Αλληλεπιδράσεις
Η δραστική ουσία Βουτυλοσκοπολαμίνη εμφανίζει αλληλεπίδραση στις παρακάτω περιπτώσεις:
Ανταγωνιστές της δοπαμίνης
Σύγχρονη χορήγηση υοσκίνης με ανταγωνιστές της δοπαμίνης όπως η μετοκλοπραμίδη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της δράσης και των δύο φαρμάκων στον γαστρεντερικό σωλήνα.
Αλκοόλ, κατασταλτικά του KNΣ
Σύγχρονη χορήγηση βουτυλοσκοπολαμίνης με οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ, προκαλεί επίταση της κατασταλτικής δράσης της βουτυλοσκοπολαμίνης.
Αλκοολούχα σκευάσματα (ποτά)
Τρι- και τετρακυκλικά αντικαταθλιπτικά, αντιισταμινικά, αντιψυχωτικά (π.χ. βουτυροφενόνες, φαινοθειαζίνες)
Η αντιχολινεργική δραση φαρμάκων όπως τα τρι- και τετρακυκλικά αντικαταθλιπτικά, τα αντιισταμινικά, τα αντιψυχωτικά (π.χ. βουτυροφενόνες, φαινοθειαζίνες) μπορεί να ενισχυθεί με τη συγχορήγηση βουτυλοσοπολαμίνης.
Αντιισταμινικά για συστηματική χορήγηση
Αντιισταμινικά για τοπική χρήση
Άλλα αντιισταμινικά για συστηματική χορήγηση
Παράγωγα βουτυροφαινόνης
Φαινοθειαζίνες
Χολινεργικά, καρδιοτονωτικές γλυκοσίδες, διφαινυδραμίνη, λεβοντόπα, νεοστιγμίνη
Πρέπει να αποφεύγεται η ταυτόχρονη χορήγηση της βουτυλοσκοπολαμίνης με χολινεργικά, καρδιοτονωτικές γλυκοσίδες, διφαινυδραμίνη, λεβοντόπα και νεοστιγμίνη.
Φυτικά αλκαλοειδή και άλλα φυσικά προϊόντα
Καρδιακές Γλυκοσίδες
Διφαινυδραμίνη
Λεβοντόπα
Νεοστιγμίνη
Βήτα-αδρενεργικοί παράγοντες
Η ταχυκαρδιακή δράση των βήτα-αδρενεργικών παραγόντων μπορεί να ενταθεί από τη βουτυλοσκοπολαμίνη.
Μη εκλεκτικοί αγωνιστές β αδρενεργικών υποδοχέων
Εκλεκτικοί αγωνιστές των β2-αδρενεργικών υποδοχέων
Εκλεκτικοί αγωνιστές των β2-αδρενεργικών υποδοχέων
Αρρυθμίες, υπέρταση, βρογχικό άσθμα
Η Ν-βουτυλοβρωμιούχος υοσκίνη χορηγείται με προσοχή στην ενέσιμο μορφή σε περιπτώσεις υπερθυρεοειδισμού, στεφανιαίας ανεπάρκειας, συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, καρδιακών αρρυθμιών, υπερτάσεως και βρογχικού άσθματος.
Αρτηριακή υπέρταση
Άσθμα
Ασθματική κατάσταση (status asthmaticus)
Ηπατική ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια, ελκώδη κολίτιδα, οισοφαγίτιδα από αναγωγή
Η βουτυλοσκοπολαμίνη χορηγείται με προσοχή σε άτομα που πάσχουν από βλάβη του ήπατος, νεφρική ανεπάρκεια, ελκώδη κολίτιδα, οισοφαγίτιδα από αναγωγή.
Νεφρική ανεπάρκεια
Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση με οισοφαγίτιδα
Ελκώδης κολίτιδα
Κινιδίνη, αμανταδίνη
Η δράση της κινιδίνης και της αμανταδίνης μπορεί να ενταθεί από τη Ν-βουτυλοβρωμιούχο υοσκίνη.
Κινιδίνη
Δισοπυραμίδη και άλλα αντιχολινεργικά φαρμάκων (π.χ. τιοτρόπιο, ιπρατρόπιο, ενώσεις με ατροπινική δράση)
Η αντιχολινεργική δραση φαρμάκων όπως η δισοπυραμίδη και άλλα αντιχολινεργικά φαρμάκων (π.χ. τιοτρόπιο, ιπρατρόπιο, ενώσεις με ατροπινική δράση) μπορεί να ενισχυθεί με τη συγχορήγηση βουτυλοσοπολαμίνης.
Αντιχολινεργικά
Ευθαλεία η άτροπος (Belladonna) και παράγωγα, αμιγή
Προμεθαζίνη, εφεδρίνη, δεξτροαμφεταμίνη
Σύγχρονη χορήγηση βουτυλοσκοπολαμίνης με προμεθαζίνη, εφεδρίνη, δεξτροαμφεταμίνη, προκαλεί επίταση της αντιεμετικής δράσης της βουτυλοσκοπολαμίνης.
