Φαρμακοδυναμική
Κωδικός ATC: Α03ΒΒ01
Η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη ασκεί σπασμολυτική δράση στους λείους μύες του γαστρεντερικού, χοληφόρου και ουροποιογεννητικού συστήματος.
Η περιφερική αντιχολινεργική δράση είναι αποτέλεσμα αποκλεισμού των γαγγλίων εντός των σπλαχνικών τοιχών καθώς και μιας αντιμουσκαρινικής δραστηριότητας.
Φαρμακοκινητική
Απορρόφηση και κατανομή
Μετά από ενδοφλέβια χορήγηση η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη κατανέμεται ταχέως (t1/2α = 4 min, t1/2β = 29 min) στους ιστούς. Ο όγκος κατανομής είναι (Vss) είναι 128 L (που αντιστοιχεί σε περίπου 1.7 L/kg). Λόγω της υψηλής συγγένειας για μουσκαρινικούς και νικοτινικούς υποδοχείς, η βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη κατανέμεται κυρίως στα μυϊκά κύτταρα της κοιλιακής και της πυελικής χώρας καθώς και στα ενδοτοιχωματικά γάγγλια των κοιλιακών οργάνων. Η δέσμευση της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης από την πρωτεΐνη πλάσματος (αλβουμίνη) είναι περίπου 4.4%. Μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν ότι η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη δεν περνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, αλλά δεν υπάρχουν κλινικά δεδομένα για αυτήν την δράση. Η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη (1nM) παρατηρήθηκε να αλληλεπιδρά με τη μεταφορά της χολίνης (1.4nM) στα επιθηλιακά κύτταρα του ανθρώπινου πλακούντα in vitro.
Μεταβολισμός και απέκκριση
Η κύρια μεταβολική οδός είναι η υδρολυτική διάσπαση του εστερικού δεσμού. Ο χρόνος ημιζωής της τελικής φάσης αποβολής (t1/2γ) είναι περίπου 5 ώρες. Η ολική κάθαρση είναι 1.2 L/min. Κλινικές μελέτες με ραδιοσημασμένη βουτυλοβρωμιούχο υοσκίνη έδειξαν ότι μετά από ενδοφλέβια ένεση 42 έως 61% της ραδιενεργής δόσης απεκκρίνεται μέσω νεφρών και 28.3 έως 37% μέσω κοπράνων.
Το ποσοστό της αμετάβλητης δραστικής ουσίας που απεκκρίνεται μέσω ούρων είναι περίπου 50%. Οι μεταβολίτες που απεκκρίθηκαν συνδέονται φτωχά με τους μουσκαρινικούς υποδοχείς και επομένως δε θεωρούνται ότι συμβάλλουν στην επίδραση της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη παρουσιάζει ένα χαμηλό δείκτη τοξικότητας: η από του στόματος LD50 αντιστοιχεί με 1000-3000mg/kg στους ποντικούς, 1040-3300mg/kg στους επίμυες, και 600mg/kg στους σκύλους.
Σημεία τοξικότητας είναι η αταξία και ο ελαττωμένος μυϊκός τόνος, και επιπροσθέτως στους ποντικούς τρόμος και σπασμός, στους σκύλους μυδρίαση, ταχυκαρδία και ξηρότητα βλεννογόνου. Θάνατοι από αναπνευστική ανακοπή παρατηρήθηκαν εντός 24 ωρών. Η ενδοφλέβια LD50 της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης αντιστοιχεί με 10-23mg/kg στους ποντικούς και 18mg/kg στους αρουραίους.
Σε μελέτες, επανειλημμένης χορήγησης από το στόμα πέρα των 4 εβδομάδων, οι αρουραίοι έδειξαν ανοχή σε 500mg/kg= “δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες” (NOAEL). Σε δόση 2000mg/kg, με δράση στα παρασυμπαθητικά γάγγλια της σπλαχνικής περιοχής, η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη παρέλυσε τη γαστρεντερική λειτουργία που είχε σαν αποτέλεσμα επίμονο δυσκοιλιότητα. Ένδεκα από τους 50 αρουραίους πέθαναν. Αιματολογικά και βιοχημικά αποτελέσματα δεν έδειξαν δοσοεξαρτώμενες διαφοροποιήσεις.
Πέραν των 26 εβδομάδων, οι αρουραίοι έδειξαν ανοχή στα 200mg/kg, ενώ στα 250 και 1000mg/kg, η γαστρεντερική λειτουργία κατεστάλη και παρατηρήθηκε θάνατος. Το NOAEL για μια μελέτη 39-εβδομάδων σε σκύλους από του στόματος (καψάκιο) ήταν 30mg/kg. Η πλειοψηφία των κλινικών ευρημάτων αποδίδεται σε οξείες επιδράσεις της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης σε υψηλές δόσεις (200mg/kg). Δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητα ιστοπαθολογικά ευρήματα.
