Αντενδείξεις
Γνωστή υπερευαισθησία στη χλωροκίνη ή σε κάποιο από τα έκδοχα του φαρμάκου.
Συγχορήγηση με αμιωδαρόνη (βλ. παράγραφο 4.5).
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Όταν χρησιμοποιείται για προφύλαξη από την ελονοσία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι επίσημες οδηγίες και οι τοπικές πληροφορίες σχετικά με τον επιπολασμό της ανθεκτικότητας στα αντι-ελονοσιακά φάρμακα.
Γενικά
Πριν την έναρξη μακροχρόνιας θεραπείας, και οι δύο οφθαλμοί πρέπει να εξετασθούν με προσεκτική οφθαλμοσκόπηση για έλεγχο της οπτικής οξύτητας, του οπτικού πεδίου και της οπτικής αντίληψης χρωμάτων, και με βυθοσκόπηση. Η μη αναστρέψιμη βλάβη του αμφιβληστροειδούς και οι αλλαγές του κερατοειδούς μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας και μετά τη διακοπή του φαρμάκου. Οφθαλμική εξέταση απαιτείται πριν από την έναρξη και σε διάστημα 3-6 μηνών μετά την έναρξη της θεραπείας εάν οι ασθενείς λαμβάνουν χλωροκίνη:
- σε συνεχείς υψηλές δόσεις για περισσότερο από 12 μήνες,
- ως εβδομαδιαία θεραπεία για περισσότερο από 3 χρόνια,
- όταν η συνολική κατανάλωση υπερβαίνει τα 1,6 g/kg (συσσωρευτική δόση 100 g). Το απόλυτο βάρος σώματος χρησιμοποιούμενο σαν οδηγός για τη δοσολογία, μπορεί να οδηγήσει σε υπερδοσολογία στους παχύσαρκους.
Η τοξική επίδραση στον αμφιβληστροειδή εξαρτάται από τη δοσολογία. Υπέρβαση της συνιστώμενης ημερήσιας δόσης προκαλεί άμεση αύξηση του κινδύνου τοξικότητας στον αμφιβληστροειδή.
Η ανωτέρω εξέταση θα πρέπει να γίνεται πιο συχνά ανάλογα με τον ασθενή, στις κατωτέρω περιπτώσεις:
- νεφρική ανεπάρκεια,
- ηλικιωμένοι,
- μειωμένη οπτική οξύτητα.
Εάν παρουσιασθεί κάποια οπτική διαταραχή (οπτική οξύτητα, οπτική αντίληψη χρωμάτων) η χορήγηση του φαρμάκου θα πρέπει να σταματήσει αμέσως και οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για πιθανή επιδείνωση. Αλλαγές του αμφιβληστροειδούς (και οπτικές ανωμαλίες) μπορεί να εμφανισθούν ακόμα και μετά τη διακοπή της θεραπείας (βλ. παράγραφο 4.8).
Η χλωροκίνη έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί σοβαρή υπογλυκαιμία συμπεριλαμβανομένης της απώλειας συνείδησης που μπορεί να είναι απειλητική για τη ζωή σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ή χωρίς αντιδιαβητικά φάρμακα. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με χλωροκίνη πρέπει να προειδοποιούνται για τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας και των σχετικών κλινικών σημείων και συμπτωμάτων. Οι ασθενείς που παρουσιάζουν κλινικά συμπτώματα που υποδηλώνουν υπογλυκαιμία κατά τη διάρκεια της θεραπείας με χλωροκίνη πρέπει να ελέγξουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα τους και να επανεξετάζεται η θεραπεία ανάλογα με τις ανάγκες.
Παράταση του διαστήματος QTc
Η χλωροκίνη έχει δειχθεί ότι παρατείνει το διάστημα QTc σε ορισμένους ασθενείς.
