Αλληλεπιδράσεις
Η δραστική ουσία Ναπροξένη εμφανίζει αλληλεπίδραση στις παρακάτω περιπτώσεις:
Κορτικοστεροειδή
Εάν η δόση στεροειδών μειωθεί ή εξαλειφθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ναπροξένη, η δόση των στεροειδών θα πρέπει να μειώνεται αργά και οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται στενά για οποιαδήποτε ένδειξη ανεπιθύμητων ενεργειών, συμπεριλαμβανομένης της ανεπάρκειας των επινεφριδίων και της επιδείνωσης των συμπτωμάτων της αρθρίτιδας.
Όπως με όλα τα ΜΣΑΦ, πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη συγχορήγηση με κορτικοστεροειδή λόγω του αυξημένου κινδύνου γαστρεντερικού έλκους ή αιμορραγίας.
Αντιόξινα
Συγχορήγηση ναπροξένης με αντιόξινα (υδροξείδιο αργιλίου και μαγνησίου) επιβραδύνουν την απορρόφησή της ναπροξένης.
Αντιδιαβητικά
Συγχορήγηση ναπροξένης με αντιδιαβητικά δισκία ενισχύει τη δράση των αντιδιαβητικών δισκίων.
Κουμαρινικά αντιπηκτικά
Συγχορήγηση ναπροξένης με κουμαρινικά αντιπηκτικά ενισχύει τη δράση των κουμαρινικών αντιπηκτικών.
Αντιαιμοπεταλιακά, εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας του γαστρεντερικού σωλήνα όταν αντι-αιμοπεταλιακοί παράγοντες και εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) συνδυάζονται με ΜΣΑΦ.
Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης
Καρδιακές γλυκοσίδες
Τα ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα των καρδιακών γλυκοσίδων στο πλάσμα.
Διουρητικά
Συνιστάται προσοχή όταν η ναπροξένη συγχορηγείται με διουρητικά, καθώς μπορεί να υπάρξει μειωμένη διουρητική επίδραση. Η νατριουρητική επίδραση της φουροσεμίδης έχει αναφερθεί ότι παρεμποδίζεται από ορισμένα φάρμακα αυτής της κατηγορίας. Τα διουρητικά μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας των ΜΣΑΦ.
βήτα-αναστολείς
Συγχορήγηση ναπροξένης με βήτα-αναστολείς είναι δυνατόν να μειώσει την αντιυπερτασική δράση των βήτα-αναστολέων.
β αποκλειστές
Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης II
Συγχορήγηση ναπροξένης με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης ή ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης II είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο νεφρικής ανεπάρκειας.
Ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ, αμιγείς
Κινολόνες
Δεεδομένα από μελέτες σε ζώα υποδεικνύουν ότι τα ΜΣΑΦ μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης σπασμών που σχετίζεται με τις κινολόνες. Οι ασθενείς που λαμβάνουν ΜΣΑΦ και κινολόνες μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σπασμών.
Διφωσφονικά
Η ταυτόχρονη χρήση διφωσφονικών και ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο βλάβης του γαστρικού βλεννογόνου.
ΜΣΑΦ
Ο συνδυασμός προϊόντων που περιέχουν ναπροξένη και άλλων ΜΣΑΦ, συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοοξυγενάσης-2, δεν συνιστάται, εξαιτίας των σωρευτικών κινδύνων πρόκλησης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τα ΜΣΑΦ.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ)
Ακετυλοσαλικυλικό οξύ
Κλινικά φαρμακοδυναμικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι η ταυτόχρονη χορήγηση ναπροξένης για περισσότερο από μία ημέρα διαδοχικά μπορεί να αναστείλει την επίδραση της χαμηλής δόσης ακετυλοσαλικυλικού οξέος στη δραστηριότητα των αιμοπεταλίων και αυτή η αναστολή μπορεί να παραμείνει μέχρι και αρκετές ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας με ναπροξένη. Η κλινική σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης δεν είναι γνωστή.
Χολεστυραμίνη
Η ταυτόχρονη χορήγηση χολεστυραμίνης μπορεί να καθυστερήσει την απορρόφηση της ναπροξένης. Η ναπροξένη θα πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον μία ώρα πριν ή τέσσερις έως έξι ώρες μετά τη χολεστυραμίνη.
Κυκλοσπορίνη
Κατά τη συγχορήγηση ναπροξένης με κυκλοσπορίνη, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος νεφροτοξικότητας.
Φουροσεμίδη
Συγχορήγηση ναπροξένης με φουροσεμίδη παρεμποδίζει την νατριοδιουρητική δράση της τελευταίας ιδιαίτερα σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας.
