Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
H φλουοξετίνη δεν ενδείκνυται σε συνδυασμό με μη αναστρέψιμους, μη εκλεκτικούς αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (MAOI) (π.χ. ιπρονιαζίδη) (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.5). H φλουοξετίνη δεν ενδείκνυται σε συνδυασμό με μετοπρολόλη, που χρησιμοποιείται στην καρδιακή ανεπάρκεια (βλέπε παράγραφο 4.5).
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Παιδιατρικός πληθυσμός - Παιδιά και έφηβοι κάτω των 18 ετών
Η εμφάνιση αυτοκτονικής συμπεριφοράς (απόπειρα αυτοκτονίας και σκέψεις αυτοκτονίας) καθώς και η εμφάνιση εχθρικής συμπεριφοράς (κυρίως επιθετικότητα, εναντιωτική συμπεριφορά και θυμός) παρατηρήθηκαν πιο συχνά σε κλινικές μελέτες μεταξύ παιδιών και εφήβων που λάμβαναν θεραπεία με αντικαταθλιπτικά σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν εικονικό φάρμακο (placebo). Το Ladose θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε παιδιά και εφήβους 8 έως 18 ετών για τη θεραπεία μέτριων έως σοβαρών επεισοδίων μείζονος κατάθλιψης και δεν πρέπει να χορηγείται σε άλλες ενδείξεις. Εντούτοις, εάν αποφασισθεί να χορηγηθεί σχετική θεραπεία λόγω κλινικής ανάγκης, ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή για την εμφάνιση αυτοκτονικών συμπτωμάτων. Επιπλέον, μόνο περιορισμένα στοιχεία είναι διαθέσιμα σχετικά με τα μακροχρόνια αποτελέσματα ασφάλειας σε παιδιά και εφήβους, περιλαμβανομένων των επιπτώσεων στη σωματική ανάπτυξη, στη σεξουαλική ωρίμανση, στη διανοητική και συναισθηματική ανάπτυξη και στην ανάπτυξη της συμπεριφοράς (βλέπε παράγραφο 5.3).
Σε κλινική μελέτη διάρκειας 19 εβδομάδων, μειωμένη πρόσκτηση ύψους και βάρους παρατηρήθηκε σε παιδιά και εφήβους που έλαβαν θεραπεία με φλουοξετίνη (βλέπε παράγραφο 5.1). Δεν είναι τεκμηριωμένο εάν υπάρχει επίδραση στην πρόσκτηση του κανονικού ύψους των ενηλίκων. Η πιθανότητα για καθυστέρηση στην εφηβεία δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί (βλέπε παραγράφους 5.3 και 4.8). Η σωματική και εφηβική ανάπτυξη (ύψος, βάρος και σταδιοποίηση κατά ΤΑΝΝΕΚ) θα πρέπει να παρακολουθείται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουοξετίνη και μετά το πέρας αυτής. Εάν υπάρχει επιβράδυνση στη σωματική/εφηβική ανάπτυξη, η παραπομπή σε παιδίατρο θα πρέπει να εξετάζεται.
Σε παιδιατρικές μελέτες, αναφέρθηκαν συχνά μανία και υπομανία (βλέπε παράγραφο 4.8). Επομένως, συνιστάται η τακτική παρακολούθηση για την εμφάνιση μανίας/υπομανίας. Η φλουοξετίνη θα πρέπει να διακόπτεται σε οποιοδήποτε ασθενή εισέρχεται σε μανιακή φάση.
Είναι σημαντικό για τους συνταγογράφους να συζητούν προσεκτικά τους κινδύνους και τα οφέλη της θεραπείας με το παιδί/νεαρό άτομο και/ή τους γονείς του.
Αυτοκτονία/αυτοκτονικές σκέψεις ή κλινική επιδείνωση
Η κατάθλιψη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικών σκέψεων, αυτοτραυματισμού και αυτοκτονίας (συμβάματα σχετιζόμενα με αυτοκτονία). Ο κίνδυνος αυτός υφίσταται μέχρι την εμφάνιση σημαντικής ύφεσης. Καθώς μπορεί να μη σημειωθεί βελτίωση κατά τη διάρκεια των πρώτων λίγων ή περισσότερων εβδομάδων θεραπείας, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά μέχρι την εμφάνιση μιας τέτοιας βελτίωσης. Είναι γενική κλινική εμπειρία ότι ο κίνδυνος για αυτοκτονία μπορεί να αυξηθεί κατά τα πρώιμα στάδια της ανάρρωσης. Άλλες ψυχιατρικές καταστάσεις για τις οποίες το Ladose συνταγογραφείται μπορεί επίσης να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο συμβαμάτων σχετιζόμενων με αυτοκτονία. Επιπλέον, οι καταστάσεις αυτές μπορεί να συνυπάρχουν με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Για το λόγο αυτό, οι ίδιες προφυλάξεις που αναφέρθηκαν για τη θεραπεία ασθενών με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή θα πρέπει να ακολουθούνται και κατά τη θεραπεία ασθενών με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Οι ασθενείς με ιστορικό συμβαμάτων που σχετίζονται με αυτοκτονία και εκείνοι που εκδηλώνουν σημαντικού βαθμού αυτοκτονικό ιδεασμό πριν από την έναρξη της θεραπείας είναι γνωστό ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για αυτοκτονικές σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας και γι' αυτό θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Μία μετά-ανάλυση ελεγχόμενων με εικονικό φάρμακο (placebo) κλινικών δοκιμών με αντικαταθλιπτικά φάρμακα σε ενήλικες ασθενείς με ψυχιατρικές διαταραχές έδειξε αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονικής συμπεριφοράς με αντικαταθλιπτικά, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (placebo) σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 25 ετών.
