Μηχανισμός δράσης
H λακτιτόλη με δράση ανάλογη της λακτουλόζης δεν απορροφάται στο λεπτό έντερο. Στο παχύ διασπάται από διάφορα βακτηρίδια σε οξεικό, προπιονικό και βουτυρικό οξύ. Έτσι μειώνεται το pH, ενισχύεται η κινητικότητα του εντερικού τοιχώματος και η έκκριση υγρών με παράλληλη δέσμευση της αμμωνίας του αίματος.
Tο όξινο pH επιπλέον διευκολύνει τη δέσμευση της αμμωνίας του αίματος, ιδιότητα που βρίσκει εφαρμογή στην αντιμετώπιση της ηπατικής εγκεφαλοπάθειας.
Φαρμακοδυναμική
Η λακτιτόλη είναι ένας δισακχαρίτης, αποτελούμενος από γαλακτόζη και σορβιτόλη, ο οποίος δεν υδρολύεται από τις δισακχαριδάσες του λεπτού εντέρου. Σαν αποτέλεσμα, περνά μέσα από το λεπτό έντερο απορροφούμενη ελάχιστα και φθάνει αναλλοίωτη στο παχύ έντερο. Στη συνέχεια μεταβολίζεται, κυρίως σε οξικό, προπιονικό και βουτυρικό οξύ, από την εντερική χλωρίδα, ιδιαίτερα από τα βακτηριοειδή και γαλακτοβακτηρίδια. Η οξίνιση του περιεχομένου του παχέος εντέρου μειώνει την παραγωγή και την απορρόφηση της αμμωνίας.
Φαίνεται ότι τα παραπάνω αναφερόμενα βακτηρίδια χρησιμοποιούν την αμμωνία και εκλεκτικά αποικοδομούν την λακτιτόλη αντί για τα αμινοξέα (μελέτη in vitro επώασης σε κόπρανα έχει δείξει ότι η παρουσία λακτιτόλης μειώνει την παραγωγή αμμωνίας από τα βακτηρίδια).
Η λακτιτόλη είναι ασφαλής για τα δόντια.
Ο μετασχηματισμός της λακτιτόλης σε οργανικά οξέα μικράς αλύσου αυξάνει την ωσμωτική πίεση στο παχύ έντερο, προκαλώντας έτσι αύξηση στο ύδωρ που περιέχεται στα κόπρανα και στον όγκο των κοπράνων, γεγονός που ερμηνεύει την υπακτική δράση.
Φαρμακοκινητική
Η λακτιτόλη δρα στον αυλό του παχέος εντέρου, όπου στην πράξη είναι 100% βιοδιαθέσιμη. Απορροφάται ελάχιστα. Μέχρι ποσοστού 2% ανιχνεύεται αναλοίωτη στα ούρα.