Η χλωροκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με συγγενή ή τεκμηριωμένη παράταση του διαστήματος QT ή/και γνωστούς παράγοντες κινδύνου για παράταση του διαστήματος QT, όπως:
- καρδιοπάθεια π.χ. καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του μυοκαρδίου,
- προαρρυθμικές καταστάσεις, π.χ. βραδυκαρδία (<50 bpm),
- ιστορικό κοιλιακών αρρυθμιών,
- μη διορθωμένη υποκαλιαιμία και/ή υπομαγνησιαιμία
- και κατά την ταυτόχρονη χορήγηση με παράγοντες που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT (βλ. παράγραφο 4.5), καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο για κοιλιακές αρρυθμίες, μερικές φορές με θανατηφόρο έκβαση.
Το μέγεθος της παράτασης του QT μπορεί να αυξηθεί με τις αυξανόμενες συγκεντρώσεις του φαρμάκου. Συνεπώς, δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση της συνιστώμενης δόσης (βλ. επίσης παράγραφο 4.8 και 4.9).
Εάν εμφανιστούν σημάδια καρδιακής αρρυθμίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας με χλωροκίνη, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί και θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ΗΚΓ.
Μυοκαρδιοπάθεια
Σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με χλωροκίνη, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μυοκαρδιοπάθειας που οδηγούν σε καρδιακή ανεπάρκεια, μερικές φορές με θανατηφόρο έκβαση (βλ. επίσης παράγραφο 4.8 και 4.9). Εάν εμφανιστούν σημεία και συμπτώματα καρδιομυοπάθειας κατά τη διάρκεια της θεραπείας με χλωροκίνη, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί.
Απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση φωσφορικής χλωροκίνης σε ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας, ιδιαίτερα όταν σχετίζεται με κίρρωση.
Επίσης, απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με πορφυρία. Η φωσφορική χλωροκίνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρά συμπτώματα και αύξηση της ποσότητας των πορφυρινών που απεκκρίνονται στα ούρα. Αυτή η αντίδραση είναι ιδιαίτερα εμφανής σε ασθενείς με υψηλή πρόσληψη αλκοόλ.
Ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων διάχυτης παρεγχυματικής πνευμονικής νόσου έχει εντοπιστεί σε ασθενείς που λαμβάνουν χλωροκίνη. Μια απόκριση μετά τη θεραπεία με στεροειδή έχει παρατηρηθεί σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις.
Έχουν εντοπιστεί περιπτώσεις φαρμακευτικού εξανθήματος με ηωσινοφιλία και συστηματικά συμπτώματα (DRESS) σε ασθενείς που λαμβάνουν χλωροκίνη μόνη ή σε συνδυασμό με προγουανίλη. Έχει παρατηρηθεί υποχώρηση του DRESS μετά τη διακοπή της θεραπείας και μετά από θεραπεία με στεροειδή.
Απαιτείται προσοχή όταν η φωσφορική χλωροκίνη χορηγείται σε ασθενείς με νεφρική νόσο.
Η φωσφορική χλωροκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό επιληψίας. Οι πιθανοί κίνδυνοι και τα οφέλη θα πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά πριν από τη χρήση σε άτομα με αντισπασμωδική θεραπεία ή με ιστορικό επιληψίας, καθώς έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις σπασμών σε συνδυασμό με χλωροκίνη (βλ. παράγραφο 4.5).
Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση της φωσφορικής χλωροκίνης σε μακροχρόνια θεραπεία υψηλής δόσης και τέτοια χρήση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν δεν υπάρχει διαθέσιμο άλλο φάρμακο. Οι ασθενείς με μακροχρόνια θεραπεία θα πρέπει επίσης να παρακολουθούνται για καρδιομυοπάθεια (βλ. παράγραφο 4.8).
Πλήρης αιματολογικός έλεγχος πρέπει να διεξάγεται τακτικά κατά τη διάρκεια παρατεταμένης θεραπείας, καθώς μπορεί να συμβεί σπάνια καταστολή του μυελού των οστών. Απαιτείται προσοχή εάν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα φάρμακα που είναι γνωστό ότι προκαλούν διαταραχές του αίματος.