Η φαρμακευτική θεραπεία θα πρέπει να συνοδεύεται από στενή παρακολούθηση των ασθενών και ιδιαίτερα εκείνων που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο, κυρίως στην αρχή της θεραπείας και μετά από δοσολογικές μεταβολές. Οι ασθενείς (και οι περιθάλποντες) θα πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση σχετικά με την ανάγκη παρακολούθησης για οποιαδήποτε κλινική επιδείνωση, αυτοκτονική συμπεριφορά ή αυτοκτονικές σκέψεις και ασυνήθιστες αλλαγές στη συμπεριφορά και να αναζητούν ιατρική συμβουλή άμεσα εάν εμφανισθούν τα συμπτώματα αυτά.
Καρδιαγγειακές Επιδράσεις
Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις παράτασης του διαστήματος QT και κοιλιακής αρρυθμίας περιλαμβανομένης της κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου κατά τη διάρκεια περιόδου μετά την κυκλοφορία του προϊόντος (βλέπε παραγράφους 4.5, 4.8 και 4.9).
Η φλουοξετίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή στους ασθενείς με περιστατικά όπως συγγενές παρατεταμένο διάστημα QT, οικογενειακό ιστορικό παράτασης του διαστήματος QT ήάλλες κλινικές καταστάσεις που προδιαθέτουν σε αρρυθμίες (π.χ. υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία, βραδυκαρδία, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή μη αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια) ή
αυξημένη έκθεση στη φλουοξετίνη (π.χ. ηπατική δυσλειτουργία) ή σε συγχορήγηση με φαρμακευτικά προϊόντα, που είναι γνωστό ότι προκαλούν παράταση του διαστήματος QT και/ή κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου (βλέπε παράγραφο 4.5).
Αν δοθεί αγωγή σε ασθενείς με σταθεροποιημένη καρδιακή νόσο, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο επανεκτίμησης του ηλεκτροκαρδιογραφήματος πριν την έναρξη της θεραπείας. Αν εμφανιστούν σημεία καρδιακής αρρυθμίας, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουοξετίνη, η αγωγή θα πρέπει να διακόπτεται και να πραγματοποιείται ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Μη αναστρέψιμοι, μη εκλεκτικοί αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (MAOI) (π.χ. ιπρονιαζίδη)
Έχουν αναφερθεί ορισμένες περιπτώσεις σοβαρών και μερικές φορές θανατηφόρων αντιδράσεων σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν ένα εκλεκτικό αναστολέα επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI) σε συνδυασμό με ένα μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό αναστολέα της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟΙ). Οι περιπτώσεις αυτές εκδηλώθηκαν με χαρακτηριστικά παρόμοια εκείνων του συνδρόμου της σεροτονίνης (τα οποία μπορεί να συγχέονται με (ή να διαγνωσθούν ως) κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο). Η κυπροεπταδίνη ή το δαντρολένιο ενδέχεται να ανακουφίσουν τους ασθενείς, που εμφανίζουν τα συμπτώματα αυτά. Τα συμπτώματα της φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης με έναν αναστολέα μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟΙ) περιλαμβάνουν: υπερθερμία, ακαμψία, μυοκλονίες, αστάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος με πιθανές ταχείες διακυμάνσεις των ζωτικών σημείων, μεταβολές του επιπέδου συνείδησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σύγχυση, ευερεθιστότητα και ακραία διέγερση, προοδευτικά εξελισσόμενη σε οξύ παραλήρημα και κώμα.
Ως εκ τούτου, η φλουοξετίνη δεν ενδείκνυται σε συνδυασμό με μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό ΜΑΟΙ (βλέπε παράγραφο 4.3). Λόγω του χρονικού διαστήματος των 2 εβδομάδων επίδρασης του τελευταίου, η θεραπεία με φλουοξετίνη θα πρέπει να αρχίζει μόνο μετά την παρέλευση 2 εβδομάδων από τη διακοπή της θεραπείας με μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό ΜΑΟΙ. Επίσης, θα πρέπει να παρέρχονται τουλάχιστον 5 εβδομάδες μετά τη διακοπή της θεραπείας με φλουοξετίνη και πριν την έναρξη της θεραπείας με μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό ΜΑΟΙ.
Συνδρόμο σεροτονίνης ή συμπτώματα που προσομοιάζουν εκείνα του κακόηθους νευροληπτικού συνδρόμου
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί ανάπτυξη συνδρόμου σεροτονίνης ή συμπτωμάτων που προσομοιάζουν εκείνα του κακόηθους νευροληπτικού συνδρόμου σε ασθενείς υπό θεραπεία με φλουοξετίνη, ιδιαίτερα όταν συγχορηγήθηκε με άλλα σεροτονινεργικά (μεταξύ των οποίων και η L-τρυπτοφάνη) και/ή νευροληπτικά φάρμακα (βλέπε παράγραφο 4.5). Επειδή αυτά τα σύνδρομα ενδέχεται να επιφέρουν δυνητικά απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις, η θεραπεία με φλουοξετίνη θα πρέπει να διακόπτεται εάν εμφανισθούν τέτοια συμβάματα (χαρακτηριζόμενα από ομάδα συμπτωμάτων όπως υπερθερμία, ακαμψία, μυοκλονίες, αστάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος με πιθανές ταχείες διακυμάνσεις των ζωτικών σημείων, μεταβολές του επιπέδου συνείδησης, περιλαμβανομένης της σύγχυσης, της ευερεθιστότητας και της ακραίας διέγερσης που εξελίσσεται προοδευτικά σε οξύ παραλήρημα και κώμα) και θα πρέπει να ξεκινήσει υποστηρικτική θεραπεία.
Μανία
Απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων σε ασθενείς με ιστορικό μανίας/υπομανίας. Όπως συμβαίνει με όλα τα αντικαταθλιπτικά, η θεραπεία με φλουοξετίνη θα πρέπει να διακόπτεται σε οποιοδήποτε ασθενή εισέρχεται σε μανιακή φάση.
