Αντενδείξεις
Γνωστή υπερευαισθησία στη νιμεσουλίδη ή σε κάποια από τα έκδοχα.
Ιστορικό αντιδράσεων υπερευαισθησίας (π.χ. βρογχοσπασμός, ρινίτιδα, ουρτικάρια) στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα.
Ιστορικό ηπατοτοξικών αντιδράσεων στη νιμεσουλίδη.
Ενεργό γαστρικό ή δωδεκαδακτυλικό έλκος, ιστορικό υποτροπιάζοντος έλκους ή γαστρεντερικής αιμορραγίας, αγγειοεγκεφαλική αιμορραγία ή άλλη ενεργός αιμορραγία ή αιμορραγικές διαταραχές.
Βαριές διαταραχές της πήξης του αίματος.
Βαριά καρδιακή ανεπάρκεια.
Βαριά νεφρική ανεπάρκεια.
Ηπατική ανεπάρκεια.
Παιδιά κάτω των 12 ετών.
Το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και της γαλουχίας (δείτε παραγράφους 4.6 και 5.3).
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορούν να ελαχιστοποιηθούν χρησιμοποιώντας την κατώτατη αποτελεσματική δόση για την πλέον μικρή διάρκεια θεραπείας που απαιτείται για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλέπε Λήμμα 4.2, και κινδύνους από το γαστρεντερικό και καρδιοαγγειακό πιο κάτω). Η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται εάν δεν παρατηρείται κάποιο όφελος.
Καρδιαγγειακές και αγγειοεγκεφαλικές επιδράσεις
Απαιτείται η σωστή παρακολούθηση και η παροχή συμβουλών σε ασθενείς με ιστορικό υπέρτασης και/ή με ελαφρά έως μέτρια συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια καθώς έχει αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα σε συνδυασμό με θεραπεία με ΜΣΑΦ . Δεδομένα από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η χρήση μερικών ΜΣΦΑ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε μακροχρόνιες θεραπείες) μπορούν να συσχετίζονται με μια μικρή αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση θρομβωτικών αρτηριακών συμβάντων (για παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο). Υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες για να αποκλεισθεί ένας τέτοιος κίνδυνος για την νιμεσουλίδη. Ασθενείς με μη ρυθμισμένη υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, εγκατεστημένη ισχαιμική καρδιοπάθεια, περιφερική αρτηριακή νόσο, και/ή αγγειοεγκεφαλική νόσο θα πρέπει να υποβληθούν σε θεραπεία με νιμεσουλίδη μετά από προσεκτική θεώρηση του θέματος. Παρόμοια εξέταση θα πρέπει να γίνεται πριν την έναρξη πιο μακροχρόνιας θεραπείας σε ασθενείς με παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρδιοαγγειακής ασθένειας (π.χ υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης, καπνιστές).
Σπάνια τα υπόθετα νιμεσουλίδης έχει αναφερθεί να σχετίζονται με σοβαρές ηπατικές αντιδράσεις, περιλαμβανομένων πολύ σπάνιων θανατηφόρων περιπτώσεων (δείτε επίσης παράγραφο 4.8). Ασθενείς που εμφανίζουν συμπτώματα συμβατά με ηπατική βλάβη κατά τη διάρκεια της θεραπείας με υπόθετα νιμεσουλίδης (π.χ. ανορεξία, ναυτία, έμετο, κοιλιακό άλγος, αίσθημα κοπώσεως, σκούρα ούρα) ή ασθενείς που αναπτύσσουν παθολογικές λειτουργικές δοκιμασίες του ήπατος πρέπει να διακόπτουν τη θεραπεία. Αυτοί οι ασθενείς δεν θα πρέπει να επανεκτίθενται στη νιμεσουλίδη. Ηπατική βλάβη, στις περισσότερες περιπτώσεις αναστρέψιμη, έχει αναφερθεί και μετά από σύντομη έκθεση στο φάρμακο.
Ταυτόχρονη χορήγηση γνωστών ηπατοτοξικών φαρμάκων και κατάχρηση οινοπνεύματος πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας με υπόθετα νιμεσουλίδης, καθώς μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ηπατικών αντιδράσεων.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με υπόθετα νιμεσουλίδης οι ασθενείς πρέπει να συμβουλεύονται να μην κάνουν χρήση άλλων αναλγητικών. Η ταυτόχρονη χρήση διαφορετικών ΜΣΑΦ δεν συνιστάται.
