Φαρμακοδυναμική
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Οφθαλμολογικά, αντιγλαυκωματικά σκευάσματα και μειωτικά, ανάλογα προσταγλανδίνης
Κωδικός ATC: S01EE01
Η δραστική ουσία λατανοπρόστη, ανάλογο της προσταγλανδίνης F2α, είναι εκλεκτικός αγωνιστής υποδοχέων προστανοειδών FP που μειώνει την ΕΟΠ αυξάνοντας την εκροή του υδατοειδούς υγρού. Η μείωση της ΕΟΠ στον άνθρωπο αρχίζει περίπου τρεις μέχρι τέσσερις ώρες μετά τη χορήγηση και το μέγιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μετά από 8-12 ώρες. Η μείωση της πίεσης διατηρείται για διάστημα τουλάχιστον 24 ωρών.
Μελέτες σε πειραματόζωα και στον άνθρωπο υποδηλώνουν ότι ο κυριότερος μηχανισμός της δράσης του είναι η αυξημένη ραγοειδοσκληρική εκροή, αν και κάποια αύξηση στην ευκολία της εκροής (μείωση στην αντίσταση της εκροής) έχει αναφερθεί στον άνθρωπο.
Από κεντρικές μελέτες έχει καταδειχθεί ότι το Xalatan είναι αποτελεσματικό ως μονοθεραπεία. Επιπλέον, έχουν διεξαχθεί κλινικές μελέτες, για τη διερεύνηση της χρήσης σε συνδυασμό. Αυτές περιλαμβάνουν μελέτες από τις οποίες φαίνεται ότι η λατανοπρόστη είναι αποτελεσματική σε συνδυασμό με βήτα-αδρενεργικούς ανταγωνιστές (τιμολόλη). Βραχυχρόνιες μελέτες (διάρκειας 1 ή 2 εβδομάδων) υποδηλώνουν ότι η δράση της λατανοπρόστης είναι προσθετική σε συνδυασμό με αδρενεργικούς αγωνιστές (διπιβαλική επινεφρίνη), αναστολείς καρβονικής ανυδράσης (ακεταζολαμίδη) και τουλάχιστον μερικώς προσθετική με χολινεργικούς αγωνιστές (πιλοκαρπίνη).
Από κλινικές μελέτες έχει καταδειχθεί ότι η λατανοπρόστη δεν εμφανίζει σημαντική επίδραση στην παραγωγή του υδατοειδούς υγρού. Δεν έχει παρατηρηθεί καμία επίδραση της λατανοπρόστης στον αιματο-υδατοειδικό φραγμό.
Η λατανοπρόστη εμφάνισε αμελητέα ή καμία δράση στην ενδοφθάλμια αιματική κυκλοφορία όταν χρησιμοποιήθηκε στην κλινική της δόση και μελετήθηκε σε πιθήκους. Ωστόσο, ήπια έως μέτρια υπεραιμία του επιπεφυκότα ή του επισκληρίου μπορεί να παρατηρηθούν κατά τη διάρκεια της τοπικής θεραπείας.
Η χρόνια θεραπεία με λατανοπρόστη σε οφθαλμούς πιθήκων που είχαν υποστεί εξωπεριφακική αφαίρεση του φακού δεν επηρέασε τα αμφιβληστροειδικά αιμοφόρα αγγεία, όπως διαπιστώθηκε με αγγειογραφία με φλουορεσκεΐνη.
Η λατανοπρόστη δεν προκάλεσε διαρροή φλουορεσκεΐνης στο οπίσθιο ημιμόριο σε ψευδοφακικούς ανθρώπινους οφθαλμούς στη διάρκεια βραχυχρόνιας θεραπείας.