Αιμορραγία
Επιφανειακές αιμορραγικές διαταραχές, όπως εκχυμώσεις και πορφύρα, έχουν αναφερθεί σε ασθενείς υπό θεραπεία με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI). Η εκχύμωση έχει αναφερθεί σαν σπάνια ανεπιθύμητη ενέργεια κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουοξετίνη. Άλλες αιμορραγικές εκδηλώσεις (όπως γυναικολογικές ή γαστρεντερικές και λοιπές επιφανειακές ή βλεννογονικές αιμορραγίες) έχουν αναφερθεί σπάνια. Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με SSRIs, ιδιαίτερα με ταυτόχρονη λήψη από του στόματος αντιπηκτικών, φαρμάκων με γνωστή επίδραση στην αιμοπεταλιακή λειτουργία (π.χ. άτυπα αντιψυχωτικά όπως η κλοζαπίνη, φαινοθειαζίνες, τα περισσότερα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, η ασπιρίνη και τα ΜΣΑΦ) ή άλλων φαρμάκων τα οποία είναι πιθανό να αυξάνουν τον κίνδυνο για αιμορραγία όπως επίσης σε ασθενείς με ιστορικό αιμορραγικών διαταραχών (βλέπε παράγραφο 4.5).
Επιληπτικές κρίσεις
Οι επιληπτικές κρίσεις είναι ένας πιθανός κίνδυνος της αντικαταθλιπτικής αγωγής. Επομένως, όπως συμβαίνει με άλλα αντικαταθλιπτικά, η φλουοξετίνη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό εμφάνισης επιληπτικών κρίσεων. Η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται εάν εμφανισθούν επιληπτικές κρίσεις στον ασθενή ή εάν παρατηρηθεί αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης αυτών. Η θεραπεία με φλουοξετίνη δεν συνιστάται σε ασθενείς με μη σταθεροποιημένη επιληψία, ενώ οι ασθενείς με ελεγχόμενη επιληψία θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.5).
Ηλεκτροσπασμοθεραπεία (ECT)
Έχουν υπάρξει σπάνιες αναφορές παρατεταμένων επιληπτικών κρίσεων σε ασθενείς υπό θεραπεία με φλουοξετίνη, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε ηλεκτροσπασμοθεραπεία, για αυτό και συνιστάται προσοχή.
Ταμοξιφαίνη
Η φλουοξετίνη, ένας ισχυρός αναστολέας του CYP2D6, μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένες συγκεντρώσεις της ενδοξιφαίνης, ενός από τους πιο σημαντικούς ενεργούς μεταβολίτες της ταμοξιφαίνης. Επομένως, η φλουοξετίνη θα πρέπει όποτε είναι δυνατόν να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ταμοξιφαίνη (βλέπε παράγραφο 4.5).
Ακαθησία/ψυχοκινητική ανησυχία
H χρήση της φλουοξετίνης έχει συσχετισθεί με την ανάπτυξη ακαθησίας, η οποία χαρακτηρίζεται από μια υποκειμενική δυσάρεστη ή δυσφορική ανησυχία και επιτακτική ανάγκη για κίνηση που συνοδεύεται συχνά από αδυναμία να καθίσει ή να παραμείνει σε ακινησία. Αυτό ενδέχεται να παρατηρηθεί εντός των πρώτων μερικών εβδομάδων της θεραπείας. Στους ασθενείς που εμφανίζουν τα συμπτώματα αυτά, η αύξηση της δόσης μπορεί να είναι επιβλαβής.
Σακχαρώδης Διαβήτης
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, η θεραπεία με έναν εκλεκτικό αναστολέα επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI) είναι πιθανόν να μεταβάλλει το γλυκαιμικό έλεγχο. Υπογλυκαιμία έχει παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουοξετίνη και υπεργλυκαιμία μετά τη διακοπή της λήψης του φαρμάκου. Η δοσολογία της ινσουλίνης και/ή των από του στόματος υπογλυκαιμικών παραγόντων ενδέχεται να απαιτεί αναπροσαρμογή.
Ηπατική/Νεφρική Λειτουργία
Η φλουοξετίνη μεταβολίζεται εκτεταμένα στο ήπαρ και απεκκρίνεται από τους νεφρούς. Μια μικρότερη δόση, π.χ. ένα εναλλακτικό σχήμα χορήγησης, συνιστάται σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία. Κατά τη χορήγηση της φλουοξετίνης στη δόση των 20 mg ημερησίως για 2 μήνες, σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (GFR<10 ml/min), οι οποίοι υποβάλλονταν σε αιμοκάθαρση, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στα επίπεδα της φλουοξετίνης ή της νορφλουοξετίνης στο πλάσμα, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες τιμές των ατόμων της ομάδας ελέγχου, με φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Εξάνθημα και αλλεργικές αντιδράσεις
Εξάνθημα, αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις και προοδευτικά εξελισσόμενα συστηματικά συμβάματα, μερικές φορές σοβαρά (περιλαμβανομένου του δέρματος, των νεφρών, του ήπατος ή των πνευμόνων) έχουν αναφερθεί. Εάν εμφανισθεί εξάνθημα ή άλλα αλλεργικά φαινόμενα, για τα οποία δεν μπορεί να προσδιορισθεί κάποιος άλλος αιτιολογικός παράγοντας η χορήγηση της φλουοξετίνης θα πρέπει να διακόπτεται.
Απώλεια βάρους
Απώλεια βάρους ενδέχεται να εμφανισθεί σε ασθενείς, οι οποίοι λαμβάνουν θεραπεία με φλουοξετίνη, αλλά αυτή είναι συνήθως ανάλογη του αρχικού βάρους σώματος.