Η χρήση της φωσφορικής χλωροκίνης σε ασθενείς με ψωρίαση μπορεί να προκαλέσει σοβαρή επιδείνωση.
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με ανεπάρκεια της γλυκόζης-6-φωσφορικής αφυδρογονάσης, καθώς μπορεί να υπάρχει κίνδυνος αιμόλυσης.
Έχουν αναφερθεί οξείες εξωπυραμιδικές διαταραχές (βλ. παράγραφο 4.8) κατά τη διάρκεια της θεραπείας με χλωροκίνη, οι οποίες συνήθως εξαφανίζονται κατά τη διακοπή της θεραπείας και/ή σε συμπτωματική θεραπεία.
Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν σε δόσεις που χρησιμοποιούνται στην προφύλαξη ή τη θεραπεία της ελονοσίας γενικά δεν έχουν σοβαρό χαρακτήρα. Όπου απαιτείται παρατεταμένη υψηλή δοσολογία, δηλ. θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να είναι πιο σοβαρές.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες κατατάσσονται σύμφωνα με τις Κατηγορίες των Οργανικών Συστημάτων βάσει του MedDRA.
Η αξιολόγηση των ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται στις ακόλουθες κατηγορίες συχνοτήτων:
Πολύ συχνές: ≥ 1/10
Συχνές: ≥1/100 έως <1/10
Όχι συχνές: ≥1/1.000 έως <1/100
Σπάνιες: ≥1/10.000 έως <1/1.000
Πολύ σπάνιες: <1/10.000
Mη γνωστές: Δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Μη γνωστές: Καταστολή του μυελού των οστών, Απλαστική αναιμία, Ακοκκιοκυτταραιμία, Θρομβοπενία, Λευκοπενία, Πανκυτταροπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Μη γνωστές: Υπερευαισθησία και αναφυλακτικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων της κνίδωσης, του αγγειοοιδήματος και του βρογχόσπασμου
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Μη γνωστές: Υπογλυκαιμία (βλ. παράγραφο 4.4)
Ψυχιατρικές διαταραχές
Σπάνιες: Ψευδαισθήσεις
Μη γνωστές: Ψυχωτική διαταραχή συμπεριλαμβανομένου του άγχους, της αλλαγής της προσωπικότητας, Αϋπνία, Σύγχυση, Κατάθλιψη
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Μη γνωστές: Σπασμοί (βλ. παράγραφο 4.4), Διαταραχές του οπτικού πεδίου, Πονοκέφαλος, Νευρομυοπάθεια, Οξείες εξωπυραμιδικές διαταραχές (όπως δυστονία, δυσκινησία, προεξοχή της γλώσσας, ραιβόκρανο) (βλ. παράγραφο 4.4)
Οφθαλμικές διαταραχές
Μη γνωστές: Εκφυλισμός του αμφιβληστροειδούς, Βλάβες της ωχράς κηλίδας, Χρωματισμός, Σκοτώματα οπτικής ατροφίας, Τύφλωση, Αδιαφάνεια του κερατοειδούς και χρωματικές εναποθέσεις, Θάμβος όρασης, Διαταραχή προσαρμοστικότητας, Διπλωπία
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου συστήματος
Μη γνωστές: Εμβοές, Υποακουσία, Νευροαισθητήρια βαρηκοΐα
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες: Μυοκαρδιοπάθεια (βλ. παράγραφο 4.4)
Μη γνωστές: Κολποκοιλιακός αποκλεισμός, Παρατάση διαστήματος QT (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.9)
Αγγειακές διαταραχές
Μη γνωστές: Υπόταση
Αναπνευστικό, θώρακας και μεσοθωράκιο
Μη γνωστές: Διάχυτη παρεγχυματική πνευμονική νόσος
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Μη γνωστές: Διαταραχή του γαστρεντερικού συστήματος, Ναυτία, Έμετος, Διάρροια, Κοιλιακός πόνος