Λίθιο
Συγχορήγηση ναπροξένης με λίθιο παρεμποδίζει την νεφρική κάθαρση του λιθίου που οδηγεί σε αύξηση της συγκέντρωσης του στο πλάσμα.
Μεθοτρεξάτη
Συγχορήγηση ναπροξένης με μεθοτρεξάτη πρέπει να γίνεται με προσοχή γιατί η ναπροξένη (όπως και τα άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα) έχει αναφερθεί ότι μειώνει την σωληναριακή απέκκριση της μεθοτρεξάτης και έτσι είναι πιθανό να αυξήσει την τοξικότητα της.
Μιφεπριστόνη
Τα ΜΣΑΦ δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για 8-12 ημέρες μετά τη χορήγηση της μιφεπριστόνης, καθώς τα ΜΣΑΦ μπορούν να μειώσουν την δραση της μιφεπριστόνης.
Φαινυτοΐνη
Συγχορήγηση ναπροξένης με φαινυτοΐνη ενισχύει τη δράση της φαινυτοΐνης.
Προβενεσίδη
Η συγχορήγηση ναπροξένης με προβενεσίδη αυξάνει τα επίπεδα της ναπροξένης στο αίμα.
Διττανθρακικό νάτριο
Συγχορήγηση ναπροξένης με διττανθρακικό νάτριο αυξάνει την απορρόφησή της ναπροξένης.
Τακρόλιμους
Υφίσταται πιθανός αυξημένος κίνδυνος νεφροτοξικότητας όταν τα NSAIDs χορηγούνται με τακρόλιμους.
Ζιδοβουδίνη
Η συγχορήγηση ναπροξένης με ζιδοβουδίνη μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό της ζιδοβουδίνης με πιθανότητα αύξησης των ανεπιθύμητων ενεργειών της ζιδοβουδίνης.
Βρογχικό άσθμα
Απαιτείται προσοχή εάν η ναπροξένη χορηγείται σε ασθενείς που πάσχουν από ή με προηγούμενο ιστορικό βρογχικού άσθματος, δεδομένου ότι τα NSAID έχουν αναφερθεί ότι προκαλούν βρογχόσπασμο σε τέτοιους ασθενείς.
Αιμοκάθαρση
Η αιμοκάθαρση δεν μειώνει τη συγκέντρωση της ναπροξένης στο πλάσμα λόγω του υψηλού βαθμού δεσμεύσεως της ναπροξένης από πρωτεΐνες.
Υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ισχαιμική καρδιακή νόσος, περιφερική αρτηριακή νόσος, εγκεφαλοαγγειακή νόσος
Οι ασθενείς με ανεξέλεγκτη υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, εγκατεστημένη ισχαιμική καρδιακή νόσο, περιφερική αρτηριακή νόσο και/ή εγκεφαλοαγγειακή νόσο θα πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία με ναπροξένη μόνο μετά από προσεκτική εξέταση.
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Ισχαιμική καρδιοπάθεια
Περιφερική αρτηριακή αποφαρκτική νόσος
Αγγειακή εγκεφαλική νόσος
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, μικτές διαταραχές συνδετικού ιστού
Σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (SLE) και μικτές διαταραχές συνδετικού ιστού μπορεί να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης ασηπτικής μηνιγγίτιδας, όταν χορηγείται ναπροξένη.
Νόσος του συνδετικού ιστού
Κύηση
Το φάρμακο δεν πρέπει να χορηγείται κατά την εγκυμοσύνη διότι η αασφάλειά του για τέτοια χρήση δεν έχει ακόμη διαπιστωθεί.
Η αναστολή της σύνθεσης προσταγλανδινών ενδέχεται να επηρεάζει αρνητικά την κύηση και/ή την ανάπτυξη του εμβρύου. Τα δεδομένα από επιδημιολογικές μελέτες προκαλούν ανησυχία σχετικά με τον αυξημένο κίνδυνο αποβολής και καρδιακής δυσπλασίας και γαστροσχισίας μετά από τη χρήση ενός αναστολέα της σύνθεσης προσταγλανδινών σε πρώιμη κύηση. Ο κίνδυνος θεωρείται ότι αυξάνεται με τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας.
Σε πειραματόζωα η χορήγηση αναστολέα της σύνθεσης προσταγλανδινών, έχει παρατηρηθεί ότι οδηγεί σε απώλεια πριν και μετά την εμφύτευση και τη θνησιμότητα του εμβρύου. Ακόμη, έχουν αναφερθεί αυξημένες επιπτώσεις για διάφορες δυσπλασίες, συμπεριλαμβανομένων καρδιαγγειακών σε πειραματόζωα, στα οποία χορηγήθηκε αναστολέας της σύνθεσης προσταγλανδινών κατά την περίοδο οργανογένεσης. Κατά το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, το naproxen δεν πρέπει να χορηγείται εκτός αν είναι σαφώς αναγκαίο. Αν το naproxen χρησιμοποιείται από μια γυναίκα που επιχειρεί να συλλάβει ή κατά το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο της κύησης, η δόση πρέπει να τηρείται χαμηλή και η διάρκεια της θεραπείας σύντομη, όσο είναι δυνατόν.
Κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της κύησης, όλοι οι αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδινών ενδέχεται να εκθέτουν το έμβρυο σε:
- Καρδιοπνευμονική τοξικότητα (με πρόωρη σύγκλιση του αρτηριακού πόρου και πνευμονική υπέρταση).
- Νεφρική δυσλειτουργία η οποία ενδέχεται να εξελιχθεί σε νεφρική ανεπάρκεια και ολιγοϋδράμνιο.
τη μητέρα και το νεογνό, στο τέλος της κύησης, σε:
- Πιθανή παράταση του χρόνου αιμορραγίας, μια δράση αντιπηκτική, η οποία ενδέχεται να παρατηρηθεί σε πολύ χαμηλές δόσεις.
- Αναστολή των συσπάσεων της μήτρας καταλήγοντας σε καθυστερημένο και παρατεταμένο τοκετό.
Κατά συνέπεια, το naproxen αντενδείκνυται κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης.
Χρήση κατά την εγκυμοσύνη
Αυστραλία - Κατηγορία εγκυμοσύνης C - Φάρμακα τα οποία, λόγω των φαρμακολογικών τους επιδράσεων, έχουν προκαλέσει ή είναι πιθανό ότι προκαλούν, επιβλαβείς επιδράσεις στο ανθρώπινο έμβρυο ή στο νεογνό χωρίς να προκαλούν δυσπλασίες. Αυτές οι επιδράσεις μπορεί να είναι αναστρέψιμες. Θα πρέπει να συμβουλευτείτε τα συνοδευτικά έγγραφα για περισσότερες λεπτομέρειες.
Η.Π.Α. - Κατηγορία εγκυμοσύνης C - Μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα έχουν καταδείξει ανεπιθύμητη επίδραση στο έμβρυο και δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε ανθρώπους, αλλά πιθανά οφέλη μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρήση του φαρμάκου σε έγκυες γυναίκες παρά τους πιθανούς κινδύνους.
Γαλουχία
Επειδή τα ΜΣΑΦ απεκκρίνονται στο μητρικό γάλα, ως προληπτικό μέτρο, η χρήση τους πρέπει να αποφεύγεται κατά το μητρικό θηλασμό.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Γενικά το φαρμακευτικό προϊόν δεν επιδρά στην ικανότητα οδήγησης και στο χειρισμό άλλων μηχανών. Ωστόσο, συνιστάται προσοχή από όσους εκτελούν εργασία που απαιτεί εγρήγορση, αν κατά τη διάρκεια της θεραπείας παρατηρήσουν υπνηλία, ζάλη, καταστολή.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Από του στόματος χορήγηση
Όπως άλλα ΜΣΑΦ, η ναπροξένη ενδέχεται να προκαλέσει τις ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρούνται συχνότερα είναι γαστρεντερικής φύσεως.
Χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες τιμές ποσοστών: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), μη συχνές (≥1/1000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10000 έως <1/1000), πολύ σπάνιες (<1/10000), μη γνωστές (δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί από τα διαθέσιμα δεδομένα).
Γαστρεντερικές διαταραχές
Συχνές: μπορεί να παρατηρηθούν γαστρικά έλκη, διάτρηση ή γαστρορραγία, μερικές φορές θανατηφόρα, ιδιαιτέρως σε ηλικιωμένους ναυτία, δυσπεψία, έμετος πύρωση, γαστραλγία, μετεωρισμός αιματέμεση, ελκωτική στοματίτιδα, επιδείνωση της κολίτιδας και νόσος του Crohn.
Μη συχνές: διάρροια, δυσκοιλιότητα.
Πολύ σπάνιες: κολίτιδα, στοματίτιδα
Λιγότερο συχνά έχει παρατηρηθεί γαστρίτιδα.
Διαταραχές νευρικού συστήματος
Συχνές: κεφαλαλγία, υπνηλία, ζάλη.
Πολύ σπάνια: αντίδραση τύπου μηνιγγίτιδας.
Διαταραχές ώτος και λαβυρίνθου
Μη συχνές: εμβοή, διαταραχές ακοής.
Οφθαλμικές διαταραχές
Μη συχνές: διαταραχές της όρασης.
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις στο σημείο χορήγησης
Μη συχνές: ρίγος, οίδημα (συμπεριλαμβανομένου περιφερικού οιδήματος).