Σύνδρομο στέρησης με τη διακοπή της θεραπείας με SSRI
Συμπτώματα συνδρόμου στέρησης αναφέρονται συχνά όταν διακόπτεται η θεραπεία, ιδιαιτέρως όταν η θεραπεία διακοπεί αιφνιδίως (βλέπε παράγραφο 4.8). Στις κλινικές μελέτες, ανεπιθύμητες ενέργειες μετά την αιφνίδια διακοπή της θεραπείας παρατηρήθηκαν περίπου στο 60% των ασθενών που έλαβαν αγωγή με φλουοξετίνη ή εικονικό φάρμακο (placebo). Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν σοβαρές στο 17% στην ομάδα υπό φλουοξετίνη και στο 12% στην ομάδα υπό εικονικό φάρμακο. Ο κίνδυνος εμφάνισης συμπτωμάτων στέρησης μπορεί να σχετίζεται με αρκετούς παράγοντες όπως η διάρκεια και η δόση της θεραπείας καθώς και ο ρυθμός μείωσης της δόσης. Στα πιο συχνά συμπτώματα περιλαμβάνονται ζάλη, διαταραχές αισθητικότητας (περιλαμβανομένης της παραισθησίας), διαταραχές του ύπνου (περιλαμβανομένων της αϋπνίας και των έντονων ονείρων), εξασθένιση, διέγερση ή άγχος, ναυτία και/ή έμετος, τρόμος και κεφαλαλγία. Γενικά τα συμπτώματα αυτά είναι ήπιας έως μέτριας έντασης, εντούτοις σε μερικούς ασθενείς ενδέχεται να είναι σοβαρής έντασης. Συνήθως, παρατηρούνται εντός των πρώτων μερικών ημερών της διακοπής της θεραπείας.
Γενικά τα συμπτώματα αυτά είναι αυτοπεριοριζόμενα και συνήθως υποχωρούν εντός 2 εβδομάδων αν και σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να είναι παρατεταμένα (2-3 μήνες ή περισσότερο). Επομένως, συνιστάται η σταδιακή μείωση του Ladose κατά τη διακοπή της θεραπείας για μια χρονική περίοδο τουλάχιστον 1-2 εβδομάδων ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς (βλέπε “Συμπτώματα απόσυρσης με τη διακοπή του Ladose”, παράγραφο 4.2).
Μυδρίαση
Έχει αναφερθεί μυδρίαση σχετιζόμενη με τη χορήγηση της φλουοξετίνης. Για το λόγο αυτό πρέπει να δίνεται προσοχή όταν συνταγογραφείται η φλουοξετίνη σε ασθενείς με αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση ή σε ασθενείς που κινδυνεύουν από οξύ γλαύκωμα κλειστής γωνίας.
Σακχαρόζη
Το Ladose πόσιμο διάλυμα περιέχει σακχαρόζη. Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας σε φρουκτόζη, κακή απορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκεια σουκράσης-ισομαλτάσης δεν πρέπει να πάρουν αυτό το φάρμακο.
Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι πιο συχνά αναφερθείσες ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με φλουοξετίνη ήταν κεφαλαλγία, ναυτία, αϋπνία, κόπωση και διάρροια. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ενδέχεται να μειωθούν στην ένταση και στη συχνότητα εμφάνισής τους με τη συνέχιση της θεραπείας και κατά κανόνα δεν οδηγούν σε διακοπή της.
Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Ο παρακάτω πίνακας περιλαμβάνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια θεραπείας με φλουοξετίνη σε ενήλικες και παιδιατρικούς πληθυσμούς. Ορισμένες από αυτές τις ανεπιθύμητες ενέργειες είναι κοινές με τους υπόλοιπους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI).
Οι παρακάτω συχνότητες έχουν υπολογιστεί από κλινικές μελέτες σε ενήλικες (n = 9297) και από αυθόρμητες αναφορές.
Εκτίμηση συχνότητας: Πολύ συχνές (>1/10), συχνές (>1/100 έως <1/10), όχι συχνές (>1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (>1/10.000 και <1/1.000).
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: Θρομβοπενία, Ουδετεροπενία, Λευκοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αναφυλακτική αντίδραση, Ορονοσία
Διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος
Σπάνιες: Απρόσφορη έκκριση αντιδιουρητικής ορμόνης
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές: Μειωμένη όρεξη1
Σπάνιες: Υπονατριαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Πολύ συχνές: Αϋπνία2
Συχνές: Άγχος, Νευρικότητα, Ανησυχία, Ένταση, Γενετήσια ορμή μειωμένη3, Διαταραχή ύπνου, Μη φυσιολογικά όνειρα4
Όχι συχνές: Αποπροσωποποίηση, Εξηρμένη συναισθηματική διάθεση, Ευφορική συναισθηματική διάθεση, Μη φυσιολογική σκέψη, Ανώμαλος οργασμός5, Τριγμός των οδόντων Αυτοκτονικές σκέψεις και συμπεριφορά6
Σπάνιες: Υπομανία, Μανία, Ψευδαισθήσεις, Διέγερση, Προσβολή πανικού, Σύγχυση Δυσφημία, Επιθετικότητα
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Πολύ συχνές: Κεφαλαλγία
Συχνές: Διαταραχή στην προσοχή, Ζάλη, Δυσγευσία, Λήθαργος, Υπνηλία7, Τρόμος
Όχι συχνές: Ψυχοκινητική υπερκινητικότητα, Δυσκινησία, Αταξία, Έλλειψη ισορροπίας, Μυόκλωνος, Εξασθένηση μνήμης
