Φαρμακοδυναμική
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιπροωθητικό
Κωδικός ATC: Α07DA03
Η λοπεραμίδη συνδέεται με τους υποδοχείς των οπιούχων στο εντερικό τοίχωμα. Κατά συνέπεια, αναστέλλει την απελευθέρωση της ακετυλχολίνης και των προσταγλανδινών, ελαττώνοντας έτσι την προωθητική περισταλτικότητα αυξανόμενου και του χρόνου διάβασης του εντέρου. Η λοπεραμίδη αυξάνει τον τόνο του σφιγκτήρα του ορθού, ελαττώνοντας έτσι την ακράτεια και την έπειξη προς κένωση. Λόγω της μεγάλης χημικής συγγένειας προς το εντερικό τοίχωμα και του υψηλού μεταβολικού φαινομένου πρώτης διόδου, η λοπεραμίδη σχεδόν δεν φθάνει στην συστηματική κυκλοφορία.
Φαρμακοκινητική
Η λοπεραμίδη απορροφάται εύκολα από το έντερο, και μεταβολίζεται στο ήπαρ, όπου συζεύγνυται και απεκκρίνεται μέσω της χολής.
Ο χρόνος ημιζωής της λοπεραμίδης στον άνθρωπο είναι περίπου 11 ώρες με διακύμανση 9-14 ώρες. Μελέτες κατανομής σε αρουραίους έδειξαν μια υψηλή συγγένεια για το εντερικό τοίχωμα με προτίμηση προς σύνδεση με τους υποδοχείς των επιμήκων λείων μυϊκών ινών. Η σύνδεση της λοπεραμίδης με τις πρωτεϊνες του πλάσματος είναι 95%, κυρίως με την αλβουμίνη. Η απέκκριση πραγματοποιείται κυρίως με οξειδωτική Ν-διμεθυλίωση, που είναι η κύρια μεταβολική οδός της λοπεραμίδης Η απέκκριση της αμεταβόλιστης λοπεραμίδης και των μεταβολιτών γίνεται κυρίως μέσω των κοπράνων.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μελέτες τοξικότητας με τη λοπεραμίδη διάρκειας μέχρι 12 μήνες σε σκύλους και 18 μήνες σε αρουραίους δεν έδειξαν καμιά τοξική δράση εκτός από μια μικρή ελάττωση στην απόκτηση βάρους και στην κατανάλωση τροφής σε ημερήσιες δόσεις μέχρι 50mg/kg/ημέρα (30 φορές μεγαλύτερη από την μέγιστη ανθρώπινη δόση) και 40mg/kg/ημέρα (240 φορές μεγαλύτερη από την μέγιστη ανθρώπινη δόση) αντίστοιχα. Τα επίπεδα μη τοξικής δράσης σε αυτές τις μελέτες ήταν 1,25mg/kg/ημέρα (8 φορές μεγαλύτερη από την μέγιστη ανθρώπινη δόση) και 10mg/kg/ημέρα (60 φορές μεγαλύτερη από την μέγιστη ανθρώπινη δόση) στους σκύλους και στους αρουραίους αντίστοιχα. Αποτελέσματα από in vivo και in vitro μελέτες που διεξήχθησαν έδειξαν ότι η λοπεραμίδη δεν είναι γονοτοξική. Δεν υπήρξε καμιά ένδειξη καρκινογένεσης. Σε μελέτες αναπαραγωγής, πολύ υψηλές δόσεις λοπεραμίδης (40 mg/kg/ ημέρα- 240 φορές μεγαλύτερη από τη μέγιστη ανθρώπινη δόση) προκάλεσαν διαταραχή στη γονιμότητα και στην επιβίωση του εμβρύου σε συνδυασμό με τη μητρική τοξικότητα στους αρουραίους. Χαμηλότερες δόσεις δεν είχαν επίδραση στην υγεία της μητέρας ή του εμβρύου και δεν επηρέασαν την περι- ή μετα- γεννητική ανάπτυξη.
Προκλινικές επιδράσεις παρατηρήθηκαν μόνο σε εκθέσεις που θεωρήθηκαν πολύ υπερβολικές σε σχέση με τη μέγιστη ανθρώπινη έκθεση, υποδηλώνοντας μικρή συσχέτιση με την κλινική πράξη.
Ενεργά συστατικά
77TI35393C - LOPERAMIDE HYDROCHLORIDE
|
Σχετικό SPC
IMODIUM ORIGINAL.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ : IMODIUM ORIGINAL Καψάκιο