Σε κλινικές δόσεις η λατανοπρόστη δεν βρέθηκε να έχει κανένα σημαντικό φαρμακολογικό αποτέλεσμα στο καρδιαγγειακό ή στο αναπνευστικό σύστημα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η αποτελεσματικότητα της λατανοπρόστης σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας ≤18 ετών απεδείχθη σε μία 12 εβδομάδων, διπλά-τυφλή, κλινική μελέτη της λατανοπρόστης σε σύγκριση με τιμολόλη, σε 107 ασθενείς διαγνωσμένους με οφθαλμική υπερτονία και παιδιατρικό γλαύκωμα. Τα νεογνά ήταν απαραίτητο να είχαν ηλικία κύησης τουλάχιστον 36 εβδομάδων. Οι ασθενείς έλαβαν είτε λατανοπρόστη 50 mcg/mL μία φορά ημερησίως ή τιμολόλη 0,5% (ή εναλλακτικά 0,25% για άτομα ηλικίας μικρότερης των 3 ετών) 2 φορές ημερησίως. Το πρωτεύον τελικό σημείο αποτελεσματικότητας ήταν η μέση μείωση της ΕΟΠ από την έναρξη έως την Εβδομάδα 12 της μελέτης. Οι μέσες τιμές μείωσης της ενδοφθάλμιας πίεσης στις ομάδες της λατανοπρόστης και τιμολόλης ήταν παρόμοιες. Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες που μελετήθηκαν (ηλικίας 0 έως <3 ετών, 3 έως <12 ετών και 12 έως 18 ετών) η μέση μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης την Εβδομάδα 12, στην ομάδα της λατανοπρόστης, ήταν παρόμοια με αυτή της ομάδας της τιμολόλης. Παρόλα αυτά, τα δεδομένα αποτελεσματικότητας στην ηλικιακή ομάδα 0 - <3 ετών βασίστηκαν μόνο σε 13 ασθενείς για τη λατανοπρόστη και δεν απεδείχθη σχετική αποτελεσματικότητα από τους 4 ασθενείς που εκπροσωπούσαν την ηλικιακή ομάδα 0 - <1 ετών στην παιδιατρική κλινική μελέτη. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για πρόωρα νήπια (με ηλικία κύησης μικρότερη των 36 εβδομάδων).
Οι μειώσεις της ενδοφθάλμιας πίεσης στους ασθενείς της υποομάδας με ΠΣΓ ήταν παρόμοιες μεταξύ της ομάδας της λατανοπρόστης και της ομάδας της τιμολόλης. Η υποομάδα χωρίς ΠΣΓ (π.χ. νεανικό γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας, αφακικό γλαύκωμα) εμφάνισε παρόμοια αποτελέσματα με την υποομάδα του πρωτοπαθούς συγγενούς γλαυκώματος.
Η επίδραση στην ενδοφθάλμια πίεση παρατηρήθηκε μετά την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας (βλέπε Πίνακα) και διατηρήθηκε καθόλη τη διάρκεια των 12 εβδομάδων της μελέτης, όπως στους ενήλικες.
Πίνακας. Μείωση της ενδοφθάλμιας πίεσης (mmHg), την Εβδομάδα 12, ανά ομάδα ενεργούς θεραπείας και διάγνωση κατά την έναρξη:
Latanoprost N=53 | Timolol N=54 | |||
---|---|---|---|---|
Μέση τιμή έναρξης (SE) | 27,3 (0,75) | 27,8 (0,84) | ||
Εβδομάδα 12, Mεταβολή από τη Μέση τιμή Έναρξης+(SΕ) | -7,18 (0,81) | -5,72 (0,81) | ||
τιμή p έναντι timolol | 0,2056 | |||
PCG* N=28 | Non-PCG** N=25 | PCG N=26 | Non-PCG N=28 | |
Μέση τιμή έναρξης (SE) | 26,5 (0,72) | 28,2 (1,37) | 26,3 (0,95) | 29,1 (1,33) |
Εβδομάδα 12, Μεταβολή από τη Μέση τιμή Έναρξης+(SΕ) | -5,90 (0,98) | -8,66 (1,25) | -5,34 (1,02) | -6,02 (1,18) |
τιμή p έναντι timolol | 0,6957 | 0,1317 |
SE: τυπικό σφάλμα (standard error).
+ Προσαρμοσμένη εκτίμηση, βασισμένη σε μία ανάλυση μοντέλου συμμεταβλητότητας (ANCOVA).
* PCG: Primary Congenital Glaucoma - Πρωτοπαθές Συγγενές Γλαύκωμα
** Non-PCG: Μη Πρωτοπαθές Συγγενές Γλαύκωμα
Φαρμακοκινητική
Απορρόφηση
Η λατανοπρόστη (μοριακό βάρος 432,58) είναι προφάρμακο ισοπροπυλικού εστέρα το οποίο είναι αδρανές ως έχει, αλλά μετά από υδρόλυση στο οξύ της λατανοπρόστης καθίσταται βιολογικά δραστική.