Σπάνιες: Σπασμοί, Ακαθησία, Στοματογλωσσικό σύνδρομο, Σύνδρομο σεροτονίνης
Οφθαλμικές διαταραχές
Συχνές: Θαμπή όραση
Όχι συχνές: Μυδρίαση
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι συχνές: Εμβοές
Καρδιακές διαταραχές
Συχνές: Αίσθημα παλμών, Παρατεταμένο διάστημα QT στο ηλεκτροκαρδιογράφημα (QTcF ≥ 450 msec)8
Σπάνιες: Κοιλιακή αρρυθμία περιλαμβανομένων κοιλιακών ταχυκαρδιών δίκην ριπιδίου
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές: Εξάψεις9
Όχι συχνές: Υπόταση
Σπάνιες: Αγγειίτιδα, Αγγειοδιαστολή
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου
Συχνές: Χασμουρητό
Όχι συχνές: Δύσπνοια, Επίσταξη
Σπάνιες: Φαρυγγίτιδα, Πνευμονικά επεισόδια (φλεγμονώδεις αντιδράσεις ποικίλης ιστοπαθολογίας και/ή ίνωση)10
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Πολύ συχνές: Διάρροια, Ναυτία
Συχνές: Έμετος, Δυσπεψία, Ξηροστομία
Όχι συχνές: Δυσφαγία, Γαστρεντερική αιμορραγία11
Σπάνιες: Οισοφαγικό άλγος
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Σπάνιες: Ιδιοπαθής ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές: Εξάνθημα12, Κνίδωση, Κνησμός, Υπερίδρωση
Όχι συχνές: Αλωπεκία, Αυξημένη τάση για μώλωπες, Κρύος ιδρώτας
Σπάνιες: Αγγειοοίδημα, Εκχύμωση, Αντίδραση από φωτοευαισθησία, Πορφύρα, Πολύμορφο ερύθημα, Σύνδρομο Stevens-Johnson, Τοξική Επιδερμική Νεκρόλυση (Σύνδρομο Lyell)
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Συχνές: Αρθραλγία
Όχι συχνές: Μυϊκές δεσμιδώσεις
Σπάνιες: Μυαλγία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Συχνές: Συχνή ούρηση13
Όχι συχνές: Δυσουρία
Σπάνιες: Κατακράτηση ούρων, Διαταραχή ούρησης
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Συχνές: Γυναικολογική αιμορραγία14, Στυτική δυσλειτουργία, Διαταραχές εκσπερμάτισης15
Όχι συχνές: Σεξουαλική δυσλειτουργία
Σπάνιες: Γαλακτόρροια, Υπερπρολακτιναιμία, Πριαπισμός
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Πολύ συχνές: Κόπωση16
Συχνές: Αίσθηση εκνευρισμού, Ρίγη
Όχι συχνές: Αίσθημα κακουχίας, Μη φυσιολογικό αίσθημα, Αίσθημα ψυχρού, Αίσθημα θερμού
Σπάνιες: Αιμορραγία βλεννογόνου
Παρακλινικές εξετάσεις
Συχνές: Απώλεια βάρους
Όχι συχνές: Αυξημένες Τρανσαμινάσες, Αυξημένη γ-γλουταμυλτρανσφεράση
1 Περιλαμβάνει ανορεξία
2 Περιλαμβάνει ενωρίς πρωϊνή αφύπνιση, αϋπνία κατά την έναρξη του ύπνου, αϋπνία κατά τη διάρκεια του ύπνου
3 Περιλαμβάνει απώλεια της γενετήσιας ορμής
4 Περιλαμβάνει εφιάλτες
5 Περιλαμβάνει ανοργασμία
6 Περιλαμβάνει «επιτυχή» αυτοκτονία, κατάθλιψη με τάση αυτοκτονίας, σκόπιμο αυτοτραυματισμό, ιδεοποίηση αυτοκαταστροφής, αυτοκτονική συμπεριφορά, αυτοκτονικό ιδεασμό, απόπειρα αυτοκτονίας, νοσηρές σκέψεις, αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε υποκείμενη νόσο
7 Περιλαμβάνει υπνηλία, καταστολή
8 Περιλαμβάνει εξάψεις
9 Περιλαμβάνει ατελεκτασία, διάμεση πνευμονοπάθεια, πνευμονίτιδα
10 Περιλαμβάνει πιο συχνά ουλορραγία, αιματέμεση, αιματοχεσία, αιμορραγία του ορθού, αιμορραγική διάρροια, μέλαινα και αιμορραγία γαστρικού έλκους.
11 Περιλαμβάνει ερύθημα, αποφολιδωτικό εξάνθημα, εξάνθημα θερμότητας, εξάνθημα, ερυθηματώδες εξάνθημα, θυλακιώδες εξάνθημα, γενικευμένο εξάνθημα, κηλιδώδες εξάνθημα, κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, ιλαροειδές εξάνθημα, βλατιδώδες εξάνθημα, κνησμώδες εξάνθημα, φλυκταινώδες εξάνθημα, ερυθηματώδες εξάνθημα του ομφαλού
12 Περιλαμβάνει πολυουρία
13 Περιλαμβάνει αιμορραγία από τον τράχηλο, δυσλειτουργία της μήτρας, αιμορραγία της μήτρας, αιμορραγία των γεννητικών οργάνων, μηνομητρορραγία, μηνορραγία, μητρορραγία, πολυμηνόρροια, μετακλιμακτηριακή αιμορραγία, κολπική αιμορραγία
14 Περιλαμβάνει αδυναμία εκσπερμάτισης, δυσχέρεια εκσπερμάτισης, πρόωρη εκσπερμάτιση,
καθυστερημένη εκσπερμάτιση, παλίνδρομη εκσπερμάτιση
15 Περιλαμβάνει εξασθένιση
16 Περιλαμβάνει εξασθένιση
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Αυτοκτονία/αυτοκτονικές σκέψεις ή κλινική επιδείνωση
Περιπτώσεις αυτοκτονικού ιδεασμού και αυτοκτονικής συμπεριφοράς έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουοξετίνη ή αμέσως μετά τη διακοπή της θεραπείας (βλέπε παράγραφο 4.4).
Κατάγματα οστών
Επιδημιολογικές μελέτες, που διεξήχθησαν κυρίως σε ασθενείς ηλικίας 50 ετών και άνω, παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων των οστών στους ασθενείς που λαμβάνουν εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (TCAs). Ο μηχανισμός που οδηγεί σε αυτό τον κίνδυνο είναι άγνωστος.
