Αντενδείξεις
Η δεξιβουπροφαίνη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς:
- με υπερευαισθησία στη δεξιβουπροφαίνη, σε κάποιο άλλο ΜΣΑΦ, ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
- στους οποίους ουσίες με παρόμοια δράση (π.χ. ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή άλλα ΜΣΑΦ) προκαλούν ασθματικές κρίσεις, βρογχόσπασμο, οξεία ρινίτιδα, ή δημιουργούν ρινικούς πολύποδες, κνίδωση ή αγγειονευρωτικό οίδημα.
- με ιστορικό γαστρεντερικής αιμορραγίας ή διάτρησης, σχετιζόμενης με προηγούμενη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
- με ενεργό ή ιστορικό υποτροπιάζοντος πεπτικού γαστρεντερικού έλκους/αιμορραγίας (δύο ή περισσότερα σαφή επεισόδια αποδεδειγμένης εξέλκωσης ή αιμορραγίας).
- με ασαφείς διαταραχές του αιμοποιητικού συστήματος.
- με αγγειακές εγκεφαλικές αιμορραγίες ή άλλες ενεργές αιμορραγίες.
- με ενεργό νόσο του Crohn ή ενεργό ελκώδη κολίτιδα.
- με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια (κατηγορίας IV κατά NYHA), (βλ. παράγραφο 4.4).
- με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (GFR <30 ml/min).
- με σοβαρή αφυδάτωση (π.χ. προκαλούμενη από έμετο, διάρροια, ή ανεπαρκή πρόσληψη υγρών).
- με σοβαρή βλάβη της ηπατικής λειτουργίας.
- κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου της κύησης (βλ. παράγραφο 4.6).
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να ελαχιστοποιηθούν χρησιμοποιώντας την κατώτατη αποτελεσματική δόση για την πλέον μικρή διάρκεια θεραπείας που απαιτείται για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλ. παράγραφο 4.2 και κινδύνους από το γαστρεντερικό και το καρδιαγγειακό σύστημα παρακάτω).
Συνιστάται προσοχή στους ασθενείς:
- με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και νόσο μεικτού συνδετικού ιστού καθώς υπάρχει αυξημένος κίνδυνος άσηπτης μηνιγγίτιδας (βλ. παράγραφο 4.8).
- με κληρονομική διαταραχή του μεταβολισμού της πορφυρίνης (π.χ. οξεία διαλείπουσα πορφυρία).
- με ιστορικό διαταραχών του γαστρεντερικού συστήματος ή χρόνιας φλεγμονώδης εντερικής νόσου (ελκώδης κολίτιδα και νόσος του Crohn) (βλ. παράγραφο 4.8).
- με υπέρταση και (ή) ήπια έως μέτρια καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς έχουν αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα που σχετίζονται με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
- με νεφρική δυσλειτουργεία, καθώς η νεφρική λειτουργία μπορεί να επιδεινωθεί περαιτέρω (βλ. παράγραφο 4.3. και 4.8).
- με ηπατική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο 4.3. και 4.8).
- αμέσως μετά από σοβαρές χειρουργικές επεμβάσεις.
- με αλλεργική ρινίτιδα, ρινικούς πολύποδες, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, επειδή υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αλλεργικών ανιδράσεων. Αυτές μπορεί να εμφανιστούν ως κρίσεις άσθματος (το αποκαλούμενο αναλγητικό άσθμα), ως οίδημα του Quincke ή κνίδωση.
Άλλα ΜΣΑΦ
Η ταυτόχρονη χρήση της δεξιβουπροφαίνης με ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της 2-κυκλοοξυγονάσης, πρέπει να αποφεύγεται.
Ηλικιωμένοι
Οι ηλικιωμένοι έχουν αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών από τα ΜΣΑΦ, ιδιαίτερα γαστρεντερική αιμορραγία και διάτρηση, τα οποία μπορεί να αποβούν μοιραία (βλ. παράγραφο 4.2).
Γαστρεντερικοί κίνδυνοι
Γαστρεντερική αιμορραγία, έλκη και διάτρηση, που μπορεί να αποβούν μοιραία, έχουν αναφερθεί με όλα τα ΜΣΑΦ οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της θεραπείας, με ή χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα ή προηγούμενο ιστορικό σοβαρών γαστρεντερικών συμβάντων.
Ο κίνδυνος γαστρεντερικής αιμορραγίας, έλκους ή διάτρησης είναι μεγαλύτερος με αυξανόμενες δόσεις ΜΣΑΦ, σε ασθενείς με ιστορικό ελκών, ιδιαίτερα εάν επιβαρύνονται με αιμορραγία ή διάτρηση (βλ. παράγραφο 4.3), αλκοολισμό και σε ηλικιωμένους. Αυτοί οι ασθενείς πρέπει να ξεκινούν τη θεραπεία με τη χαμηλότερη διαθέσιμη δόση. Πρέπει να εξετάζεται για αυτούς τους ασθενείς συνδυασμένη θεραπεία με προστατευτικούς παράγοντες (π.χ. μισοπροστόλη ή αναστολείς αντλίας πρωτονίων), καθώς επίσης και για τους ασθενείς που απαιτείται συγχρόνως χαμηλή δόση ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή άλλων φαρμάκων που πιθανώς αυξάνουν τον γαστρεντερικό κίνδυνο (βλ. κατωτέρω και παράγραφο 4.5).
