Φαρμακοδυναμική
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιμυκητιασικοί από του στόματος παράγοντες (κωδικός ATC: D01BA02)
Κωδικός ATC: D01BA02
Η τερβιναφίνη είναι μια αλλυλαμίνη, η οποία έχει ένα ευρύ φάσμα δράσης κατά των παθογόνων μυκήτων του δέρματος, τριχών και νυχιών που περιλαμβάνει δερματόφυτα, όπως Trichophyton (δηλ. T.rubrum, T.mentagrophytes, T.verrucosm, T. tonsurans, T.violaceum), Microsporum (δηλ. M.canis), Epidermophyton floccosum, ζυμομύκητες του είδους Candida (δηλ. C.albicans), Pityrosporum. Σε χαμηλές πυκνότητες, η τερβιναφίνη είναι μυκητοκτόνος κατά των δερματοφύτων, των ευρωτομυκήτων και ορισμένων δίμορφων μυκήτων. Η δράση της κατά των ζυμομυκήτων είναι μυκητοκτόνος ή μυκητοστατική, ανάλογα με το είδος του ζυμομύκητος.
Η τερβιναφίνη παρεμβαίνει ειδικώς σ' ένα πρώιμο στάδιο της βιοσύνθεσης της εργοστερόλης των μυκήτων. Αυτό οδηγεί σε ανεπάρκεια εργοστερόλης και σε ενδοκυττάρια συσσώρευση σκουαλενίου, με αποτέλεσμα τον κυτταρικό θάνατο των μυκήτων.
Η τερβιναφίνη δρα αναστέλλοντας την δράση της εποξειδάσης του σκουαλενίου στην κυτταρική μεμβράνη των μυκήτων. Το ένζυμο εποξειδάση του σκουαλενίου δεν συνδέεται με το σύστημα του κυτοχρώματος Ρ 450.
Όταν χορηγείται από το στόμα, το φάρμακο συγκεντρώνεται στο δέρμα και τους όνυχες σε επίπεδα συνοδευόμενα από μυκητοκτόνο δράση.
Φαρμακοκινητική
Μετά από του στόματος χορήγηση, η τερβιναφίνη απορροφάται καλά (>70%) και η πλήρης βιοδιαθεσιμότητά της από τα δισκία Lamisil ως αποτέλεσμα της πρώτης διόδου του μεταβολισμού είναι περίπου 50%. Μια εφάπαξ δόση 250 mg τερβιναφίνης από το στόμα οδήγησε σε μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα 1,30 μg/ml 1,5 ώρα μετά τη λήψη. Σε σταθερή κατάσταση, σε σύγκριση με μια απλή δόση, η μέγιστη συγκέντρωση της τερβιναφίνης ήταν περίπου 25% υψηλότερη και η περιοχή κάτω από την καμπύλη (AUC) του πλάσματος αυξήθηκε κατά ένα συντελεστή 2,3. Από την αύξηση του AUC του πλάσματος μπορεί να υπολογιστεί ο αποτελεσματικός χρόνος ημίσειας ζωής ~30 ώρες. Η βιοδιαθεσιμότητα της τερβιναφίνης επηρεάζεται μέτρια από την τροφή (αύξηση της περιοχής κάτω από την καμπύλη (AUC) του πλάσματος λιγότερο από 20%), γι' αυτό λαμβάνεται ανεξάρτητα από αυτή. Περίπου το 40% της δόσης υφίσταται μεταβολισμό πρώτης διόδου από το ήπαρ.
Η τερβιναφίνη συνδέεται ισχυρά με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (99%). Λόγω του ότι είναι λιπόφιλη, διαχέεται ταχέως στην επιδερμίδα και συγκεντρώνεται στην κερατίνη στιβάδα. Η τερβιναφίνη απεκκρίνεται επίσης στο σμήγμα επιτυγχάνοντας έτσι υψηλές πυκνότητες στους θύλακες των τριχών, στις τρίχες και στο πλούσιο σε σμήγμα δέρμα. Επίσης κατανέμεται στο πέταλο του όνυχος μέσα στις πρώτες λίγες εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας.
Η τερβιναφίνη μεταβολίζεται ταχέως και εκτενώς από επτά τουλάχιστον CYP ισοένζυμα με μέγιστη συνεισφορά από τα CYP2C9, CYP1A2, CYP3A4, CYP2C8 και CYP2C19.
Οι μεταβολίτες δεν έχουν καμία αντιμυκητιασική δράση και απεκκρίνονται κατ' εξοχήν από τα ούρα. Δεν υπάρχει ένδειξη συσσώρευσης. Δεν έχουν παρατηρηθεί κλινικά σημαντικές εξαρτώμενες από την ηλικία μεταβολές των συγκεντρώσεων της τερβιναφίνης στο πλάσμα σε σταθερή κατάσταση, αλλά ο ρυθμός αποβολής μπορεί να ελαττωθεί σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική επιβάρυνση με αποτέλεσμα να εμφανίζονται υψηλότερα επίπεδα τερβιναφίνης στο αίμα.