Συμπτώματα απόσυρσης με τη διακοπή της θεραπείας με φλουοξετίνη
Με τη διακοπή της θεραπείας με φλουοξετίνη έχουν αναφερθεί συχνά συμπτώματα απόσυρσης. Οι πιο συχνά αναφερόμενες αντιδράσεις περιλαμβάνουν ζάλη, διαταραχές αισθητικότητας (περιλαμβανομένης της παραισθησίας), διαταραχές του ύπνου (περιλαμβανομένων της αϋπνίας και των έντονων ονείρων), εξασθένιση, διέγερση ή άγχος, ναυτία και/ή έμετο, τρόμο και κεφαλαλγία. Γενικά, τα συμβάματα αυτά είναι ήπιας έως μέτριας έντασης και αυτοπεριοριζόμενα, ενώ σε μερικούς ασθενείς μπορεί να είναι σοβαρά και/ή παρατεταμένα (βλέπε παράγραφο 4.4). Επομένως, όταν η θεραπεία με Ladose δεν είναι πλέον απαραίτητη, συνιστάται προοδευτική διακοπή με σταδιακή μείωση της δόσης (βλέπε παραγράφους 4.2 και 4.4).
Παιδιατρικός πληθυσμός (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.1)
Ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν παρατηρηθεί ειδικά ή με διαφορετική συχνότητα σε αυτό τον πληθυσμό περιγράφονται κατωτέρω. Οι συχνότητες αυτών των συμβαμάτων βασίζονται στην έκθεση παιδιατρικών ασθενών σε κλινικές δοκιμές (n=610).
Σε κλινικές μελέτες παιδιατρικών ασθενών, οι σχετιζόμενες με αυτοκτονία συμπεριφορές (απόπειρα αυτοκτονίας και αυτοκτονικός ιδεασμός), η εχθρότητα (τα συμβάματα που αναφέρθηκαν ήταν: οργή, ευερεθιστότητα, επιθετικότητα, διέγερση, σύνδρομο ενεργοποίησης), η μανιακή αντίδραση περιλαμβανομένης μανίας και υπομανίας (δεν αναφέρθηκαν προηγούμενα περιστατικά σε αυτούς τους ασθενείς) και επίσταξη αναφέρθηκαν συχνά και παρατηρήθηκαν πιο συχνά σε παιδιά και εφήβους που λάμβαναν αντικαταθλιπτικά σε σύγκριση με εκείνα που λάμβαναν εικονικό φάρμακο (placebo).
Μεμονωμένες περιπτώσεις καθυστέρησης της ανάπτυξης έχουν αναφερθεί κατά την κλινική χρήση (βλέπε επίσης παράγραφο 5.1).
Σε παιδιατρικές κλινικές μελέτες, η θεραπεία με φλουοξετίνη σχετίσθηκε επίσης με μείωση των επιπέδων της αλκαλικής φωσφατάσης.
Μεμονωμένες περιπτώσεις ανεπιθύμητων συμβαμάτων που ενδεχομένως υποδηλώνουν καθυστέρηση στη σεξουαλική ωρίμανση ή σεξουαλική δυσλειτουργία έχουν αναφερθεί κατά την παιδιατρική κλινική χρήση (βλέπε επίσης παράγραφο 5.3).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (Μεσογείων 284, GR-15562, Χολαργός, Αθήνα Τηλ: +30 21 32040380/337 Φαξ: +30 21 06549585 Ιστότοπος: http://www.eof.gr).
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Χρόνος Ημιζωής: Η μακρά περίοδος ημιζωής της φλουοξετίνης και της νορφλουοξετίνης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (βλέπε παράγραφο 5.2) όταν εξετάζονται οι φαρμακοδυναμικές ή οι φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις (π.χ. μεταφορά από φλουοξετίνη σε άλλα αντικαταθλιπτικά).
Συγχορηγήσεις που δεν ενδείκνυνται
Μη αναστρέψιμοι, μη εκλεκτικοί αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (MAOI) (π.χ. ιπρονιαζίδη)
Έχουν αναφερθεί ορισμένες περιπτώσεις σοβαρών και μερικές φορές θανατηφόρων αντιδράσεων σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν ένα εκλεκτικό αναστολέα επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRI) σε συνδυασμό με ένα μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό αναστολέα της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟΙ). Οι περιπτώσεις αυτές εκδηλώθηκαν με χαρακτηριστικά παρόμοια εκείνων του συνδρόμου της σεροτονίνης (τα οποία μπορεί να συγχέονται με (ή να διαγνωσθούν ως) κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο). Η κυπροεπταδίνη ή το δαντρολένιο ενδέχεται να ανακουφίσουν τους ασθενείς, που εμφανίζουν τα συμπτώματα αυτά. Τα συμπτώματα της φαρμακευτικής αλληλεπίδρασης με έναν αναστολέα μονοαμινοοξειδάσης (ΜΑΟΙ) περιλαμβάνουν: υπερθερμία, ακαμψία, μυοκλονίες, αστάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος με πιθανές ταχείες διακυμάνσεις των ζωτικών σημείων, μεταβολές του επιπέδου συνείδησης, οι οποίες περιλαμβάνουν σύγχυση, ευερεθιστότητα και ακραία διέγερση, προοδευτικά εξελισσόμενη σε οξύ παραλήρημα και κώμα. Ως εκ τούτου, η φλουοξετίνη δεν ενδείκνυται σε συνδυασμό με μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό ΜΑΟΙ (βλέπε παράγραφο 4.3). Λόγω του χρονικού διαστήματος των 2 εβδομάδων επίδρασης του τελευταίου, η θεραπεία με φλουοξετίνη θα πρέπει να αρχίζει μόνο μετά την παρέλευση 2 εβδομάδων από τη διακοπή της θεραπείας με μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό ΜΑΟΙ. Επίσης, θα πρέπει να παρέρχονται τουλάχιστον 5 εβδομάδες μετά τη διακοπή της θεραπείας με φλουοξετίνη και πριν την έναρξη της θεραπείας με μη αναστρέψιμο, μη εκλεκτικό ΜΑΟΙ.