Ασθενείς με ιστορικό γαστρεντερικής τοξικότητας, ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι, πρέπει να αναφέρουν όλα τα κοιλιακά συμπτώματα (κυρίως αιμορραγίες από το γαστρεντερικό), ιδιαίτερα κατά τα αρχικά στάδια της θεραπείας.
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως φάρμακα τα οποία μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο έλκους ή αιμορραγίας, όπως τα από στόματος κορτικοστεροειδή, τα από στόματος ή παρεντερικά αντιπηκτικά (π.χ. ηπαρίνη ή τα παράγωγά της, ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ όπως η ακενοκουμαρόλη ή η βαρφαρίνη και ουσίες που δεν αποτελούν ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ όπως η ριβαροξαμπάνη, η απιξαμπάνη ή η δαβιγατράνη) εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης ή αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες όπως το ακετυλοσαλικυλικό οξύ (βλ. παράγραφο 4.5).
Όταν παρουσιασθούν αιμορραγία από το γαστρεντερικό ή εξέλκωση σε ασθενείς που λαμβάνουν δεξιβουπροφαίνη, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.
Τα ΜΣΑΦ πρέπει να χορηγούνται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό φλεγμονώδους γαστρεντερικής νόσου (ελκώδους κολίτιδας, νόσου του Crohn), καθώς η κατάστασή τους μπορεί να επιδεινωθεί (βλ. παράγραφο 4.8).
Υπερευαισθησία
Όπως και με άλλα ΜΣΑΦ, αλλεργικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων αναφυλακτικών/αναφυλακτοειδών αντιδράσεων, μπορεί επίσης να παρουσιασθούν χωρίς προηγούμενη έκθεση στο φάρμακο.
Πολύ σπάνια μπορεί να εμφανιστούν σοβαρές αντιδράσεις οξείας υπερευαισθησίας (π.χ. αναφυλακτική καταπληξία). Η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται με την πρώτη εμφάνιση σημείων αντίδρασης υπερευαισθησίας μετά από χορήγηση ιβουπροφαίνης. Ανάλογα με τα συμπτώματα, πρέπει να λαμβάνονται τα απαραίτητα ιατρικά μέτρα από έμπειρο προσωπικό.
Επιδράσεις στο αναπνευστικό σύστημα
Σε ασθενείς που πάσχουν από ή έχουν προηγούμενο ιστορικό βρογχικού άσθματος ή αλλεργικής πάθησης, μπορεί να προκληθεί βρογχόσπασμος.
Καρδιαγγειακές και αγγειακές εγκεφαλικές επιδράσεις
Απαιτείται σωστή παρακολούθηση και η παροχή συμβουλών σε ασθενείς με ιστορικό υπέρτασης και/ή με ήπια έως μέτρια συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς έχει αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οιδήματα σε σχέση με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Κλινικές μελέτες υποδηλώνουν ότι η χρήση της ιβουπροφαίνης, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις (2400 mg/ημέρα), μπορεί να σχετίζεται με μία μικρή αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση θρομβωτικών αρτηριακών συμβάντων (για παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο). Συνολικά, οι επιδημιολογικές μελέτες δεν υποδηλώνουν ότι η χαμηλή δόση ιβουπροφαίνης (π.χ. ≤1200 mg ημερησίως) σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για θρομβωτικά αρτηριακά συμβάματα. Αν και υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα σχετικά με τον κίνδυνο αρτηριακών θρομβώσεων με τη δεξιβουπροφαίνη, είναι λογικό να υποτεθεί ότι ο κίνδυνος με υψηλή δόση δεξιβουπροφαίνης (1200 mg/ημέρα) θα είναι παρόμοιος με εκείνον που σχετίζεται με την υψηλή δόση της ιβουπροφαίνης (2400 mg/ημέρα).
Ασθενείς με μη ρυθμισμένη υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (NYHA II-III), εγκατεστημένη ισχαιμική καρδιακή νόσο, περιφερική αρτηριακή νόσο, και/ή αγγειακή εγκεφαλική νόσο πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία με δεξιβουπροφαίνη μόνο μετά από προσεκτική εκτίμηση του θέματος και οι υψηλές δόσεις (1200 mg/ημέρα) πρέπει να αποφεύγονται.
Προσεκτική εκτίμηση πρέπει επίσης να γίνεται πριν την έναρξη μακροχρόνιας θεραπείας ασθενών με παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου (π.χ. υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα), ιδιαίτερα όταν απαιτούνται υψηλές δόσεις δεξιβουπροφαίνης (1200 mg/ημέρα).
Νεφρικές και ηπατικές επιδράσεις
Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από ηπατική και νεφρική πάθηση. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος κατακράτησης υγρών, οιδήματος και επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας. Αν χορηγηθεί σε αυτούς τους ασθενείς, η δόση της δεξιβουπροφαίνης πρέπει να διατηρείται όσο το δυνατόν χαμηλότερη και να παρακολουθείται τακτικά η νεφρική λειτουργία.
Όπως άλλα ΜΣΑΦ, η δεξιβουπροφαίνη μπορεί να συσχετισθεί με ανεπιθύμητες δράσεις από το νεφρικό σύστημα, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε σπειραματονεφρίτιδα, διάμεσο νεφρίτιδα, νεκρωτική θηλίτιδα, νεφρωσικό σύνδρομο και οξεία νεφρική ανεπάρκεια (βλ. παραγράφους 4.2 , 4.3 και 4.5).
