Μηχανισμός δράσης
Η λακτουλόζη είναι ένας συνθετικός δισακχαρίτης, ανάλογος της λακτόσης. Η λακτουλόση πρακτικώς δεν απορροφάται από το γαστρεντερικό σωλήνα. Στο έντερο η λακτουλόση διασπάται από ορισμένα βακτηρίδια σε οργανικά οξέα χαμηλού μοριακού βάρους και διοξείδιο του άνθρακα, προκαλώντας ελάττωση του pΗ (αύξηση της οξύτητας) στον αυλό του εντέρου και αύξηση της ωσμωτικής του πίεσης με αποτέλεσμα την αύξηση του κατακρατούμενου ύδατος που καθιστά τα κόπρανα μαλακότερα. Η αύξηση του όγκου του εντερικού περιεχομένου έχει σαν αποτέλεσμα την διέγερση του περισταλτισμού του εντέρου, εξαφανίζοντας τη δυσκοιλιότητα και αποκαθιστώντας το φυσιολογικό ρυθμό του εντέρου.
Επιπρόσθετα, το όξινο περιβάλλον διευκολύνει στη δέσμευση της αμμωνίας του αίματος (υπό ιοντική μορφή που δεν απορροφάται), αυξάνοντας την ανοχή των ασθενών με συστηματική εγκεφαλοπάθεια της πυλαίας (ΣΕΠ) στα λευκώματα.
H έναρξη του καθαρτικού τους αποτελέσματος εμφανίζεται 2-4 ώρες μετά τη χορήγησή. H τελευταία θα πρέπει να συνοδεύεται από ικανή λήψη υγρών.
Φαρμακοδυναμική
Η λακτουλόζη είναι ένας συνθετικός δισακχαρίτης που σχηματίζεται από D-γαλακτόζη και φρουκτόζη. Στο παχύ έντερο η λακτουλόζη μεταβολίζεται από βακτηριακά ένζυμα σε λιπαρά οξέα μικρής αλυσίδας, κυρίως γαλακτικού και οξικού οξέος, καθώς και σε μεθάνιο και υδρογόνο. Αυτή η ενέργεια οδηγεί σε μείωση της τιμής του pH και σε αύξηση της οσμωτικής πίεσης στο παχύ έντερο. Αυτό προκαλεί διέγερση των περισταλτικών κινήσεων και αύξηση της περιεκτικότητας των κοπράνων σε νερό. Έτσι, η δυσκοιλιότητα απομακρύνεται και αποκαθίσταται ο φυσιολογικός ρυθμός του εντέρου. Για την πρόκληση φυσιολογικής κένωσης απαιτούνται συνήθως 24-48 ώρες.
Σε υψηλότερες δοσολογίες η λακτουλόζη προκαλεί μείωση της τιμής pH, που έχει ως αποτέλεσμα αύξηση της συγκέντρωσης H+ και μεταβολή από NH3 (απορροφήσιμη) σε NH4+ (μη απορροφήσιμη). Η απέκκριση αζώτου στα κόπρανα επιταχύνεται. Αυτή η ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της υπεραμμωνιαιμίας. Στη θεραπεία της ηπατικής εγκεφαλοπάθειας, η λακτουλόζη μειώνει τη συγκέντρωση NH3 στο αίμα κατά περίπου 25-50%.
Χαμηλότερο pH στο παχύ έντερο έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή των πρωτεολυτικών βακτηρίων, τα οποία συμμετέχουν στο σχηματισμό της αμμωνίας. Μείωση του pH προκαλείται από την αύξηση της περιεκτικότητας σε οξεόφιλα βακτήρια (π.χ. γαλακτοβακτηρίδια). Το μειωμένο pH και η οσμωτική επίδραση καθαρίζουν το παχύ έντερο. Αυτό διεγείρει τα βακτήρια να χρησιμοποιούν αμμωνία για βακτηριακή πρωτεϊνοσύνθεση.
Φαρμακοκινητική
Η λακτουλόζη πρακτικά δεν απορροφάται, καθώς στον άνθρωπο δεν υπάρχει διαθέσιμη αντίστοιχη δισακχαριδάση στο ανώτερο γαστρεντερικό σύστημα. Επομένως, μη απορροφούμενη, καταλήγει στο παχύ έντερο αναλλοίωτη. Εκεί μεταβολίζεται από τη βακτηριδιακή χλωρίδα του παχέος εντέρου. Ο μεταβολισμός είναι πλήρης για δοσολογίες έως 25-50 g ή 40-75 ml, ενώ για υψηλότερες, ένα ποσοστό μπορεί να εκκρίνεται αναλλοίωτο.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα μη κλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης, τοξικότητας στην αναπαραγωγική ικανότητα και ανάπτυξη.