Γαστρεντερική αιμορραγία ή έλκος/διάτρηση μπορεί να εμφανισθούν οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ή χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα ή προηγούμενο ιστορικό γαστρεντερικών συμβαμάτων. Εάν εμφανισθεί γαστρεντερική αιμορραγία ή έλκος, η νιμεσουλίδη πρέπει να διακοπεί. Η νιμεσουλίδη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με γαστρεντερικές διαταραχές, περιλαμβανομένου ιστορικού πεπτικού έλκους, ιστορικού γαστρεντερικής αιμορραγίας, ελκώδους κολίτιδας ή νόσου του Chrohn.
Σε ασθενείς με νεφρική ή καρδιακή ανεπάρκεια, απαιτείται προσοχή καθώς η χρήση των υποθέτων νιμεσουλίδης μπορεί να προκαλέσει απορύθμιση της νεφρικής λειτουργίας. Σε περίπτωση απορύθμισης, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται (δείτε επίσης παράγραφο 4.5).
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στις ανεπιθύμητες ενέργειες των ΜΣΑΦ περιλαμβανομένης της γαστρεντερικής αιμορραγίας και διάτρησης, βλάβης της νεφρικής, καρδιακής και ηπατικής λειτουργίας. Ως εκ τούτου, συστήνεται κατάλληλη κλινική παρακολούθηση.
Καθώς η νιμεσουλίδη μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία των αιμοπεταλίων, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με αιμορραγική διάθεση (δείτε επίσης παράγραφο 4.3).
Εν τούτοις τα υπόθετα νιμεσουλίδης δεν αποτελούν υποκατάστατο του ακετυλοσαλυκιλικού οξέος για καρδιαγγειακή προφύλαξη.
Τα ΜΣΑΦ μπορεί να καλύψουν τον πυρετό που σχετίζεται με μία υποκείμενη βακτηριακή λοίμωξη.
Η χρήση των υποθέτων νιμεσουλίδης μπορεί να επηρεάσει τη γυναικεία γονιμότητα και δεν συνιστάται σε γυναίκες που επιχειρούν να συλλάβουν. Σε γυναίκες που έχουν δυσκολίες να συλλάβουν ή υπόκεινται σε έλεγχο για στειρότητα, διακοπή των υποθέτων νιμεσουλίδης, θα πρέπει να εξετάζεται (δείτε παράγραφο 4.6).
Ασυμβατότητες
Καμία γνωστή.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Ο ακόλουθος κατάλογος ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες∗ (περίπου 7.800 ασθενείς) και τη φαρμακοεπαγρύπνηση μετά την κυκλοφορία του προϊόντος με την αναφερόμενη συχνότητα να ταξινομείται ως πολύ συχνά (>1/10), συχνά (>1/100, <1/10), όχι συχνά (>1/1.000, <1/100), σπάνια (>1/10.000), πολύ σπάνια (<1/10.000), περιλαμβανομένων μεμονωμένων αναφορών.