Μετοπρολόλη για χρήση στην καρδιακή ανεπάρκεια
Ο κίνδυνος εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών από τη χορήγηση της μετοπρολόλης μπορεί να αυξηθεί, συμπεριλαμβανομένης της υπερβολικής βραδυκαρδίας, λόγω της αναστολής του μεταβολισμού της από τη φλουοξετίνη (βλέπε παράγραφο 4.3).
Μη συνιστώμενες συγχορηγήσεις
Ταμοξιφαίνη
Έχει αναφερθεί στη βιβλιογραφία φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση μεταξύ των αναστολέων του CYP2D6 και της ταμοξιφαίνης, που δείχνει 65-75 % μείωση στα επίπεδα πλάσματος μίας από τις πιο ενεργές μορφές της ταμοξιφαίνης, π.χ. της ενδοξιφαίνης. Σε ορισμένες μελέτες έχει αναφερθεί μειωμένη αποτελεσματικότητα της ταμοξιφαίνης με ταυτόχρονη χρήση ορισμένων SSRI αντικαταθλιπτικών. Καθώς η ελάττωση της δράσης της ταμοξιφαίνης δεν μπορεί να αποκλεισθεί, η συγχορήγηση με ισχυρούς CYP2D6 αναστολείς (περιλαμβανομένης της φλουοξετίνης) θα πρέπει κατά το δυνατόν να αποφεύγεται (βλέπε παράγραφο 4.4).
Αλκοόλ
Στις τυπικές δοκιμασίες η φλουοξετίνη δεν προκάλεσε αύξηση των επιπέδων του αλκοόλ ή επίταση των επιδράσεών του. Ωστόσο, η λήψη αλκοόλ από ασθενείς υπό θεραπεία με SSRI δεν συνιστάται.
ΜΑΟΙ-Α περιλαμβανομένης της λινεζολίδης και του χλωριούχου μεθυλοθειονινίου (κυανό του μεθυλενίου)
Κίνδυνος εμφάνισης του συνδρόμου σεροτονίνης, που συμπεριλαμβάνει διάρροια, ταχυκαρδία, εφίδρωση, τρόμο, σύγχυση ή κώμα. Αν δεν μπορεί να αποφευχθεί η ταυτόχρονη χρήση αυτών των δραστικών ουσιών με φλουοξετίνη, θα πρέπει να γίνεται υπό στενή κλινική παρακολούθηση και οι ταυτόχρονα χορηγούμενοι παράγοντες θα πρέπει να ξεκινούν με τη χαμηλότερη συνιστώμενη δόση (βλέπε παράγραφο 4.4).
Μεκουΐταζίνη: Ο κίνδυνος εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών από τη χορήγηση της μεκουΐταζίνης (όπως η παράταση του διαστήματος QT) μπορεί να αυξηθεί λόγω της αναστολής του μεταβολισμού της από τη φλουοξετίνη.
Συγχορηγήσεις που απαιτούν προσοχή
Φαινυτοΐνη
Μεταβολές στα επίπεδα του φαρμάκου αυτού στο πλάσμα έχουν παρατηρηθεί κατά τη συγχορήγηση με φλουοξετίνη. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί εκδηλώσεις τοξικότητας. Συνιστάται να εξετάζεται το ενδεχόμενο της συντηρητικής τιτλοποίησης της δόσης του συγχορηγούμενου φαρμάκου καθώς και η παρακολούθηση της κλινικής κατάστασης του ασθενούς.
Σεροτονινεργικά φάρμακα (λίθιο, τραμαδόλη, τριπτάνες, τρυπτοφάνη, σελεγιλίνη (ΜΑΟΙ-Β), St John’s Wort (Hypericum perforatum/Υπερικό βαλσαμόχορτο))
Έχουν υπάρξει αναφορές ήπιου συνδρόμου σεροτονίνης κατά τη συγχορήγηση εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) με φάρμακα που έχουν σεροτονινεργική δράση. Συνεπώς, η συγχορήγηση της φλουοξετίνης με τα φάρμακα αυτά θα πρέπει να γίνεται με προσοχή, με συχνότερη και στενότερη κλινική παρακολούθηση (βλέπε παράγραφο 4.4).
Παράταση του διαστήματος QT
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί φαρμακοκινητικές και φαρμακοδυναμικές μελέτες μεταξύ της φλουοξετίνης και άλλων φαρμακευτικών προϊόντων που παρατείνουν το διάστημα QT. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η αθροιστική επίδραση της φλουοξετίνης και αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων. Επομένως, η συγχορήγηση της φλουοξετίνης με τα φαρμακευτικά προϊόντα που παρατείνουν το διάστημα QT, όπως Κατηγορίας ΙΑ και ΙΙΙ αντιαρρυθμικά, αντιψυχωτικά (π.χ. παράγωγα φαινοθειαζίνης, πιμοζίδη, αλοπεριδόλη), τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, ορισμένοι αντιμικροβιακοί παράγοντες (π.χ. σπαρφλοξακίνη, μοξιφλοξασίνη, ερυθρομυκίνη IV, πενταμιδίνη), η θεραπεία της ελονοσίας ιδιαίτερα η αλλοφαντρίνη, ορισμένα αντιισταμινικά (αστεμιζόλη, μιζολαστίνη), θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή (βλέπε παραγράφους 4.4, 4.8 και 4.9).
Φάρμακα που επηρεάζουν την αιμόσταση (από του στόματος αντιπηκτικά, όποιος και αν είναι ο μηχανισμός τους, αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα, όπως η ασπιρίνη και τα ΜΣΑΦ)
Κίνδυνος αυξημένης αιμορραγίας. Θα πρέπει να πραγματοποιείται κλινική παρακολούθηση και πιο συχνή παρακολούθηση του INR κατά τη χορήγηση από του στόματος αντιπηκτικών. Μπορεί να χρειάζεται προσαρμογή της δόσης κατά τη διάρκεια της θεραπείας με φλουοξετίνη και μετά τη διακοπή της (βλέπε παραγράφους 4.4 και 4.8).