Όπως όλα τα ΜΣΑΦ, η δεξιβουπροφαίνη μπορεί να αυξήσει την ουρία στο πλάσμα και την κρεατινίνη.
Όπως άλλα ΜΣΑΦ, η δεξιβουπροφαίνη μπορεί να προκαλέσει παροδικές μικρές αυξήσεις σε μερικές ηπατικές παραμέτρους, καθώς επίσης σημαντικές αυξήσεις των SGOT και SGPT. Σε περίπτωση σχετικών αυξήσεων αυτών των παραμέτρων, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται (βλ. παράγραφο 4.2 και 4.3).
Γενικά η συνήθης χρήση αναλγητικών, ιδιαίτερα ο συνδυασμός διαφορετικών αναλγητικών ουσιών, μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια νεφρική βλάβη με κίνδυνο νεφρικής ανεπάρκειας (νεφροπάθεια από αναλγητικά). Συνεπώς συνδυασμοί με ιβουπροφαίνη ή άλλα ΜΣΑΦ (συμπεριλαμβανομένων προϊόντων ΜΗΣΥΦΑ και εκλεκτικών αναστολέων COX-2) πρέπει να αποφεύγονται.
Δερματικές αντιδράσεις
Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί σχετιζόμενες με τη χρήση των ΜΣΑΦ σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, μερικές από τις οποίες μπορεί να αποβούν μοιραίες, συμπεριλαμβανομένης της αποφολιδωτικής δερματίτιδας, του συνδρόμου Stevens-Johnson και της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης (βλ. παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς φαίνεται να βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης αυτών των αντιδράσεων στην αρχή της θεραπευτικής αγωγής, στην πλειονότητα των περιπτώσεων η έναρξη της αντίδρασης εμφανίζεται εντός του πρώτου μήνα θεραπείας. Έχει αναφερθεί οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (AGEP) σχετιζόμενη με προϊόντα που περιέχουν ιβουπροφαίνη. Η δεξιβουπροφαίνη πρέπει να διακόπτεται με την πρώτη εμφάνιση σημείων και συμπτωμάτων σοβαρής δερματικής αντίδρασης όπως δερματικό εξάνθημα, βλάβη του βλεννογόνου ή με οποιοδήποτε άλλο σημείο υπερευαισθησίας.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ανεμευλογιά μπορεί να αποτελέσει την αρχή για σοβαρές λοιμώδεις επιπλοκές του δέρματος και των μαλακών μορίων. Μέχρι σήμερα, η συμβολή των ΜΣΑΦ στην επιδείνωση αυτών των λοιμώξεων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Συνεπώς, συνιστάται να αποφεύγεται η χρήση της δεξιβουπροφαίνης σε περίπτωση ανεμευλογιάς.
Πηκτικότητα
Όπως και με άλλα ΜΣΑΦ η δεξιβουπροφαίνη μπορεί να αναστείλει αναστρέψιμα τη συσσώρευση και τη λειτουργία των αιμοπεταλίων και να παρατείνει τον χρόνο αιμορραγίας. Πρέπει να δίδεται προσοχή σε ασθενείς με αιμορραγική διάθεση και άλλες διαταραχές πηκτικότητας και όταν η δεξιβουπροφαίνη χορηγείται ταυτόχρονα με από του στόματος αντιπηκτικά (βλ. παράγραφο 4.5).
Δεδομένα από προκλινικές μελέτες υποδηλώνουν ότι η αναστολή της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων με χαμηλή δόση ακετυλοσαλικυλικού οξέως μπορεί να μειωθεί εάν χορηγούνται ταυτόχρονα ΜΣΑΦ όπως η δεξιβουπροφαίνη. Αυτή η αλληλεπίδραση θα μπορούσε να μειώσει την καρδιαγγειακή προστατευτική δράση. Ως εκ τούτου, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή εάν ενδείκνυται η ταυτόχρονη χορήγηση χαμηλής δόσης ακετυλοσαλικυλικού οξέος και εάν η διάρκεια της θεραπείας υπερβαίνει τη βραχυχρόνια χρήση (βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1).
Απόκρυψη συμπτωμάτων υποκείμενων λοιμώξεων
Το Seractil μπορεί να αποκρύψει συμπτώματα λοίμωξης, οδηγώντας ενδεχομένως σε καθυστερημένη έναρξη της κατάλληλης αγωγής και, επομένως, επιδεινώνοντας την έκβαση της λοίμωξης. Αυτό έχει παρατηρηθεί σε περιστατικά βακτηριακής πνευμονίας της κοινότητας και βακτηριακών επιπλοκών της ανεμευλογιάς. Όταν το Seractil χορηγείται για την ανακούφιση από τον πόνο σε σχέση με λοίμωξη, συνιστάται η παρακολούθηση της λοίμωξης. Σε μη νοσοκομειακά περιβάλλοντα, ο ασθενής θα πρέπει να συμβουλευτεί γιατρό, εάν τα συμπτώματα επιμένουν ή επιδεινώνονται.
