Αλληλεπιδράσεις
Η δραστική ουσία Λακτουλόζη εμφανίζει αλληλεπίδραση στις παρακάτω περιπτώσεις:
Δυσανεξία στη γαλακτόζη, δυσανεξία στη φρουκτόζη, ανεπάρκεια λακτάσης, δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης
Οι ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη ή τη φρουκτόζη, ανεπάρκεια λακτάσης ή δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Η λακτουλόζη θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε νήπια και μικρά παιδιά με υπολειπόμενη αυτοσωματική κληρονομικότητα δυσανεξίας στη φρουκτόζη.
Ανεπάρκεια λακτάσης
Δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης
Congenital glucose-galactose malabsorption (disorder)
Αυτοσωμική υπολειπόμενη κληρονομική δυσανεξία στη φρουκτόζη
Κύηση
Περιορισμένα στοιχεία για εγκύους ασθενείς δεν υποδεικνύουν παραμορφωτική ή εμβρυϊκή/νεογνική τοξικότητα. Μελέτες σε ζώα δεν υποδεικνύουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιπτώσεις σε σχέση με την κύηση, την εμβρυϊκή/περιγεννητική ανάπτυξη, τον τοκετό ή τη μεταγεννητική ανάπτυξη.
Η χρήση της λακτουλόζης ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εάν απαιτείται.
Χρήση κατά την εγκυμοσύνη
Η.Π.Α. - Κατηγορία εγκυμοσύνης B - Μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα δεν κατέδειξαν κίνδυνο για το έμβρυο και δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε έγκυες γυναίκες.
Γαλουχία
H λακτουλόζη μπορεί να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Η λακτουλόζη δεν έχει καμία ή αμελητέα επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Μετεωρισμός μπορεί να εμφανιστεί κατά τις πρώτες ημέρες της θεραπείας. Συνήθως εξαφανίζεται μετά από δύο περίπου ημέρες. Όταν χρησιμοποιείται δοσολογία μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη, ενδέχεται να εμφανιστεί κοιλιακό άλγος και διάρροια. Σε αυτήν την περίπτωση, η δοσολογία πρέπει να μειωθεί.
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Πολύ συχνές (≥1/10): Μετεωρισμός, κοιλιακό άλγος
Συχνές (≥1/100 <1/10): Ναυτία και έμετος, και σε υψηλή δοσολογία διάρροια
Παρακλινικές εξετάσεις
Διαταραχή του ηλεκτρολυτικού ισοζυγίου λόγω διάρροιας