Το προφάρμακο εμφανίζει καλή απορρόφηση μέσω του κερατοειδούς χιτώνα και ολόκληρη η ποσότητα του φαρμάκου που εισέρχεται στο υδατοειδές υγρό υδρολύεται κατά τη διάρκεια της διέλευσής του μέσω του κερατοειδούς χιτώνα.
Κατανομή
Κλινικές μελέτες στον άνθρωπο δείχνουν ότι η μέγιστη συγκέντρωση στο υδατοειδές υγρό επιτυγχάνεται σε διάστημα περίπου δύο ωρών μετά την τοπική χορήγηση. Μετά την τοπική της εφαρμογή σε πιθήκους, η λατανοπρόστη κατανέμεται κυρίως στο πρόσθιο τμήμα, στους επιπεφυκότες και στα βλέφαρα. Μόνον ελάχιστες ποσότητες του φαρμάκου φθάνουν στο οπίσθιο ημιμόριο.
Βιομετασχηματισμός και αποβολή
Δεν πραγματοποιείται σχεδόν καθόλου μεταβολισμός του οξέος της λατανοπρόστης στον οφθαλμό. Ο κυριότερος μεταβολισμός λαμβάνει χώρα στο ήπαρ. Ο χρόνος ημιζωής στο πλάσμα είναι περίπου 17 λεπτά στον άνθρωπο. Οι κυριότεροι μεταβολίτες, οι μεταβολίτες 1,2-dinor και 1,2,3,4-tetranor ασκούν ελάχιστη ή καθόλου βιολογική δράση σε μελέτες που διεξάχθηκαν σε πειραματόζωα και απεκκρίνονται κυρίως στα ούρα.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μία ανοιχτής επισήμανσης μελέτη φαρμακοκινητικής των συγκεντρώσεων του οξέος της λατανοπρόστης στο πλάσμα, διεξήχθη σε 22 ενήλικες και 25 παιδιατρικούς ασθενείς (ηλικίας από τη γέννηση έως <18 ετών) με οφθαλμική υπερτονία και γλαύκωμα. Όλες οι ηλικιακές ομάδες έλαβαν θεραπεία με λατανοπρόστη 50 mcg/mL, μία σταγόνα ημερησίως, σε κάθε οφθαλμό, για τουλάχιστον 2 εβδομάδες. Η συστηματική έκθεση του οξέος της λατανοπρόστης ήταν περίπου 2 φορές υψηλότερη σε παιδιά ηλικίας 3 έως <12 ετών και 6 φορές υψηλότερη σε παιδιά ηλικίας <3 ετών, σε σύγκριση με ενήλικες, αλλά διατηρήθηκε ένα μεγάλο εύρος ασφαλείας αναφορικά με συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες (βλέπε παράγραφο 4.9). Ο μέσος χρόνος για την επίτευξη των μέγιστων συγκεντρώσεων στο πλάσμα ήταν 5 λεπτά μετά τη χορήγηση της δόσης, για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ο μέσος χρόνος ημιζωής στο πλάσμα ήταν σύντομος (<20 λεπτά), παρόμοιος για παιδιατρικούς και ενήλικες ασθενείς και δεν είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση του οξέος της λατανοπρόστης στη συστηματική κυκλοφορία, σε συνθήκες σταθεροποιημένης κατάστασης.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η οφθαλμική καθώς και η συστηματική τοξικότητα της λατανοπρόστης έχει διερευνηθεί σε πολλά είδη πειραματόζωων. Σε γενικές γραμμές, η λατανοπρόστη εμφανίζει καλή ανοχή με περιθώριο ασφάλειας μεταξύ της κλινικής οφθαλμικής δόσης και συστηματικής τοξικότητας τουλάχιστον 1.000 φορές. Έχει καταδειχθεί ότι υψηλές δόσεις λατανοπρόστης, περίπου 100 φορές την κλινική δόση/kg βάρους σώματος, που χορηγήθηκαν ενδοφλεβίως σε μη αναισθητοποιημένους πιθήκους, αυξάνουν την ταχύτητα της αναπνοής, αντανακλώντας πιθανώς σε κάποια μικρής διάρκειας βρογχόσπασμο. Σε μελέτες που διεξάχθηκαν με λατανοπρόστη σε ζώα δεν καταδείχθηκαν ιδιότητες ευαισθητοποίησης.