Επαναλαμβανόμενη ενδοφλέβια δόση 1 mg/kg ήταν καλώς ανεκτή από επίμυες σε μια μελέτη 4 εβδομάδων. Σε δόση 3 mg/kg συνέβησαν σπασμοί, αμέσως μετά την ένεση. Επίμυες, στους οποίους χορηγήθηκαν 9 mg/kg, πέθαναν από αναπνευστική παράλυση. Σκύλοι στους οποίους χορηγήθηκαν ενδοφλέβια για πάνω από 5 εβδομάδες δόσεις 2 × 1, 2 × 3, 2 × 9 mg/kg, εμφάνισαν δοσοεξαρτώμενη μυδρίαση, η οποία εμφανίστηκε σε όλα τα πειραματόζωα στα οποία χορηγήθηκε το φάρμακο. Επιπροσθέτως, με δόση 2 × 9 mg/kg παρατηρήθηκαν αταξία, σιελόρροια και μειωμένο σωματικό βάρος και μειωμένη πρόσληψη τροφής. Τα διαλύματα ήταν τοπικώς καλώς ανεκτά.
Μετά από επαναλαμβανόμενες ενδομυϊκές ενέσεις, η δόση των 10 mg/kg ήταν συστηματικά καλώς ανεκτή, αλλά αλλοιώσεις στους μυς στο σημείο της ένεσης ευκρινώς αυξημένες σε σχέση με τους επίμυες ελέγχου. Σε δόσεις 60 και 120 mg/kg, η θνησιμότητα ήταν υψηλή και οι τοπικές βλάβες αυξάνονταν δοσοεξαρτώμενα.
Η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη δεν εμφάνισε εμβρυοτοξική, ούτε τερατογενετική δράση σε δόσεις από το στόμα μέχρι 200mg/kg σε δίαιτα (αρουραίοι) και 200mg/kg σε υπερσιτισμό ή 50mg/kg υποδορίως (κόνικλοι). Η γονιμότητα δεν επηρεάστηκε αρνητικά σε δόσεις μέχρι 200 mg/kg από του στόματος.
Όπως άλλα κατιονικά φάρμακα, η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη αλληλεπιδρά με το σύστημα μεταφοράς χολίνης των ανθρώπινων επιθηλιακών κυττάρων του πλακούντα in vitro. Δεν έχει αποδειχθεί μεταφορά της βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης στον εμβρυϊκό σάκο.
Τα υπόθετα της Ν-βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης ήταν τοπικά καλώς ανεκτά.
Σε ειδικές μελέτες που αφορούσαν την τοπική ανοχή, επαναλαμβανόμενη ενδομυϊκή ένεση 15 mg/kg BUSCOPAN για 28 ημέρες μελετήθηκε σε σκύλους και πιθήκους. Μικρή εστιακή νέκρωση στο σημείο της ένεσης παρατηρήθηκε μόνο στους σκύλους. Το BUSCOPAN ήταν καλώς ανεκτό σε αρτηρίες και φλέβες ώτων κονίκλου. In vitro πειράματα, με ενέσιμο διάλυμα 2% BUSCOPAN δεν έδειξαν αιμολυτική δράση όταν αναμίχθηκαν με 0.1 ml ανθρωπίνου αίματος.
Η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη δεν εμφάνισε μεταλλαξιογόνο ή καρκινογόνο δράση στη δοκιμασία Ames, στην in vitro μελέτη γονιδιακής μετάλλαξης σε κύτταρα θηλαστικών V79 (δοκιμασία HPRT) και σε μια in vitro δοκιμασία χρωμοσωμικής ανωμαλίας σε ανθρώπινα περιφερικά λεμφοκύτταρα. In vivo, η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη ήταν αρνητική στη δοκιμασία μικροπυρήνων μυελού των οστών στους επίμυες.
Δεν υπάρχουν in vivo μελέτες καρκινογένεσης. Παρ' όλα ταύτα, η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη δεν έδειξε ογκογονική δράση σε δύο μελέτες με χορήγηση σε αρουραίους επί 26 εβδομάδες μέχρι 1000mg/kg.
Καρκινογένεση, μεταλλάξεις, στείρωση
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες για την επίδραση στην ανθρώπινη γονιμότητα (βλ. 5.3 Προκλινικά στοιχεία για την ασφάλεια).
Ενεργά συστατικά
0GH9JX37C8 - BUTYLSCOPOLAMINE BROMIDE
|
Σχετικό SPC
BUSCOPAN.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ : BUSCOPAN Ενέσιμο διάλυμα