Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Ιχνηλασιμότητα
Προκειμένου να βελτιωθεί η ιχνηλασιμότητα των βιολογικών φαρμακευτικών προϊόντων, το όνομα και ο αριθμός παρτίδας του χορηγούμενου φαρμάκου πρέπει να καταγράφεται με σαφήνεια.
Παροξύνσεις άσθματος
To Fasenra δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τη θεραπεία οξέων παροξύνσεων άσθματος.
Οι ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται να αναζητούν ιατρική συμβουλή εάν το άσθμα τους παραμένει μη ελεγχόμενο ή επιδεινώνεται μετά την έναρξη της θεραπείας.
Κορτικοστεροειδή
Δεν συνιστάται η απότομη διακοπή των κορτικοστεροειδών μετά την έναρξη της θεραπείας με Fasenra. Η μείωση των δόσεων των κορτικοστεροειδών, εάν χρειάζεται, πρέπει να είναι σταδιακή και να γίνεται υπό την επίβλεψη ιατρού.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Έχουν εμφανιστεί οξείες συστηματικές αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένων των αναφυλακτικών αντιδράσεων και αντιδράσεων υπερευαισθησίας (π.χ. κνίδωση, βλατιδώδης κνίδωση, εξάνθημα) μετά τη χορήγηση της μπενραλιζουμάμπης (βλέπε παράγραφο 4.8). Αυτές οι αντιδράσεις μπορεί να ανακύπτουν μέσα σε ώρες από τη χορήγηση, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν καθυστερημένη έναρξη (δηλ. ημέρες).
Ένα ιστορικό αναφυλαξίας που δεν σχετίζεται με την μπενραλιζουμάμπη μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση αναφυλαξίας μετά τη χορήγηση του Fasenra (βλέπε παράγραφο 4.3). Σύμφωνα με την κλινική πρακτική, οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται για κατάλληλο χρονικό διάστημα μετά τη χορήγηση του Fasenra.
Σε περίπτωση αντίδρασης υπερευαισθησίας, το Fasenra πρέπει να διακόπτεται μόνιμα και να γίνεται έναρξη κατάλληλης θεραπείας.
Παρασιτική (Ελμινθική) λοίμωξη
Τα ηωσινόφιλα μπορεί να εμπλέκονται στην ανοσολογική ανταπόκριση σε κάποιες λοιμώξεις από έλμινθες. Οι ασθενείς με γνωστές λοιμώξεις από έλμινθες εξαιρέθηκαν από τη συμμετοχή σε κλινικές δοκιμές. Δεν είναι γνωστό εάν η μπενραλιζουμάμπη μπορεί να επηρεάσει την ανταπόκριση του ασθενούς κατά των λοιμώξεων από έλμινθες.
Οι ασθενείς με προϋπάρχουσες λοιμώξεις από έλμινθες πρέπει να υποβληθούν σε θεραπεία πριν την έναρξη της θεραπείας με μπενραλιζουμάμπη. Εάν οι ασθενείς μολυνθούν, ενώ λαμβάνουν θεραπεία και δεν ανταποκρίνονται στην αντιελμινθική θεραπεία, η θεραπεία με μπενραλιζουμάμπη πρέπει να διακόπτεται μέχρι να υποχωρήσει η λοίμωξη.
Ασυμβατότητες
Ελλείψει μελετών σχετικά με τη συμβατότητα, το παρόν φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι η κεφαλαλγία (8%) και η φαρυγγίτιδα (3%). Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αναφυλακτικής αντίδρασης ποικίλης σοβαρότητας.
Κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών υπό μορφή πίνακα
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί με τη μπενραλιζουμάμπη κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών και από την εμπειρία μετά την κυκλοφορία. Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών ορίζεται χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000) και μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Πίνακας 1. Κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών υπό μορφή πίνακα:
Kατηγορία/οργανικό σύστημα MedDRA | Ανεπιθύμητη ενέργεια | Συχνότητα |
---|---|---|
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις | Φαρυγγίτιδα* | Συχνή |
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος | Αντιδράσεις υπερευαισθησίας** | Συχνή |
Αναφυλακτική αντίδραση | Μη γνωστή | |
Διαταραχές του νευρικού συστήματος | Κεφαλαλγία | Συχνή |
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης | Πυρεξία Αντίδραση στη θέση της ένεσης*** | Συχνή |
* Η φαρυγγίτιδα ορίστηκε από τους ακόλουθους ομαδοποιημένους προτιμώμενους όρους: ‘Φαρυγγίτιδα’, ‘Φαρυγγίτιδα βακτηριακή’, ‘Φαρυγγίτιδα ιογενής’, ‘Φαρυγγίτιδα από στρεπτόκοκκο’.
** Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας ορίστηκαν από τους ακόλουθους ομαδοποιημένους προτιμώμενους όρους: ‘Κνίδωση’, ‘Βλατιδώδης κνίδωση’ και ‘Εξάνθημα’. Για παραδείγματα των σχετικών εκδηλώσεων που αναφέρθηκαν και περιγραφή του χρόνου έναρξης, βλέπε παράγραφο 4.4.
*** Βλέπε «Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών».
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Αντιδράσεις στη θέση της ένεσης
Στις ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες, οι αντιδράσεις στη θέση της ένεσης (π.χ. άλγος, ερύθημα, κνησμός, βλατίδα) ανέκυψαν σε ποσοστό 2,2% σε ασθενείς που έλαβαν τη συνιστώμενη δόση μπενραλιζουμάμπης σε σύγκριση με 1,9% σε ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Τα συμβάντα ήταν παροδικά στη φύση τους.