Κεφαλαλγία οφειλόμενη σε κατάχρηση φαρμάκων
Η παρατεταμένη χρήση οποιουδήποτε τύπου αναλγητικών για την κεφαλαλγία μπορεί να προκαλέσει την επιδείνωση της. Σε περίπτωση που υπάρχει υποψία ή εκδηλωθεί μια τέτοια κατάσταση, θα πρέπει να αναζητηθεί ιατρική συμβουλή και να διακοπεί η θεραπεία. Θα πρέπει να υπάρχει υπόνοια για την διάγνωση της κεφαλαλγίας οφειλόμενης σε κατάχρηση φαρμάκων σε ασθενείς που έχουν συχνή ή καθημερινή κεφαλαλγία παρά την τακτική χρήση φαρμακευτικών προϊόντων για την κεφαλαλγία (ή εξαιτίας αυτής).
Πρόσθετες προειδοποιήσεις και προφυλάξεις για τη χρήση
Οι ασθενείς που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία με δεξιβουπροφαίνη πρέπει να παρακολουθούνται ως προληπτικό μέτρο (νεφρική, ηπατική λειτουργία και αιματολογική λειτουργία/αιμοδιαγράμματα).
Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
α. Περίληψη του προφίλ ασφαλείας
Η κλινική εμπειρία έδειξε ότι ο κίνδυνος για επαγόμενες από τη δεξιβουπροφαίνη ανεπιθύμητες ενέργειες είναι κατά πολύ συγκρίσιμος με αυτόν της ρακεμικής ιβουπροφαίνης, βλ. επίσης παράγραφο 5.1.
Οι πιο συνηθισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι γαστρεντερικής φύσεως. Μπορεί να παρουσιασθούν πεπτικά έλκη, διάτρηση ή γαστρεντερική αιμορραγία, μερικές φορές μοιραία, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους (βλ. παράγραφο 4.4).
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι κυρίως δοσοεξαρτώμενες και ποικίλλουν μεταξύ των ατόμων, ιδιαίτερα ο κίνδυνος εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών γαστρεντερικού εξαρτάται από το εύρος δοσολογίας και τη διάρκεια της θεραπείας.
Πολύ συχνές ≥1/10, Συχνές ≥1/100 έως <1/10, Όχι συχνές ≥1/1.000 έως <1/100, Σπάνιες ≥1/10.000 έως <1/1.000, Πολύ σπάνιες <1/10.000, Μη γνωστές δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
β. Κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών σε μορφή πίνακα
Κατηγορία Οργανικού Συστήματος | Συχνότητα | Ανεπιθύμητη αντίδραση |
---|---|---|
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις | Πολύ σπάνιες | Έχει περιγραφεί η επιδείνωση των σχετιζόμενων με τη λοίμωξη φλεγμονών (π.χ. ανάπτυξη νεκρωτικής περιτονιίτιδας) που σχετίζεται με τη χρήση ΜΣΑΦ.1 |
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος | Πολύ σπάνιες | Διαταραχές του αιμοποιητικού συστήματος (αναιμία, λευκοπενία, θρομβοπενία, πανκυτταροπενία, ακοκκιοκυτταραιμία).2 |
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος | Όχι συχνές | Αντιδράσεις υπερευαισθησίας όπως κνίδωση, κνησμός, πορφύρα και εξάνθημα καθώς και κρίσεις άσθματος (πιθανώς με πτώση της αρτηριακής πίεσης).3 Αγγειοοίδημα. |
Πολύ σπάνιες | Σοβαρές γενικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Μπορεί να περιλαμβάνουν από οίδημα του προσώπου, πρήξιμο της γλώσσας, οίδημα του εσωτερικού λάρυγγα με συστολή των αεραγωγών, δύσπνοια, ταχυκαρδία και πτώση της αρτηριακής πίεσης έως και απειλητική για τη ζωή καταπληξία. Άσθμα επιδεινωθέν.3 | |
Ψυχιατρικές διαταραχές | Όχι συχνές | Άγχος. |
Σπάνιες | Ψυχωσική αντίδραση, κατάθλιψη, σύγχυση, παραισθήσεις. | |
Διαταραχές του νευρικού συστήματος | Συχνές | Διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήματος όπως κεφαλαλγία, ζάλη, αϋπνία, διέγερση, ευερεθιστότητα ή υπνηλία, ίλιγγος, κόπωση. |
Πολύ σπάνιες | Άσηπτη μηνιγγίτιδα.4 | |
Οφθαλμικές διαταραχές | Όχι συχνές | Οπτική διαταραχή. |
Σπάνιες | Αμβλυωπία τοξική. | |
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου | Όχι συχνές | Εμβοές. |
Σπάνιες | Έκπτωση της ακουστικής οξύτητας. | |
Καρδιακές διαταραχές | Πολύ σπάνιες | Οίδημα, αίσθημα παλμών, καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα του μυοκαρδίου.5 |
Αγγειακές διαταραχές | Πολύ σπάνιες | Αρτηριακή υπέρταση, αγγειίτιδα. |
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος | Πολύ συχνές | Γαστρεντερικές ενοχλήσεις όπως κοιλιακό άλγος, ναυτία, δυσπεψία, διάρροια, μετεωρισμός, δυσκοιλιότητα, καούρα, έμετος και ελαφρά απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό σύστημα που, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να προκαλέσει αναιμία.6 |
