Μηχανισμός δράσης
Η καρβοκυστεΐνη (S-carboxymethyl L-cysteine) είναι ένας βλεννολυτικός τύπος τροποποιητή βλεννογόνου. Ενεργεί στη φάση πηκτώματος της βλέννης, πιθανώς διασπώντας τους δεσμούς θείου των γλυκοπρωτεϊνών, διευκολύνοντας κατ' αυτό τον τρόπο την απόχρεμψη.
Φαρμακοδυναμική
Η καρβοκυστεΐνη αποκαθιστά το ιξώδες και την ελαστικότητα όλων των βλεννωδών εκκρίσεων κατά τρόπο δοσοεξαρτώμενο και χάρη στον ειδικό μηχανισμό δράσης επί των εκκριτικών κυττάρων της βλέννης, αυξάνει τη σύνθεση της σιελοβλεννίνης (sialomucin) που αποτελεί κύριο συστατικό όλων των εκκρίσεων των αεραγωγών οδών. Η δράση αυτή διατηρείται και λίγες μέρες μετά την διακοπή της θεραπείας, ιδιαίτερα έπειτα από δόση 2.7 g εφάπαξ ημερησίως.
Σε απομονωμένη τραχεία κουνελιού, η καρβοκυστεΐνη διέγειρε την έκκριση ιόντων χλωρίου, φαινόμενο που σχετίζεται με την μεταφορά ύδατος, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της ρευστότητας της βλέννης. Στο ίδιο είδος πειραματοζώου, η από του στόματος χορήγηση καρβοκυστεΐνης εμπόδισε τη μείωση της αποβολής βρογχικών εκκρίσεων δια μέσου του βλεννοκροσσωτού συστήματος, που προκλήθηκε από ενδοτραχειακή ενστάλαξη εξωγενούς ελαστάσης. Η καρβοκυστεΐνη επιφέρει κατά τρόπο δοσοεξαρτώμενο αύξηση των συγκεντρώσεων γαλακτοφερρίνης (lactoferrin), λυσοζύμης και α1 αντι-χυμοθρυψίνης, οδηγώντας σε λειτουργική αποκατάσταση των ορογόνων κυττάρων των περιβρογχικών αδένων και του μηχανισμού της πρωτεϊνικής τους σύνθεσης, γεγονός που επιβεβαιώνεται εξάλλου από την μορφολογική εξέταση του επιθηλίου.
Η καρβοκυστεΐνη έχει αποδειχθεί σε ζωικά μοντέλα υγιή και βρογχικά ότι επηρεάζει τη φύση και την ποσότητα των γλυκοπρωτεΐνών της βλέννας, η οποία εκκρίνεται από την αναπνευστική οδό. Μία αύξηση στο οξύ, ουδέτερη αναλογία των γλυκοπρωτεΐνών της βλέννας και ένας μετασχηματισμός των ορωδών κυττάρων σε βλεννώδη κύτταρα είναι γνωστό ότι αποτελούν την αρχική αντίδραση σε ερεθισμό και θα πρέπει κανονικά να ακολουθούνται από υπερέκκριση. Η χορήγηση καρβοκυστεΐνης σε ζώα που εκτέθηκαν σε ερεθιστικές ουσίες υποδεικνύει ότι η γλυκοπρωτεΐνη που εκκρίνεται παραμένει φυσιολογική. Η χορήγηση μετά από τέτοια έκθεση δείχνει ότι η επιστροφή στην φυσιολογική κατάσταση επιταχύνεται.
Μελέτες σε ανθρώπους έχουν δείξει ότι η καρβοκυστεΐνη μειώνει την υπερπλασία των λαγηνοειδών κυττάρων. Η καρβοκυστεΐνη μπορεί επομένως να αποδειχθεί ότι έχει ένα ρόλο στη διαχείριση των διαταραχών που χαρακτηρίζονται από μη φυσιολογική βλέννα.
Επίσης, η καρβοκυστεΐνη παρουσίασε θετική επίδραση στην παραγωγή IgA στις ρινικές και τραχειοβρογχικές εκκρίσεις. Η καρβοκυστεΐνη δρα μεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά του ιξώδους και της ελαστικότητας της βλέννης των βρόγχων. Τέλος, υποβοηθεί την αποβολή των βρογχικών εκκρίσεων δια μέσου του βλεννοκροσσωτού συστήματος.
Φαρμακοκινητική
Έπειτα από χορήγηση μίας δόσης 2.7 g από του στόματος, η καρβοκυστεΐνη απορροφάται ταχέως. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα επιτυγχάνεται σε 1.5-2 ώρες και ο χρόνος ημιζωής στο πλάσμα είναι 1.5 ώρες.
Το δραστικό συστατικό κατανέμεται ιδιαίτερα στον πνευμονικό ιστό και παρουσιάζει μέγιστη συγκέντρωση στη βλέννη και χρόνο ημιζωής στη βλέννη 3.5 μg/ml και 1.8 ώρες αντίστοιχα (2 g ημερησίως). Ποσοστά του δραστικού συστατικού βρέθηκαν επίσης στη βλέννη των παραρρίνιων κόλπων και στο ους, σε μετρήσιμες ποσότητες μέχρι και 8 ώρες μετά τη χορήγηση. To δραστικό συστατικό και οι μεταβολίτες του αποβάλλονται από τους νεφρούς. Το φάρμακο απεκκρίνεται αναλλοίωτο στα ούρα σε ποσοστό 30-60% της χορηγηθείσης δόσης, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αποβάλλεται με τη μορφή μεταβολιτών.
Η βιοδιαθεσιμότητα είναι μικρή (λιγότερο από το 10% της χορηγούμενης δόσης), πιθανόν λόγω του ενδοαυλικού μεταβολισμού και της σημαντικής επίδρασης του φαινομένου της πρώτης διόδου από το ήπαρ.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής της απομάκρυνσης της καρβοκυστεΐνης είναι περίπου 2 ώρες.
Σε μια μελέτη «in-house», σε υγιείς εθελοντές σε σταθεροποιημένη κατάσταση (7 ημέρες) στους οποίους χορηγήθηκαν καψάκια καρβοκυστεΐνης 375mg σε δοσολογία 2 καψακίων τρεις φορές την ημέρα, σημειώθηκαν οι ακόλουθες φαρμακοκινητικές παράμετροι:
Προσδιορισμοί τιμών πλάσματος | Μέση τιμή | Εύρος τιμών |
---|---|---|
Tmax(hr) | 2,0 | 1,0-3,0 |
t½ (hr) | 1,87 | 1,4-2,5 |
Kel (hr-1) | 0,387 | 0,28-0,50 |
AUC0-7.5 (mcg.hr.mL-1) | 39,26 | 26,0-62,4 |
Υπολογισθείσες Φαρμακοκινητικές Παράμετροι | ||
*CLS (L.hr-1) | 20,2 | - |
CLS (mL.min-1) | 331 | - |
VD (L) | 105,2 | - |
VD (L.Kg-1) | 1/75 | - |
* Υπολογισμός από την δόση την έβδομη ημέρα της μελέτης
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει χαμηλή τοξικότητα της χορηγούμενης από το στόμα καρβοκυστεΐνης.
Δεν υπάρχουν επιπρόσθετα προκλινικά δεδομένα αυτών που ήδη περιλαμβάνονται στις άλλες παραγράφους.