Διαταραχές του αίματος
Σπάνια: Αναιμία*, Ηωσινοφιλία*
Πολύ σπάνια: Θρομβοκυτταροπενία, Πανκυτταροπενία, Πορφύρα
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνια: Υπερευαισθησία*
Πολύ σπάνια: Αναφυλαξία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της διατροφής
Σπάνια: Υπερκαλιαιμία*
Ψυχιατρικές διαταραχές
Σπάνια: Άγχος*, Νευρικότητα*, Εφιάλτες*
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Όχι συχνά: Ζάλη*
Πολύ σπάνια: Κεφαλαγία, Υπνηλία, Εγκεφαλοπάθεια (σύνδρομο Reye)
Διαταραχές των οφθαλμών
Σπάνια: Θόλωση οράσεως*
Πολύ σπάνια: Οπτικές διαταραχές
Διαταραχές των ώτων και του λαβυρίνθου
Πολύ σπάνια: Ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνια: Ταχυκαρδία*
Αγγειακές διαταραχές
Όχι συχνά: Υπέρταση*
Σπάνια: Αιμορραγία*, Διακυμάνσεις της αρτηριακής πίεσης*, Εξάψεις*
Αναπνευστικές διαταραχές
Όχι συχνά: Δύσπνοια*
Πολύ σπάνια: Άσθμα, Βρογχόσπασμος
Γαστρεντερικές διαταραχές
Συχνά: Διάρροια*, Ναυτία*, Έμετος*
Όχι συχνά: Δυσκοιλιότητα*, Τυμπανισμός*, Γαστρίτιδα*
Πολύ σπάνια: Κοιλιακό άλγος, Δυσπεψία, Στοματίτιδα, Μέλαινα κένωση, Γαστρεντερική αιμορραγία, Δωδεκαδακτυλικό έλκος και διάτρηση, Γαστρικό έλκος και διάτρηση
Ηπατοχολικές διαταραχές (δείτε 4.4 «Ειδικές προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη χρήση»)
Πολύ σπάνια: Ηπατίτιδα, Κεραυνοβόλος ηπατίτιδα (περιλαμβανομένων θανατηφόρων περιπτώσεων), Ίκτερος, Χολόσταση
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνά: Κνησμός*, Εξάνθημα*, Αυξημένη εφίδρωση*
Σπάνια: Ερύθημα*, Δερματίτιδα
Πολύ σπάνια: Ουρτικάρια, Αγγειονευρωτικό οίδημα, Οίδημα προσώπου, Πολύμορφο ερύθημα, Σύνδρομο Stevens-Johnson, Τοξική επιδερμική νεκρόλυση
Διαταραχές των νεφρών και ουροποιητικού συστήματος
Σπάνια: Δυσουρία*, Αιματουρία*, Επίσχεση ούρων*
Πολύ σπάνια: Νεφρική ανεπάρκεια, Ολιγουρία, Διάμεση νεφρίτιδα
Γενικές διαταραχές
Όχι συχνά: Οίδημα*
Σπάνια: Κακουχία*, Εξασθένηση*
Πολύ σπάνια: Υποθερμία
Εργαστηριακές εξετάσεις
Συχνά: Αύξηση ηπατικών ενζύμων*
* συχνότητα βασισμένη σε κλινικές μελέτες
Οίδημα, υπέρταση, και καρδιακή ανεπάρκεια, έχουν αναφερθεί σε σχέση με την θεραπεία με ΜΣΑΦ. Δεδομένα από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικές μελέτες, υποδεικνύουν ότι η χρήση κάποιων ΜΣΑΦ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε θεραπείες μακράς διάρκειας) μπορεί να συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση θρομβωτικών αρτηριακών συμβάντων (π.χ έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο (βλέπε Λήμμα 4.4).
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις
Ασθενείς που λαμβάνουν βαρφαρίνη ή παρόμοιους αντιπηκτικούς παράγοντες ή ακετυλοσαλικυλικό οξύ έχουν αυξημένο κίνδυνο αιμορραγικών επιπλοκών όταν λαμβάνουν υπόθετα νιμεσουλίδης. Ως εκ τούτου, αυτός ο συνδυασμός δε συνιστάται (δείτε επίσης 4.4) και αντενδείκνυται σε ασθενείς με βαριές διαταραχές της πήξης του αίματος (δείτε επίσης 4.3). Εάν ο συνδυασμός δεν μπορεί να αποφευχθεί, η αντιπηκτική δραστηριότητα πρέπει να παρακολουθείται στενά.
Φαρμακοδυναμικές/φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με διουρητικά
Σε υγιείς, η νιμεσουλίδη παροδικά μειώνει την επίδραση της φουροσεμίδης στην αποβολή νατρίου και, σε μικρότερο βαθμό, στην αποβολή καλίου και μειώνει τη διουρητική ανταπόκριση.
Η συγχορήγηση νιμεσουλίδης και φουροσεμίδης έχει ως αποτέλεσμα μια μείωση (κατά περίπου 20%) της AUC και της αθροιστικής αποβολής της φουροσεμίδης, χωρίς να επηρεάζει τη νεφρική κάθαρση.
Η ταυτόχρονη χορήγηση φουροσεμίδης και υποθέτων νιμεσουλίδης απαιτεί προσοχή σε ευαίσθητους νεφροπαθείς ή καρδιοπαθείς ασθενείς, όπως περιγράφεται στην παράγραφο 4.4.