Συχνές | Έλκη του γαστρεντερικού σωλήνα, κάποιες φορές με αιμορραγία και διάτρηση (βλ. παράγραφο 4.4), μέλαινα, αιματέμεση, ελκώδη στοματίτιδα, κολίτιδα, παρόξυνση της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (βλ. παράγραφο 4.4), επιπλοκές από εκκολπώματα του παχέος εντέρου (διάτρηση, συρίγγιο). | |
Όχι συχνές | Γαστρίτιδα. | |
Πολύ σπάνιες | Οισοφαγίτιδα, παγκρεατίτιδα, σχηματισμός εντερικής στένωσης προσομοιάζουσας με διάφραγμα. | |
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού | Όχι συχνές | Δερματικό εξάνθημα. |
Πολύ σπάνιες | Πολύμορφο ερύθημα, αλωπεκία, αντιδράσεις φωτοευαισθησίας, πομφολυγώδεις αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Stevens- Johnson, οξεία τοξική επιδερμική νεκρόλυση (σύνδρομο Lyell). | |
Μη γνωστές | Aντίδραση στο φάρμακο με συμπτώματα ηωσινοφιλίας και συστημικού συνδρόμου (DRESS). Οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (AGEP). | |
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου | Όχι συχνές | Ρινίτιδα. |
Πολύ σπάνιες | Βρογχόσπασμος (κυρίως σε ασθματικούς ασθενείς). | |
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών | Όχι συχνές | Ανάπτυξη οιδήματος ειδικά σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση ή νεφρική ανεπάρκεια, νεφρωσικό σύνδρομο, διάμεση νεφρίτιδα που μπορεί να σχετίζεται με νεφρική ανεπάρκεια. |
Σπάνιες | Βλάβη του νεφρικού ιστού (νέκρωση νεφρικής θηλής) και αυξημένη συγκέντρωση ουρίας στο αίμα, αυξημένη συγκεντρώση ουρικού οξέος στο αίμα. | |
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων | Σπάνιες | Μεταβολές στην ηπατική λειτουργία (συνήθως αναστρέψιμες). |
Πολύ σπάνιες | Ηπατική δυσλειτουργία, ηπατική βλάβη, ειδικά κατά τη διάρκεια μακροχρόνιας θεραπείας, ηπατική ανεπάρκεια, οξεία ηπατίτιδα και ίκτερος. |
1-6 Βλ. υπο-παράγραφο γ (περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών) για περισσότερες πληροφορίες.
γ. Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
1 Περιγραφή λοιμώξεων και παρασιτώσεων
Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια σχετίζεται πιθανώς με τον μηχανισμό δράσης των ΜΣΑΦ. Εάν εμφανιστούν σημεία λοίμωξης ή επιδεινωθούν κατά τη διάρκεια χρήσης του Seractil, συνιστάται στον ασθενή να επισκεφθεί έναν γιατρό χωρίς καθυστέρηση. Πρέπει να διερευνηθεί εάν υπάρχει ένδειξη για αντι-μολυσματική/αντιβιοτική θεραπεία.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστούν σοβαρές δερματικές λοιμώξεις και επιπλοκές των μαλακών μορίων κατά τη διάρκεια της λοίμωξης από ανεμευλογιά.
2 Περιγραφή διαταραχών του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Τα πρώτα σημεία αιμοποιητικών διαταραχών είναι: πυρετός, πονόλαιμος, επιφανειακά στοματικά έλκη, συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, σοβαρή εξάντληση, αιμορραγία της μύτης και του δέρματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ασθενής πρέπει να συμβουλεύεται να διακόψει αμέσως το φάρμακο, να αποφύγει οποιαδήποτε αυτοθεραπεία με αναλγητικά ή αντιπυρετικά και να συμβουλευτεί έναν γιατρό.
3 Περιγραφή διαταραχών του ανοσοποιητικού συστήματος
Εάν εμφανιστούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας με δερματικά εξανθήματα και κνησμό, καθώς και κρίσεις άσθματος, πρέπει να δίνεται οδηγία στον ασθενή να ενημερώσει αμέσως έναν γιατρό και να διακόψει τη λήψη του Seractil σε αυτήν την περίπτωση. Εάν εμφανιστεί κάποιο από τα συμπτώματα σοβαρής αντίδρασης γενικευμένης υπερευαισθησίας, το οποίο θα μπορούσε να συμβεί ακόμη και μετά από την πρώτη δόση, θα πρέπει να αναζητηθεί άμεση ιατρική φροντίδα.
4 Περιγραφή άσηπτης μηνιγγίτιδας
Ο παθογόνος μηχανισμός της άσηπτης μηνιγγίτιδας προκαλούμενης από φάρμακα δεν είναι πλήρως κατανοητός. Ωστόσο, τα διαθέσιμα δεδομένα για την άσηπτη μηνιγγίτιδα που σχετίζεται με τα ΜΣΑΦ δείχνουν μια αντίδραση υπερευαισθησίας (λόγω χρονικής συσχέτισης με την πρόσληψη φαρμάκου και την υποχώρηση των συμπτωμάτων μετά τη διακοπή του φαρμάκου). Σημειώνεται ότι έχουν παρατηρηθεί μεμονωμένες περιπτώσεις συμπτωμάτων άσηπτης μηνιγγίτιδας (όπως αυχενική δυσκαμψία, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετος, πυρετός ή αποπροσανατολισμός) κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ιβουπροφαίνη, σε ασθενείς με υπάρχουσες αυτοάνοσες διαταραχές (όπως συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, νόσος μεικτού συνδετικού ιστού).
