξύ λινκομυκίνης και κλινδαμυκίνης.
Ανταγωνισμός έχει αποδειχθεί μεταξύ κλινδαμυκίνης και ερυθρομυκίνης.
Αν και η υδροχλωρική κλινδαμυκίνη είναι δραστική τόσο in vivo όσο και in vitro, η φωσφορική κλινδαμυκίνη δεν παρουσιάζει καμία in vitro δράση. Εν τούτοις, η ανωτέρω ουσία υδρολύεται ταχύτατα in vivo στη δραστική ουσία-βάση.
Φαρμακοκινητική
Απορρόφηση
Η κλινδαμυκίνη λαμβανομένη από το στόμα απορροφάται ταχύτατα και σχεδόν πλήρως (90%). Με από του στόματος χορήγηση σε ενήλικες 150 mg κλινδαμυκίνης, μέγιστες στάθμες στον ορό, ύψους 2,5 μg/ml, επιτυγχάνονται σε 45 πρώτα λεπτά. Μετά από 3 ώρες η στάθμη στον ορό είναι 1,5 μg/ml και μετά από 6 ώρες φθάνει τα 0,7 μg/ml.
Η απορρόφησή της από του στόματος χορηγούμενης κλινδαμυκίνης δεν επηρεάζεται ποσοτικώς σημαντικά από ταυτόχρονη λήψη τροφής. Η απορρόφηση όμως μπορεί κάπως να καθυστερήσει.
Μετά από ενδομυϊκή χορήγηση 600 mg φωσφορικής κλινδαμυκίνης μέγιστες στάθμες κλινδαμυκίνης ορού 9 μg/ml επιτυγχάνονται 1-3 ώρες μετά τη χορήγηση.
Μετά από ενδοφλέβια έγχυση 300 mg σε 10 λεπτά ή αντίστοιχα 600 mg σε 20 λεπτά, μέγιστες στάθμες ορού 7μg/ml και 10 μg/ml αντίστοιχα, επιτυγχάνονται κατά το πέρας της έγχυσης. Ο πίνακας 1 δίνει τις μέσες μέγιστες στάθμες ορού μετά από χορήγηση φωσφορικής κλινδαμυκίνης. Οι στάθμες κλινδαμυκίνης στον ορό μπορούν να διατηρηθούν σε τιμές ανώτερες της in vitro ελάχιστης ανασταλτικής πυκνότητας για τους πιο ευαίσθητους μικροοργανισμούς με χορήγηση φωσφορικής κλινδαμυκίνης κάθε 8-12 ώρες στους ενήλικες και κάθε 6-8 ώρες στα παιδιά ή με συνεχή ενδοφλέβια έγχυση. Σταθερή στάθμη επιτυγχάνεται μετά από την τρίτη δόση.
Πίνακας 1
Δόση. Ενήλικες (μετά την εξισορρόπηση) | Κλινδαμυκίνη μg/ml |
---|---|
300 mg Ε.Φ. σε 10 λεπτά κάθε 8 ώρες | 7 |
600 mg Ε.Φ. σε 20 λεπτά κάθε 8 ώρες | 10 |
900 mg Ε.Φ. σε 30 λεπτά κάθε 12 ώρες | 11 |
1.200 mg Ε.Φ. σε 45 λεπτά κάθε 12 ώρες | 14 |
300 mg Ε.M. κάθε 8 ώρες | 6 |
600 mg Ε.M. κάθε 12 ώρες | 9 |
Δόση. Παιδιά (πρώτη δόση)(1) | Κλινδαμυκίνη μg/ml |
---|---|
5-7 mg/kg Ε.Φ. σε 1 ώρα | 10 |
3-5 mg/kg Ε.Μ. | 4 |
5-7 mg/kg Ε.Μ. | 8 |
(1)Τα στοιχεία σ' αυτή την ομάδα είναι από ασθενείς υπό θεραπεία για λοίμωξη
Κατανομή
Η σύνδεση με πρωτεΐνες κυμαίνεται από 40 έως 90% της χορηγουμένης δόσεως. Δεν παρατηρείται αθροιστική ικανότητα μετά την από του στόματος, χορήγηση. Η κλινδαμυκίνη διεισδύει εύκολα στα περισσότερα υγρά του σώματος και στους ιστούς Στον οστίτη ιστό συγκεντρώνεται περίπου το 40% (20-75%) της στάθμης στον ορό, στο μητρικό γάλα το 50-100% στο αρθρικό υγρό το 50%, στα πτύελα το 30-75%, στο περιτοναϊκό υγρό το 50%, στο εμβρυϊκό αίμα το 40%, στο πύον το 30%, στο πλευριτικό υγρό το 50-90% Αντιθέτως η κλινδαμυκίνη δεν διεισδύει στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, ακόμη και σε περίπτωση μηνιγγίτιδας.
Βιομετατροπή
Η κλινδαμυκίνη έχει χρόνο ημισείας ζωής περίπου 1,5-3,5 ώρες. 0 χρόνος ημίσειας ζωής αυξάνεται ελαφρώς σε ασθενείς με εκσεσημασμένη έκπτωση της νεφρικής η ηπατικής λειτουργίας. Το δοσολογικό σχήμα δεν χρειάζεται να τροποποιηθεί επί παρουσία ελαφράς η μετρίας νεφρικής ή ηπατικής νόσου. Η κλινδαμυκίνη μεταβολίζεται σχετικά δύσκολα.
Απέκκριση
Η απέκκριση μικροβιολογικώς ενεργού μορφής στα ούρα ποικίλλει από 10-20% και στα κόπρανα είναι περίπου 4%. Το υπόλοιπο απεκκρίνεται υπό μορφήν βιολογικώς ανενεργών μεταβολιτών. Η απέκκριση λαμβάνει χώραν κυρίως δια της χολής και των κοπράνων. Η αιμοκάθαρση και η διαπεριτοναϊκή κάθαρση δεν είναι αποτελεσματικές μέθοδοι για την απομάκρυνση της κλινδαμυκίνης.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Δεν έχουν διεξαχθεί μακροχρόνιες μελέτες καρκινογένεσης σε ζώα.
Μελέτες γονιδιοτοξικότητας και γονιμότητας έχουν διεξαχθεί σε ζώα και έχουν αποβεί αρνητικές (βλ. παράγραφο 4.6).
Σε από του στόματος μελέτες εμβρυϊκής ανάπτυξης σε αρουραίους και σε υποδόριες μελέτες εμβρυικής ανάπτυξης σε αρουραίους και κουνέλια, δεν παρατηρήθηκε τοξικότητα στην ανάπτυξη, εξαιρουμένων των δόσεων που προκάλεσαν τοξικότητα στη μητέρα.
Καρκινογένεση, μεταλλάξεις, στείρωση
Γονιμότητα
Μελέτες γονιμότητας σε αρουραίους που έλαβαν θεραπεία με κλινδαμυκίνη από του στόματος δεν κατέδειξαν κάποια επίδραση στη γονιμότητα ή την ικανότητα ζευγαρώματος.
Ενεργά συστατικά
3U02EL437C - CLINDAMYCIN
|
Σχετικό SPC
DALACIN C (κλινδαμυκίνη).
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ 2017: DALACIN-C Καψάκιο / Ενέσιμο διάλυμα