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Σπάνιες: Αλλαγές της ηπατικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων της ηπατίτιδα και των μη φυσιολογικών δοκιμασιών της ηπατικής λειτουργίας
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Μη γνωστές: Δερματικά εξανθήματα, κνησμός, πορφυρό δέρμα, Αλωπεκία, Πολύμορφο ερύθημα, Φαρμακευτικό εξάνθημα με ηωσινοφιλία και συστηματικά συμπτώματα (σύνδρομο DRESS), Σύνδρομο Stevens-Johnson (SJS), Τοξική επιδερμική νεκρόλυση (TEN), Επιτάχυνση εμφάνισης ψωρίασης, Κνησμός, Αντίδραση φωτοευαισθησίας, Λειχηνοειδής κεράτωση, Διαταραχή μελάγχρωσης*, Αποφολιδωτική δερματίτιδα, Οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (AGEP)
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Μη γνωστές: Μυοπάθεια
Παρακλινικές εξετάσεις
Μη γνωστές: Αλλαγές στο ΗΓΚ**
* Σε παρατεταμένη χρήση
** Σε υψηλές δόσεις
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562, Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: +30 21 32040380/337, Φαξ: +30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Φάρμακα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT / με πιθανότητα επαγωγής καρδιακής αρρυθμίας
Η χλωροκίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT π.χ. αντιαρρυθμικά κατηγορίας ΙΑ και ΙΙΙ, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, μερικά αντι-μολυσματικά λόγω του αυξημένου κινδύνου κοιλιακής αρρυθμίας (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.9). Η αλοφαντρίνη δεν πρέπει να χορηγείται με χλωροκίνη. Συγκεκριμένα, η αμιωδαρόνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται και η χρήση της αντενδείκνυται. Τα αντιόξινα (άλατα αλουμινίου, ασβεστίου και μαγνησίου) και τα προσροφητικά (π.χ. καολίνη) μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση χλωροκίνης, οπότε πρέπει να λαμβάνονται χωριστά από τη φωσφορική χλωροκίνη (τουλάχιστον με απόσταση τεσσάρων ωρών).
Εάν ο ασθενής λαμβάνει κυκλοσπορίνη, τότε η χλωροκίνη μπορεί να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων κυκλοσπορίνης.
Η χορήγηση του εμβολίου κατά της λύσσας (ανθρώπινου διπλοειδούς κυττάρου) πριν την έκθεση, δεν πρέπει να γίνει σε ασθενείς που λαμβάνουν χλωροκίνη, καθώς αυτό μπορεί να καταστείλει την αντισωματική απόκριση. Όταν πρόκειται να γίνει εμβολιασμός κατά της λύσσας, το εμβόλιο αυτό πρέπει να προηγείται της έναρξης της χορήγησης χλωροκίνης κατά της ελονοσίας, διαφορετικά η αποτελεσματικότητα του εμβολίου μπορεί να μειωθεί.
Η χλωροκίνη μειώνει σημαντικά τα επίπεδα της πραζικαντέλης. Επομένως, συνιστάται προσοχή κατά τη διάρκεια της συγχορήγησης. Μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο αύξησης της δόσης της πραζικαντέλης εάν ο ασθενής δεν ανταποκριθεί στην αρχική δόση.
Άλλα ανθελονοσιακά φάρμακα: Αυξημένος κίνδυνος σπασμών με mefloquine.
Καρδιακές γλυκοσίδες: Η υδροξυχλωροκίνη και πιθανώς η χλωροκίνη αυξάνουν
τη συγκέντρωση της διγοξίνης στο πλάσμα.
Παρασυμπαθομιμητικά: Η χλωροκίνη και η υδροξυχλωροκίνη έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τα συμπτώματα της μυασθένειας gravis και έτσι να μειώσουν την επίδραση της νεοστιγμίνης και της πυριδοστιγμίνης.