Κανένα τοξικό αποτέλεσμα στον οφθαλμό δεν διαπιστώθηκε με δόσεις μέχρι και 100 μικρογραμμαρίων/οφθαλμό/ημέρα σε κουνέλια ή σε πιθήκους (η κλινική δόση είναι περίπου 1,5 μικρογραμμάρια/οφθαλμό/ημέρα). Ωστόσο, σε πιθήκους, καταδείχθηκε ότι η λατανοπρόστη προκαλεί αυξημένη χρώση της ίριδας.
Ο μηχανισμός της αυξημένης χρώσης φαίνεται να είναι η διέγερση της παραγωγής μελανίνης σε μελανοκύτταρα της ίριδας. Δεν έχουν παρατηρηθεί εκφυτικές (παραγωγικές) μεταβολές. Η αλλαγή στο χρώμα της ίριδας μπορεί να είναι μόνιμη.
Σε μελέτες χρόνιας οφθαλμικής τοξικότητας η χορήγηση λατανοπρόστης σε δοσολογία 6 μικρογραμμάρια/οφθαλμό/ημέρα έχει επίσης καταδειχθεί ότι εντείνει την αύξηση της μεσοβλεφάριας σχισμής. Το αποτέλεσμα αυτό είναι αναστρέψιμο και παρατηρείται σε δόσεις υψηλότερες από το επίπεδο της κλινικής δόσης. Το αποτέλεσμα αυτό δεν έχει παρατηρηθεί στον άνθρωπο.
Η λατανοπρόστη βρέθηκε αρνητική σε δοκιμασίες αντίστροφης μετάλλαξης σε βακτηρίδια, σε μετάλλαξη γονιδίων σε λέμφωμα ποντικού και σε δοκιμασία μικροπυρήνα ποντικού. Παρατηρήθηκαν in vitro χρωμοσωμικές παρεκκλίσεις με ανθρώπινα λεμφοκύτταρα. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν με προσταγλανδίνη F2α, προσταγλανδίνη που βρίσκεται στη φύση, και το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η επίδραση αυτή είναι ταξική (CLASS EFFECT).
Επιπρόσθετες μελέτες μεταλλαξιογόνου δράσης σε in vitro/in vivo μη προγραμματισμένη σύνθεση DΝΑ σε αρουραίους ήταν αρνητικές και δείχνουν ότι η λατανοπρόστη δεν εμφανίζει μεταλλαξιογόνο δυναμικό. Οι μελέτες καρκινογόνου δράσης σε ποντίκια και αρουραίους ήταν αρνητικές.
Έχει βρεθεί ότι η λατανοπρόστη δεν έχει καμία επίδραση στη γονιμότητα αρσενικών ή θηλυκών πειραματόζωων. Στη μελέτη εμβρυοτοξικότητας σε αρουραίους δεν παρατηρήθηκε καμία εμβρυοτοξικότητα σε ενδοφλέβιες δόσεις (5, 50 και 250 μικρογραμμάρια/kg/ημέρα) λατανοπρόστης. Ωστόσο, η λατανοπρόστη προκάλεσε εμβρυοθανατηφόρα αποτελέσματα σε κουνέλια σε δόσεις 5 μικρογραμμάρια/kg/ ημέρα και υψηλότερες.
Η δόση των 5 μικρογραμμαρίων/kg/ημέρα (περίπου 100 φορές την κλινική δόση) προκάλεσε σημαντική εμβρυοτοξικότητα που χαρακτηρίσθηκε από αυξημένη συχνότητα εμφάνισης αργοπορημένης απορρόφησης και αποβολής καθώς και από μειωμένο βάρος του εμβρύου.
Δεν υπήρξαν ενδείξεις για δυνατότητα πρόκλησης τερατογένεσης.
Καρκινογένεση, μεταλλάξεις, στείρωση
Γονιμότητα
Σε μελέτες σε ζώα, η λατανοπρόστη δεν έχει βρεθεί να παρουσιάζει επιδράσεις στην ανδρική ή τη γυναικεία γονιμότητα (βλ. παράγραφο 5.3).
Ενεργά συστατικά
6Z5B6HVF6O - LATANOPROST
|
Σχετικό SPC
Xalatan 50 μικρογραμμάρια/mL Οφθαλμικές σταγόνες, διάλυμα.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ : XALATAN Οφθαλμικές σταγόνες, διάλυμα