Μακροχρόνια ασφάλεια
Σε μια μελέτη επέκτασης διάρκειας 56 εβδομάδων (Μελέτη 4) σε ασθενείς με άσθμα από τις Mελέτες 1, 2 και 3, 842 ασθενείς έλαβαν θεραπεία με Fasenra στη συνιστώμενη δόση και παρέμειναν στη μελέτη. Το συνολικό προφίλ ασφάλειας ήταν παρόμοιο με εκείνο των μελετών άσθματος που περιγράφονται παραπάνω. Επιπλέον, σε μια ανοιχτής επισήμανσης μελέτη επέκτασης ασφάλειας (Μελέτη 5) σε ασθενείς με άσθμα από προηγούμενες μελέτες, 226 ασθενείς έλαβαν θεραπεία με Fasenra στη συνιστώμενη δόση για έως και 43 μήνες. Σε συνδυασμό με την περίοδο θεραπείας σε προηγούμενες μελέτες, αυτό αντιστοιχεί σε μια διάμεση παρακολούθηση 3,4 ετών (εύρος 8,5 μήνες-5,3 χρόνια). Το προφίλ ασφάλειας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρακολούθησης ήταν συνεπές με το γνωστό προφίλ ασφάλειας του Fasenra.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα σε παιδιατρικούς ασθενείς. Υπήρχαν 108 έφηβοι ηλικίας 12 έως 17 ετών με άσθμα που εντάχθηκαν στις μελέτες φάσης 3 (Μελέτη 1: n=53, Μελέτη 2: n=55). Από αυτούς, 46 έλαβαν εικονικό φάρμακο, 40 έλαβαν μπενραλιζουμάμπη κάθε 4 εβδομάδες για 3 δόσεις, ακολουθούμενες από κάθε 8 εβδομάδες στη συνέχεια και 22 έλαβαν μπενραλιζουμάμπη κάθε 4 εβδομάδες. Έφηβοι ασθενείς ηλικίας 12 έως 17 ετών (n=86) από τις Μελέτες 1 και 2 συνέχισαν τη θεραπεία με μπενραλιζουμάμπη στη Μελέτη 4 για έως και 108 εβδομάδες. Η συχνότητα, ο τύπος και η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών στον πληθυσμό εφήβων παρατηρήθηκε ότι είναι παρόμοια με εκείνα που παρατηρούνται στους ενήλικες.
Σε μια ανοιχτής επισήμανσης, μη ελεγχόμενη φαρμακοκινητική και φαρμακοδυναμική μελέτη διάρκειας 48 εβδομάδων σε έναν περιορισμένο αριθμό παιδιατρικών ασθενών (n=28) με μη ελεγχόμενο σοβαρό άσθμα, το προφίλ ασφάλειας για τους ασθενείς ηλικίας 6 έως 11 ετών ήταν παρόμοιο με αυτό του πληθυσμού ενηλίκων και εφήβων (βλέπε παράγραφο 4.2).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στο Παράρτημα V.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες αλληλεπιδράσεων. Σε μια τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή παράλληλων ομάδων μελέτη σε 103 ασθενείς ηλικίας μεταξύ 12 και 21 ετών με σοβαρό άσθμα, οι χυμικές απαντήσεις αντισωμάτων που προκλήθηκαν από τον εμβολιασμό κατά του εποχικού ιού της γρίπης δεν φαίνεται να επηρεάζονται από τη θεραπεία με μπενραλιζουμάμπη. Δεν αναμένεται επίδραση της μπενραλιζουμάμπης στη φαρμακοκινητική των συγχορηγούμενων φαρμακευτικών προϊόντων (βλέπε παράγραφο 5.2).
Τα ένζυμα του κυτοχρώματος P450, οι αντλίες εκροής και οι μηχανισμοί σύνδεσης πρωτεϊνών δεν εμπλέκονται στην κάθαρση της μπενραλιζουμάμπης. Δεν υπάρχει ένδειξη έκφρασης του υποδοχέα α της ιντερλευκίνης 5 (IL-5Ra) σε ηπατοκύτταρα. Η ελάττωση των ηωσινοφίλων δεν προκαλεί χρόνιες συστηματικές μεταβολές των προφλεγμονωδών κυτοκινών.
Κύηση
Είναι περιορισμένα τα δεδομένα (περιπτώσεις έκβασης εγκυμοσύνης λιγότερες από 300) από την χρήση μπενραλιζουμάμπης στις έγκυες γυναίκες.
Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεση ή έμμεση τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα (βλέπε παράγραφο 5.3).
Τα μονοκλωνικά αντισώματα, όπως η μπενραλιζουμάμπη, μεταφέρονται δια μέσου του πλακούντα γραμμικά καθώς εξελίσσεται η εγκυμοσύνη. Ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη έκθεση του εμβρύου είναι πιθανό να είναι μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης.
Είναι προτιμητέο να αποφεύγεται η χρήση του Fasenra κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η χορήγησή του σε έγκυες γυναίκες πρέπει να εξετάζεται ως ενδεχόμενο μόνο εάν το αναμενόμενο όφελος για τη μητέρα είναι μεγαλύτερο από κάθε πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν η μπενραλιζουμάμπη ή οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα ή στο γάλα των ζώων. Ο κίνδυνος στο παιδί που θηλάζει δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Πρέπει να αποφασιστεί εάν θα διακοπεί ο θηλασμός ή θα διακοπεί/θα αποφευχθεί η χρήση Fasenra, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της θεραπείας για την γυναίκα.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Το Fasenra δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Σχετικό SPC
Fasenra 30 mg ενέσιμο διάλυμα σε προγεμισμένη σύριγγα.
Fasenra 30 mg ενέσιμο διάλυμα σε προγεμισμένη συσκευή τύπου πένας.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ 2024: FASENRA Ενέσιμο διάλυμα