Φάρμακα επούλωσης του έλκος: Η σιμετιδίνη αναστέλλει το μεταβολισμό της χλωροκίνης (αυξημένη συγκέντρωση στο πλάσμα).
Μελέτες in vitro έδειξαν ότι η ταυτόχρονη χρήση φαρμάκων όπως αναστολείς πολλαπλών φαρμάκων και εξώθησης τοξίνης (MATE1) (π.χ. σιπροφλοξασίνη, σιμετιδίνη, ομεπραζόλη, υριμεθαμίνη) μπορεί να επηρεάσει τη νεφρική κάθαρση χλωροκίνης, η οποία θα μπορούσε θεωρητικά να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα χλωροκίνης και ενδεχομένως υπερδοσολογία (βλέπε παράγραφο 4.9). Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα όταν πραγματοποιείται αλκαλοποίηση των ούρων, καθώς αυτό μπορεί να μειώσει τη νεφρική απέκκριση χλωροκίνης.
Η χλωροκίνη μπορεί να μειώσει την ουδώ για εμφάνιση σπασμών και έτσι να ανταγωνιστεί τις δράσεις των αντιεπιληπτικών (βλ. παράγραφο 4.4).
Φάρμακα θυρεοειδούς: Αυξημένα επίπεδα θυρεοειδοτρόπου ορμόνης έχουν παρατηρηθεί σε ασθενείς υπό αγωγή με θυροξίνη και κατά συνέπεια η δόση της θυροξίνης θα πρέπει να προσαρμόζεται κατάλληλα.
Υπάρχει ο θεωρητικός κίνδυνος αναστολής της δραστικότητας της ενδοκυτταρικής α-γαλακτοσιδάσης όταν η χλωροκίνη συγχορηγείται με αγαλσιδάση.
Κύηση
Η φωσφορική χλωροκίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εκτός εάν, κατά την κρίση του γιατρού, το πιθανό όφελος υπερτερεί του κινδύνου.
Βραχυπρόθεσμη πρόληψη ελονοσίας: Η ελονοσία σε έγκυες γυναίκες αυξάνει τον κίνδυνο μητρικής θνησιμότητας, αποβολής, θνησιγένειας και χαμηλού βάρους γέννησης με το σχετικό κίνδυνο νεογνικού θανάτου. Τα ταξίδια σε περιοχές με ελονοσία θα πρέπει να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά εάν αυτό δεν είναι εφικτό, οι γυναίκες θα πρέπει να λαμβάνουν αποτελεσματική προφύλαξη.
Μακροπρόθεσμη υψηλή δόση: Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η φωσφορική χλωροκίνη που χορηγείται σε γυναίκες σε υψηλές δόσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προκαλέσει εμβρυικές ανωμαλίες, συμπεριλαμβανομένης της απώλειας της όρασης, της ωτοτοξικότητας και της κοχλιακής-αιθουσαίας δυσλειτουργίας
Γαλουχία
Παρόλο που η φωσφορική χλωροκινίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα, η ποσότητα είναι πολύ μικρή για να είναι επιβλαβής όταν χρησιμοποιείται για προφύλαξη από ελονοσία, αλλά ως εκ τούτου, η ποσότητα είναι ανεπαρκής για να αποφέρει οφέλη στο βρέφος. Απαιτείται ξεχωριστή χημειοπροφύλαξη για το βρέφος. Ωστόσο, όταν χρησιμοποιούνται μακροχρόνιες υψηλές δόσεις για ρευματοειδή ασθένεια, δεν συνιστάται θηλασμός.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Δυσχέρεια στην οπτική προσαρμογή μπορεί να εμφανιστεί κατά την πρώτη λήψη της φωσφορικής χλωροκίνης και οι ασθενείς θα πρέπει να προειδοποιούνται σχετικά με την οδήγηση ή το χειρισμό μηχανημάτων.
Σχετικό SPC
UNIKINON Δισκία 200 mg/tab.
UNIKINON Δισκία 250 mg/tab.
UNIKINON Δισκία 500 mg/tab.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.