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα έχει αναφερθεί να μειώνουν την κάθαρση του λιθίου, με αποτέλεσμα αυξημένα επίπεδα πλάσματος και τοξικότητα στο λίθιο. Εάν τα υπόθετα νιμεσουλίδης συνταγογραφηθούν σε ασθενή που λαμβάνει θεραπεία με λίθιο, τα επίπεδα του λιθίου πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Πιθανές φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις με γλυβενκλαμίδη, θεοφυλλίνη, βαρφαρίνη, διγοξίνη, σιμετιδίνη και ένα αντιόξινο σκεύασμα (δηλαδή συνδυασμό υδροξειδίου του αργιλίου και υδροξείδιο του μαγνησίου) μελετήθηκαν επίσης in vivo. Δεν παρατηρήθηκαν κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις.
Η νιμεσουλίδη αναστέλλει το CYP2C9. Οι συγκεντρώσεις πλάσματος φαρμάκων που είναι υποστρώματα αυτού του ενζύμου μπορεί να αυξηθούν όταν τα υπόθετα νιμεσουλίδης χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα.
Προσοχή απαιτείται εάν η νιμεσουλίδη χρησιμοποιηθεί λιγότερο από 24 ώρες πριν ή μετά από θεραπεία με μεθοτρεξάτη διότι τα επίπεδα ορού της μεθοτρεξάτης μπορεί να αυξηθούν και ως εκ τούτου η τοξικότητα αυτού του φαρμάκου μπορεί να αυξηθεί.
Λόγω της επίδρασης τους στις νεφρικές προσταγλανδίνες, οι αναστολείς της συνθετάσης των προσταγλανδινών όπως η νιμεσουλίδη μπορεί να αυξήσουν τη νεφροτοξικότητα των κεφαλοσπορινών.
Επιδράσεις άλλων φαρμάκων στη νιμεσουλίδη
Μελέτες in vitro έχουν δείξει παρεκτόπιση της νιμεσουλίδης από θέσεις σύνδεσης από την τολβουταμίδη, το σαλικυλικό οξύ και το βαλπροϊκό οξύ. Εν τούτοις, παρά την πιθανή επίδραση στα επίπεδα πλάσματος, αυτές οι αλληλεπιδράσεις δεν αποδείχθηκε να είναι αξιοσημείωτες κλινικά.
Κύηση
Η χρήση των υποθέτων νιμεσουλίδης αντενδείκνυται το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (δείτε 4.3).
Όπως και άλλα ΜΣΑΦ, τα υπόθετα νιμεσουλίδης δεν συνιστώνται σε γυναίκες που επιχειρούν να συλλάβουν (δείτε παράγραφο 4.4).
Όπως και τα άλλα ΜΣΑΦ, που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν τη σύνθεση των προσταγλανδινών, η νιμεσουλίδη μπορεί να προκαλέσει πρώιμη σύγκλιση του αρτηριακού πόρου, πνευμονική υπέρταση, ολιγουρία, ολιγοάμνιο, αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας, αδράνεια μήτρας και περιφερικό οίδημα.
Έχουν υπάρξει μεμονωμένες αναφορές νεφρικής ανεπάρκειας σε νεογνά που γεννήθηκαν από μητέρες που ελάμβαναν νιμεσουλίδη στο τέλος της κύησης.
Επιπλέον, μελέτες σε κουνέλια έχουν δείξει άτυπη αναπαραγωγική τοξικότητα (δείτε παράγραφο 5.3) και δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα στοιχεία από τη χρήση των υποθέτων νιμεσουλίδης σε έγκυες γυναίκες. Ως εκ τούτου, ο δυνητικός κίνδυνος στους ανθρώπους είναι άγνωστος και η συνταγογράφηση του φαρμάκου κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων τριμήνων της κύησης δε συνιστάται.
Γαλουχία
Δεν είναι γνωστό εάν η νιμεσουλίδη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Τα υπόθετα νιμεσουλίδης αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας (δείτε παραγράφους 4.3 και 5.3).
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις των υποθέτων νιμεσουλίδης στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Εν τούτοις, ασθενείς που εμφανίζουν ζάλη, ίλιγγο ή υπνηλία μετά τη λήψη των υποθέτων νιμεσουλίδης θ πρέπει να αποφεύγουν την οδήγηση ή τη χρήση μηχανών.
Σχετικό SPC
Mesulid.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.