Κυπροεπταδίνη
Υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις στις οποίες έχει αναφερθεί μειωμένη αντικαταθλιπτική δραστικότητα της φλουοξετίνης όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με κυπροεπταδίνη.
Φάρμακα που προκαλούν υπονατριαιμία
Η υπονατριαιμία είναι μια ανεπιθύμητη ενέργεια της φλουοξετίνης. Η χρήση της σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που σχετίζονται με υπονατριαιμία (π.χ. διουρητικά, δεσμοπρεσσίνη, καρβαμαζεπίνη και η οξυκαρβαζεπίνη) μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο (βλέπε παράγραφο 4.8).
Φάρμακα που προκαλούν μείωση του επιληπτογονικού ορίου
Οι επιληπτικές κρίσεις είναι μία ανεπιθύμητη ενέργεια της φλουοξετίνης. Η χρήση της σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να προκαλέσουν μείωση του επιληπτικού ουδού (για παράδειγμα, τα TCAs, άλλοι SSRIs, φαινοθειαζίνες, βουτυροφαινόνες, μεφλοκίνη, χλωροκίνη, βουπροπιόνη, τραμαδόλη), ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο.
Άλλα φάρμακα που μεταβολίζονται από το CYP2D6
Η φλουοξετίνη είναι ένας ισχυρός αναστολέας του ενζύμου CYP2D6, ως εκ τούτου η ταυτόχρονη θεραπεία με άλλα φάρμακα που επίσης μεταβολίζονται από αυτό το σύστημα, μπορεί να επιφέρει φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις, ιδίως με εκείνα που έχουν μικρό θεραπευτικό εύρος (όπως είναι η φλεκαϊνίδη, η προπαφαινόνη και η νεμπιβολόλη) και με εκείνα που έχουν τιτλοποιηθεί, αλλά επίσης και με την ατομοξετίνη, την καρβαμαζεπίνη, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και την ρισπεριδόνη. Η χορήγηση τους θα πρέπει να ξεκινά ή να προσαρμόζεται στο χαμηλότερο όριο του δοσολογικού εύρους τους. Αυτό μπορεί επίσης να ισχύει εάν η φλουοξετίνη έχει χορηγηθεί τις προηγούμενες 5 εβδομάδες.
Κύηση
Ορισμένες επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών ανωμαλιών που σχετίζονται με τη χρήση της φλουοξετίνης κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου. Ο μηχανισμός δράσης είναι άγνωστος. Συνολικά τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι ο κίνδυνος να έχει ένα βρέφος καρδιαγγειακή ανωμαλία μετά από έκθεση της μητέρας σε φλουοξετίνη είναι της τάξης των 2/100 σε σύγκριση με το αναμενόμενο ποσοστό για τέτοιες ανωμαλίες που είναι περίπου 1/100 στο συνολικό πληθυσμό.
Επιδημιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η χρήση των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδιαίτερα κατά το τέλος της, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο της επιμένουσας πνευμονικής υπέρτασης στα νεογνά (PPHN). Ο κίνδυνος που παρατηρήθηκε ήταν περίπου 5 περιπτώσεις ανά 1000 κυήσεις. Στο συνολικό πληθυσμό 1 έως 2 περιπτώσεις ανά 1000 κυήσεις εμφανίζουν επιμένουσα πνευμονική υπέρταση (PPHN).
Η φλουοξετίνη δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εκτός εάν η κλινική κατάσταση της γυναίκας απαιτεί θεραπεία με φλουοξετίνη και δικαιολογεί τον πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο. Η απότομη διακοπή της θεραπείας θα πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (βλέπε παράγραφο 4.2 «Δοσολογία και τρόπος χορήγησης»). Εάν η φλουοξετίνη χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, απαιτείται προσοχή ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους μήνες της κύησης ή αμέσως πριν τον τοκετό, αφού κάποιες επιπλέον επιδράσεις έχουν αναφερθεί σε νεογνά: ευερεθιστότητα, τρόμος, υποτονία, επίμονο κλάμα, δυσκολία στο θηλασμό ή στον ύπνο. Τα συμπτώματα αυτά ενδέχεται να αποτελούν σεροτονινεργικές επιδράσεις ή σημεία του συνδρόμου απόσυρσης. Ο χρόνος και η διάρκεια των συμπτωμάτων αυτών ενδέχεται να σχετίζονται με τη μακρά περίοδο ημιζωής της φλουοξετίνης (4-6 ημέρες) και του δραστικού μεταβολίτη, της νορφλουοξετίνης (4-16 ημέρες).
Γαλουχία
Είναι γνωστό ότι η φλουοξετίνη και ο μεταβολίτης της, νορφλουοξετίνη, απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα. Ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί σε νεογνά που θηλάζουν. Η φλουοξετίνη θα πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας μόνο εάν κρίνεται απόλυτα απαραίτητο και το ενδεχόμενο διακοπής της γαλουχίας ή εναλλακτικά η χορήγηση της χαμηλότερης αποτελεσματικής δόσης φλουοξετίνης θα πρέπει να εξετάζονται.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Το Ladose δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Αν και έχει δειχθεί ότι η φλουοξετίνη δεν επηρεάζει την ικανότητα οδήγησης σε υγιείς εθελοντές, κάθε φάρμακο δραστικό στο ΚΝΣ ενδέχεται να επηρεάσει την κρίση ή τις κινητικές δεξιότητες. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται ώστε να αποφεύγουν την οδήγηση των αυτοκινήτων ή το χειρισμό επικίνδυνων μηχανών, μέχρις ότου βεβαιωθούν ότι η ικανότητά τους δεν έχει μειωθεί.
Σχετικό SPC
Ladose 20 mg/ 5 ml πόσιμο διάλυμα.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ 2016: LADOSE Πόσιμο διάλυμα