Φαρμακοκινητικές μελέτες, με εφ' άπαξ δόση, σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης <50 mL/min) ή με προϋπάρχουσα ηπατική νόσο έδειξαν ότι η κάθαρση των δισκίων Lamisil μπορεί να μειωθεί περίπου 50%.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε μακράς διάρκειας μελέτες (ως 1 έτους) που έγιναν σε αρουραίους και σκύλους, δεν παρατηρήθηκαν αξιόλογα φαινόμενα τοξικότητας για δόσεις από του στόματος της τάξεως των 100mg/kg ανά ημέρα. Σε υψηλότερες δόσεις, το ήπαρ και πιθανώς οι νεφροί αναγνωρίστηκαν ως δυνητικοί στόχοι.
Σε μια μελέτη καρκινογένεσης διάρκειας 2 ετών που πραγματοποιήθηκε σε ποντικούς, δεν διαπιστώθηκαν νεοπλασματικά ή άλλα παθολογικά ευρήματα αποδιδόμενα στη θεραπεία, για ημερήσιες δόσεις μέχρι 130mg/kg (σε αρσενικούς) και 156 mg/kg (σε θηλυκούς) την ημέρα. Σε μια μελέτη καρκινογένεσης διάρκειας 2 ετών που πραγματοποιήθηκε σε αρουραίους με από του στόματος χορήγηση Lamisil στα υψηλότερα επίπεδα (69mg/kg ημερησίως), παρατηρήθηκε στους αρσενικούς αυξημένη συχνότητα εμφάνισης όγκων στο ήπαρ. Οι αλλοιώσεις αυτές οι οποίες σχετίζονται με πολλαπλασιασμό των μικροσωματίων στα κύτταρα ήπατος θεωρούνται ως ειδικές του είδους, δεδομένου ότι δεν παρατηρήθηκαν σε μελέτες καρκινογένεσης σε ποντικούς ή σε άλλες μελέτες με ποντικούς, σκύλους ή πιθήκους. Κατά τη διάρκεια των μελετών με υψηλές δόσεις σε πιθήκους, παρατηρήθηκαν διαθλαστικές ανωμαλίες του αμφιβληστροειδούς χιτώνα στις υψηλότερες δόσεις. (Όριο μη τοξικότητας 50 mg/kg). Οι ανωμαλίες αυτές συσχετίστηκαν με την παρουσία ενός μεταβολίτη της τερβιναφίνης στους οφθαλμικούς ιστούς και εξαφανίσθηκαν με συνέχιση της θεραπείας. Δε συσχετίσθηκαν με τις ιστολογικές αλλοιώσεις.
Σε μια μελέτη 8 εβδομάδων σε νεαρούς αρουραίους με από του στόματος δόση σε επίπεδο μη τοξικό (NTEL) περίπου στα 100mg/kg/ημέρα, μοναδικό εύρημα ήταν ελαφρά αυξημένο ηπατικό βάρος, ενώ σε ώριμα σε ηλικία σκυλιά με δόση μεγαλύτερη από 100mg/kg/ημέρα (τιμές AUC περίπου 13 χ (m) και 6 χ (f) από αυτές σε παιδιά), παρατηρήθηκαν σημάδια διαταραχής του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) συμπεριλαμβανομένων απλών επεισοδίων σπασμών σε μεμονωμένα ζώα. Παρόμοια ευρήματα παρατηρήθηκαν με υψηλή συστηματική έκθεση με ενδοφλέβια χορήγηση τερβιναφίνης σε ενήλικους αρουραίους ή πιθήκους.
Μια σειρά από δοκιμές γονοτοξικότητας που εκτελέστηκαν in vitro και in vivo, δεν αποκάλυψε ενδείξεις δυνητικής μεταλλαξιογόνου ή κατατμητικής των χρωματοσωμάτων δράσης.
Σε μελέτες που έγιναν σε αρουραίους και κουνέλια δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες επιδράσεις στη γονιμότητα ή τις άλλες παραμέτρους της αναπαραγωγής.
Καρκινογένεση, μεταλλάξεις, στείρωση
Μελέτες τοξικότητας στα έμβρυα και γονιμότητας σε ζώα δεν υποδηλώνουν καμία ανεπιθύμητη ενέργεια.
Ενεργά συστατικά
012C11ZU6G - TERBINAFINE HYDROCHLORIDE
|
Σχετικό SPC
LAMISIL δισκία 125 mg και 250 mg.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.