5 Περιγραφή καρδιακών διαταραχών
Κλινικές μελέτες δείχνουν ότι η χρήση ιβουπροφαίνης, ιδιαίτερα σε υψηλή δόση (2400 mg/ημέρα) μπορεί να σχετίζεται με μια μικρή αύξηση του κίνδυνου εμφάνισης θρομβωτικών αρτηριακών συμβάντων (για παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο) (βλ. παράγραφο 4.4). Παρόλο που υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης αρτηριακής θρόμβωσης με τη χρήση δεξιβουπροφαίνης, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι ο κίνδυνος με τη χρήση υψηλής δόσης δεξιβουπροφαίνης (1.200 mg/ημέρα) θα ήταν παρόμοιος με εκείνον που σχετίζεται με την υψηλή δόση ιβουπροφαίνης (2.400 mg/ημέρα).
6 Περιγραφή διαταραχών του γαστρεντερικού συστήματος
Εάν εμφανιστεί σχετικά σοβαρό άλγος άνω κοιλιακής χώρας, μέλαινα ή αιματέμεση, πρέπει να συνιστάται στον ασθενή να σταματήσει να παίρνει το φαρμακευτικό αυτό προϊόν και να συμβουλευτεί αμέσως έναν γιατρό
δ. Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: +30 21 32040380/337, Φαξ: +30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο βασίζονται στην εμπειρία που έχει αποκτηθεί με τη δεξιβουπροφαίνη και άλλα ΜΣΑΦ. Γενικά, τα ΜΣΑΦ πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή όταν χορηγούνται ταυτόχρονα με άλλα φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για γαστρεντερική εξέλκωση ή γαστρεντερική αιμορραγία ή νεφρική βλάβη.
Δεν συνιστάται η ταυτόχρονη χρήση με:
Άλλα ΜΣΑΦ και σαλικυλικά (ακετυλοσαλικυλικό οξύ ως αναλγητικό):
Η ταυτόχρονη χρήση με άλλα ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της 2-κυκλοοξυγονάσης, πρέπει να αποφεύγεται, διότι η ταυτόχρονη χορήγηση διαφόρων ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο γαστρεντερικών εξελκώσεων και αιμορραγίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Ακετυλοσαλικυλικό οξύ (ως αντιαιμοπεταλιακή αγωγή):
Η ταυτόχρονη χορήγηση δεξιβουπροφαίνης και ακετυλοσαλικυλικού οξέος δεν συνιστάται γενικά, εξαιτίας των ενδεχομένως αυξημένων ανεπιθύμητων ενεργειών. Πειραματικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι η ιβουπροφαίνη μπορεί να αναστέλλει ανταγωνιστικά την επίδραση των χαμηλών δόσεων ακετυλοσαλικυλικού οξέος στη συσσωμάτωση των αιμοπεταλίων όταν χορηγούνται ταυτόχρονα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει αβεβαιότητα όσον αφορά στην προβολή των εν λόγω δεδομένων στην κλινική πραγματικότητα, η πιθανότητα ότι η τακτική, μακροχρόνια χρήση της ιβουπροφαίνης μπορεί να μειώσει την καρδιοπροστατευτική δράση των χαμηλών δόσεων του ακετυλοσαλικυλικού οξέος δεν μπορεί να αποκλειστεί. Κλινικά σχετική επίδραση δεν θεωρείται πιθανή για την περιστασιακή χρήση ιβουπροφαίνης (βλ. παράγραφο 5.1). Παρότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τη δεξιβουπροφαίνη, είναι λογικό να υποτεθεί ότι μια παρόμοια αλληλεπίδραση μπορεί να υφίσταται μεταξύ της δεξιβουπροφαίνης (= S (+) - ιβουπροφαίνη), (που είναι το φαρμακολογικά δραστικό εναντιομερές της ιβουπροφαίνης) και των χαμηλών δόσεων ακετυλοσαλικυλικού οξέος.
Μεθοτρεξάτη:
Τα ΜΣΑΦ αναστέλλουν την σωληναριακή απέκκριση μεθοτρεξάτης και είναι πιθανό να συμβούν ορισμένες μεταβολικές αλληλεπιδράσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη μειωμένη κάθαρση της μεθοτρεξάτης. Η χορήγηση δισκίων δεξιβουπροφαίνης εντός 24 ωρών πριν ή μετά τη χορήγηση μεθοτρεξάτης μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη συγκέντρωση μεθοτρεξάτης και ενίσχυση της τοξικής της δράσης. Επομένως, η ταυτόχρονη χρήση ΜΣΑΦ και υψηλών δόσεων μεθοτρεξάτης πρέπει να αποφεύγεται.
Προφυλάξεις:
Αντιυπερτασικά (αναστολείς του ΜΕΑ, βήτα-αποκλειστών ή ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ) και διουρητικά:
Τα ΜΣΑΦ μπορεί να περιορίσουν τη δράση αυτών των φαρμάκων.