Εφεδρίνη
Αμφεταμίνη
Πυρετός
Λόγω της πιθανότητας ότι τα αντιχολινεργικά μπορούν να μειώσουν την εφίδρωση, η βουτυλοσοπολαμίνη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με πυρεξία.
Θυρεοτοξίκωση, καρδιακή ανεπάρκεια
Η βουτυλοσκοπολαμίνη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε άτομα που πάσχουν από θυρεοτοξίκωση, καρδιακή ανεπάρκεια ή μετά από καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις.
Καρδιακή Ανεπάρκεια
Καρδιοχειρουργική επέμβαση
Κυκλοπροπάνιο
Η βουτυλοσκοπολαμίνη πρέπει να Χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς υπό αναισθησία με κυκλοπροπάνιο.
Κύηση
Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από τη χρήση της βουτυλοσκοπολαμίνης σε εγκύους. Μελέτες σε πειραματόζωα δε δείχνουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς δράσεις όσον αφορά στην αναπαραγωγική τοξικότητα. Προληπτικά, προτιμάται να μη χορηγείται η υοσκίνη κατά τη διάρκεια της κύησης.
Χρήση κατά την εγκυμοσύνη
Αυστραλία - Κατηγορία εγκυμοσύνης B2 - Φάρμακα που έχουν ληφθεί μόνο από περιορισμένο αριθμό εγκύων γυναικών και γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία, χωρίς αύξηση της συχνότητας δυσπλασίας ή άλλων άμεσων ή έμμεσων επιβλαβών επιπτώσεων στο ανθρώπινο έμβρυο. Οι μελέτες σε ζώα είναι ανεπαρκείς ή ελλειπείς, αλλά τα διαθέσιμα δεδομένα δεν καταδεικνύουν αυξημένη εμφάνιση εμβρυϊκής βλάβης.
Γαλουχία
Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την έκκριση της βουτυλοσκοπολαμίνης και των μεταβολιτών του στο μητρικό γάλα. Προληπτικά, προτιμάται να μη χορηγείται βουτυλοσκοπολαμίνη κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Η βουτυλοσκοπολαμίνη, είναι δυνατόν να προκαλέσει διαταραχές προσαρμογής της όρασης, καθώς και νωθρότητα και άμβλυνση της εγρήγορσης.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες για την επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Παρόλo αυτά οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται ότι μπορεί να εμφανίσουν ανεπιθύμητες ενέργειες όπως διαταραχές προσαρμογής της όρασης ή ζάλη κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ενέσιμο διάλυμα υοσκίνης.
Επομένως, προσοχή συνιστάται σε άτομα που οδηγούν ή χειρίζονται μηχανές. Εάν οι ασθενείς εμφανίσουν διαταραχές προσαρμογής της όρασης ή ζάλη, θα πρέπει να αποφύγουν πιθανώς επικίνδυνες εργασίες όπως οδήγηση ή χειρισμός μηχανών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Πολλές από τις αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να αποδοθούν στις αντιχολινεργικές δράσεις της Ν-βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης. Οι αντιχολινεργικές δράσεις της Ν-βουτυλοβρωμιούχου υοσκίνης είναι γενικά ήπιες και αυτοπεριοριζόμενες. Σε συνήθεις δόσεις είναι σπάνιες και εμφανίζονται κυρίως κατά την παρεντερική χορήγηση.
Μπορεί να παρουσιαστούν:
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος: Aναφυλακτική καταπληξία, αναφυλακτικές αντιδράσεις, δύσπνοια, δερματικές αντιδράσεις (π.χ. κνίδωση, εξάνθημα, ερύθημα, κνησμός) και άλλη υπερευαισθησία.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου: Ρινική συμφόρηση
Οφθαλμικές διαταραχές: Διαταραχή της προσαρμογής, φωτοφοβία, μυδρίαση, αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση.
Καρδιακές διαταραχές: Ταχυκαρδία, βραδυκαρδία, αίσθημα παλμών
Αγγειακές διαταραχές: Πτώση αρτηριακής πίεσης, ζάλη, έξαψη
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος: Ξηροστομία, ναυτία, δυσκοιλιότητα, μετεωρισμός, παραλυτικός ειλεός
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού: Δυσιδρωσία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών: Επίσχεση ούρων, δυσουρικά ενοχλήματα. Επίσης μπορεί να παρουσιαστούν διαταραχή της γεύσης, οπισθοστερνικός καύσος, ευερεθιστότητα και συγχυτική κατάσταση (ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα).
Άλγος στο σημείο της ένεσης, ειδικά μετά την ενδομυϊκή χορήγηση.