Σε κάποιους ασθενείς με επιβαρυμένη νεφρική λειτουργία (π.χ. αφυδατωμένοι ασθενείς ή ηλικιωμένοι ασθενείς με επιβαρυμένη νεφρική λειτουργία) η συγχορήγηση αναστολέων του ΜΕΑ, βήτααποκλειστών ή ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ και παραγόντων που αναστέλλουν την κυκλοξυγενάση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα περαιτέρω επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας, περιλαμβανομένης και πιθανής οξείας νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία είναι συνήθως αναστρέψιμη. Επομένως, ο συνδυασμός θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή, κυρίως στους ηλικιωμένους. Οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκή ποσότητα υγρών και θα πρέπει να δίδεται προσοχή στην παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας μετά την έναρξη της ταυτόχρονης θεραπείας, και περιοδικά στη συνέχεια. Τα διουρητικά μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας των ΜΣΑΦ.
Κυκλοσπορίνη, tacrolimus, sirolimus και αμινογλυκοσιδικά αντιβιοτικά:
Ταυτόχρονη χορήγηση με ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας εξαιτίας της μειωμένης σύνθεσης προσταγλανδινών στους νεφρούς. Κατά τη θεραπεία με συνδυασμό αυτών πρέπει να παρακολουθείται στενά η νεφρική λειτουργία, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Κορτικοστεροειδή:
Αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικής εξέλκωσης ή αιμορραγίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Αντιπηκτικά:
Τα ΜΣΑΦ μπορεί να ενισχύσουν τη δράση των αντιπηκτικών, όπως η ηπαρίνη ή τα παράγωγά της, οι ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ όπως η ακενοκουμαρόλη ή η βαρφαρίνη και ουσίες που δεν αποτελούν ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ όπως η ριβαροξαμπάνη, η απιξαμπάνη ή η δαβιγατράνη (βλ. παράγραφο 4.4).
Διγοξίνη, φαινυτοΐνη, λίθιο:
Η ταυτόχρονη χορήγηση δεξιβουπροφαίνης με σκευάσματα διγοξίνης, φαινυτοΐνης ή λιθίου μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα αυτών των φαρμακευτικών προϊόντων στον ορό. Είναι απαραίτητη η παρακολούθηση των επιπέδων του λιθίου στον ορό, ενώ συνιστάται η παρακολούθηση των επιπέδων της διγοξίνης και της φαινυτοΐνης στον ορό.
Mεθοτρεξάτη:
Πρέπει να εξετάζεται ο πιθανός κίνδυνος αλληλεπιδράσεων στη θεραπεία με χαμηλή δόση μεθοτρεξάτης, ειδικά σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία. Στη θεραπεία συνδυασμού, θα πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία.
Σουλφονυλουρίες:
Κλινικές έρευνες έχουν δείξει αλληλεπιδράσεις μεταξύ ΜΣΑΦ και αντιδιαβητικών φαρμάκων (σουλφονυλουρίες). Αν και δεν έχουν περιγραφεί αλληλεπιδράσεις μεταξύ ιβουπροφαίνης ή δεξιμπουπροφαίνης και σουλφονυλουριών, συνιστάται έλεγχος των τιμών της γλυκόζης στο αίμα ως προφύλαξη κατά την ταυτόχρονη χρήση.
Aντιβιοτικά κινολόνης:
Δεδομένα από μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι τα ΜΣΑΦ μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο σπασμών σχετιζόμενων με αντιβιοτικά κινολόνης. Οι ασθενείς που λαμβάνουν ΜΣΑΦ και κινολόνες ενδέχεται να έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σπασμών.
Αναστολείς του CYP2C9:
Η ταυτόχρονη χορήγηση δεξιβουπροφαίνης με αναστολείς του CYP2C9 μπορεί να αυξήσει την έκθεση στη δεξιβουπροφαίνη (υπόστρωμα CYP2C9). Σε μια μελέτη με βορικοναζόλη και φλουκοναζόλη (αναστολείς CYP2C9), έχει δειχθεί αυξημένη έκθεση στο εναντιομερές S(+) της ιβουπροφαίνης κατά περίπου 80 έως 100%. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης δεξιβουπροφαίνης όταν χορηγούνται ταυτόχρονα ισχυροί αναστολείς του CYP2C9, ιδιαίτερα όταν υψηλή δόση δεξιβουπροφένης χορηγείται είτε με βορικοναζόλη είτε με φλουκοναζόλη,.
Αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες και αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs):
Αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικής αιμορραγίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Καλιοσυντηρητικά διουρητικά:
Ταυτόχρονη χορήγηση ιβουπροφαίνης και καλιοσυντηρητικών διουρητικών μπορεί να οδηγήσει σε υπερκαλιαιμία (συνιστάται ο έλεγχος του καλίου του ορού).
Ζιδοβουδίνη (Αζιδοθυμιδίνη):
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αιματολογικής τοξικότητας όταν χορηγούνται ΜΣΑΦ μαζί με ζιδοβουδίνη. Υπάρχουν ενδείξεις αυξημένου κινδύνου αιμάρθρου και αιματώματος σε HIV (+) αιμορροφιλικούς ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με ζιδοβουδίνη και ιβουπροφαίνη.
Προβενεσίδη και σουλφινπυραζόνη:
Φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν προβενεσίδη ή σουλφινπυραζόνη ενδέχεται να καθυστερήσουν την απέκκριση της ιβουπροφαίνης.
Βακλοφαίνη:
Μπορεί να αναπτυχθεί τοξικότητα στη βακλοφαίνη μετά την έναρξη της ιβουπροφαίνης.
Πεμετρεξίδη:
Υψηλές δόσεις ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσουν τη συγκέντρωση της πεμετρεξίδης. Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης από 45 μέχρι 79 ml/min), η ταυτόχρονη χρήση δεξιβουπροφαίνης σε υψηλές δόσεις πρέπει να αποφεύγεται δύο ημέρες πριν και δύο ημέρες μετά τη χορήγηση πεμετρεξίδης.
Οινοπνευματώδη:
Η υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών κατά τη διάρκεια θεραπείας με ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα.
Κύηση
Η αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών μπορεί να επηρεάσει ανεπιθύμητα την κύηση και/η την εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Δεδομένα από επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν αυξημένο κίνδυνο αποβολής, καρδιακής δυσπλασίας και γαστροσχιστίας ύστερα από χρήση ενός αναστολέα της σύνθεσης των προσταγλανδινών στην αρχή της κύησης. Ο απόλυτος κίνδυνος για καρδιαγγειακές δυσπλασίες αυξήθηκε από λιγότερο από 1%, έως και περίπου 1,5%. Πιστεύεται ότι ο κίνδυνος αυξάνεται με τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας.
Η χορήγηση ενός αναστολέα της σύνθεσης των προσταγλανδινών σε ζώα είχε ως αποτέλεσμα αυξημένη απώλεια προ και μετά την εμφύτευση και εμβρυϊκή θνησιμότητα. Επιπροσθέτως, αυξημένα περιστατικά δυσπλασιών, συμπεριλαμβανομένων καρδιαγγειακών, έχουν αναφερθεί σε ζώα στα οποία χορηγήθηκε αναστολέας της σύνθεσης των προσταγλανδινών κατά τη διάρκεια της οργανογενετικής περιόδου (βλ. παράγραφο 5.3). Από την 20η εβδομάδα της εγκυμοσύνης και μετά, η χρήση του Seractil μπορεί να προκαλέσει ολιγοϋδράμνιο ως αποτέλεσμα νεφρικής δυσλειτουργίας του εμβρύου. Αυτό μπορεί να συμβεί λίγο μετά την έναρξη της θεραπείας και είναι συνήθως αναστρέψιμο με τη διακοπή. Επιπλέον, υπήρξαν αναφορές συστολής του αρτηριακού πόρου μετά από θεραπεία στο δεύτερο τρίμηνο, οι περισσότερες από τις οποίες υποχώρησαν μετά τη διακοπή της θεραπείας. Επομένως, κατά τη διάρκεια του πρώτου και του δευτέρου τριμήνου της κύησης το Seractil δεν πρέπει να δίνεται, εκτός εάν είναι εντελώς απαραίτητο. Εάν το Seractil χρησιμοποιείται από μια γυναίκα που προσπαθεί να συλλάβει ή κατά τη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου τριμήνου της κύησης, η δόση θα πρέπει να διατηρείται όσο το δυνατό χαμηλότερη και η διάρκεια της θεραπείας όσο το δυνατό μικρότερη. . Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προγεννητική παρακολούθηση για ολιγοϋδράμνιο και στένωση του αρτηριακού πόρου μετά από έκθεση στο Seractil για αρκετές ημέρες από την εβδομάδα κύησης 20 και μετά. Το Seractil θα πρέπει να διακόπτεται εάν εντοπιστεί ολιγοϋδράμνιο ή στένωση του αρτηριακού πόρου.
Κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της κύησης, όλοι οι αναστολείς της σύνθεσης των προσταγλανδινών μπορεί να εκθέσουν το έμβρυο σε:
- καρδιοπνευμονική τοξικότητα (πρόωρη συστολή/σύγκλειση του αρτηριακού πόρου και πνευμονική υπέρταση),
- νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παραπάνω), μητέρα και νεογνό, στο τέλος της κύησης, σε:
- δυνητική παράταση του χρόνου αιμορραγίας, μια αντισυσσωρευτική δράση που μπορεί να παρουσιαστεί ακόμη και σε πολύ χαμηλές δοσολογίες,
- αναστολή των συστολών της μήτρας έχοντας ως αποτέλεσμα καθυστέρηση ή παράταση του τοκετού.
Συνεπώς, το Seractil αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του 3ου τριμήνου της κύησης (βλέπε ενότητες 4.3 και 5.3).
Γαλουχία
Η ιβουπροφαίνη απεκκρίνεται ελάχιστα στο ανθρώπινο γάλα. Ο θηλασμός είναι εφικτός με δεξιβουπροφαίνη εάν η δόση είναι χαμηλή και η περίοδος της θεραπείας μικρή.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Το Seractil δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με υψηλή δόση δεξιβουπροφαίνης, η ικανότητα αντίδρασης του ασθενή μπορεί να είναι μειωμένη όταν ζάλη, κόπωση, ίλιγγος ή οπτικές διαταραχές εμφανίζονται ως ανεπιθύμητες ενέργειες. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε περιπτώσεις που απαιτείται αυξημένη εγρήγορση π.χ. κατά την οδήγηση ή τον χειρισμό μηχανημάτων. Σε εφάπαξ δόση ή βραχυχρόνια χρήση της δεξιβουπροφαίνης δεν απαιτούνται ειδικές προφυλάξεις.
Σχετικό SPC
Seractil 300 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Seractil 400 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ 2023: SERACTIL Επικαλυμμένο με υμένιο δισκίο