Διαταραχές ανοσολογικού συστήματος
Μη συχνές: αλλεργική αντίδραση (συμπεριλαμβανομένου του οιδήματος του προσώπου και του αγγειοοιδήματος).
Διαταραχές ψυχιατρικού συστήματος
Μη συχνές: διαταραχές ύπνου, διέγερση.
Διαταραχές νεφρών και ουροποιητικού συστήματος
Μη συχνές: μη φυσιολογική νεφρική λειτουργία.
Δερματικές διαταραχές και διαταραχές υποδορίου ιστού
Μη συχνές: δερματικό εξάνθημα/κνησμός.
Πολύ σπάνιες: φωτοευαισθησία, αλωπεκία, διαταραχή με πομφόλυγες συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Stevens-Johnson και τοξική νεκρόλυση της επιδερμίδας.
Αγγειακές διαταραχές
Μη συχνή: μώλωπες
Διαταραχές αιματολογικού και λεμφικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: απλαστική ή αιμολυτική αναιμία, θρομβοκυτοπενία, ακοκκιοκυττάρωση.
Καρδιολογικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: ταχυκαρδία, οίδημα, υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια έχουν αναφερθεί σε συσχετισμό με θεραπεία ΜΣΑΦ.
Ηπατοχολικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: ίκτερος, ηπατίτιδα, επιβαρημένη ηπατική λειτουργία.
Εξετάσεις
Πολύ σπάνια: αυξημένη αρτηριακή πίεση.
Αναπνευστικές, θωρακικές διαταραχές και διαταραχές του μεσοθωρακίου
Πολύ σπάνιες: δύσπνοια, άσθμα.
Όπως με άλλα ΜΣΑΦ, ενδέχεται να παρατηρηθούν αλλεργικές αντιδράσεις αναφυλακτικής και αναφυλακτοειδούς φύσεως σε ασθενείς με ή χωρίς προηγούμενη έκθεση σε φαρμακευτικά προϊόντα αυτής της κατηγορίας. Τα τυπικά συμπτώματα μιας αναφυλακτικής αντίδρασης περιλαμβάνουν: σοβαρή και αιφνίδια υπόταση, επιτάχυνση ή επιβράδυνση του καρδιακού κτύπου, ασυνήθης κόπωση ή ασθένεια, αίσθημα αγωνίας, διέγερση, απώλεια συνείδησης, δυσκολία αναπνοής ή κατάποσης, κνησμός, κνίδωση με ή χωρίς αγγειοοίδημα, κοκκίνισμα του δέρματος, ναυτία, έμετος, μη φυσιολογικό άλγος τύπου κράμπας, διάρροια.
Δερματική χρήση
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρονται παρακάτω βάση της MedDRA κατηγοροποίησης και του System Organ Class. Η συχνότητα των ανεπιθυμήτων ενεργειών ορίζεται χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: Πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), άγνωστες (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού1
Άγνωστες: Ερύθημα, κνησμό, δερματικό ερεθισμό, δερματικό αίσθημα καύσου, εξ' επαφής δερματίτιδα, φυσαλιδώδους εξάνθημα, αντιδράσεις φωτοευαισθησίας
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Άγνωστες: Υπερευαισθησία2
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Άγνωστες: Δερματικό αίσθημα θερμότητας
1 Για ορισμένα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη προϊόντα που χορηγούνται δερματικά ή διαδερμικά, τα οποία είναι παράγωγα του προπιονικού οξέως, έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
2 Η παρατεταμένη χρήση τοπικά χορηγούμενων προϊόντων μπορεί να προκαλέσει φαινόμενα υπερευαισθησίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η θεραπεία πρέπει να διακοπεί και να ξεκινήσει κατάλληλη εναλλακτική θεραπεία.
Ορθική χρήση
Οι περισσότερες παρέρχονται μετά από την διακοπή του φαρμάκου. Δεδομένα από κλινικές δοκιμές και επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η χρήση κάποιων ΜΣΑΦ (ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και μακροχρόνια θεραπεία) ίσως συσχετίζεται με μια μικρή αύξηση του κινδύνου για εμφάνιση θρομβωτικών αρτηριακών συμβάντων (για παράδειγμα έμφραγμα του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό επεισόδιο).
Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι:
Από το Γαστρεντερικό Σύστημα: επιγαστρικό άλγος ή καύσος, ναυτία, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα, στοματίτιδα, διάρροια. Με τη μορφή των γαστροανθεκτικών δισκίων υπάρχει το ενδεχόμενο εμφάνισης ελκών, διατρήσεων και στενώσεων του εντέρου.
Από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα: πονοκέφαλος, ζάλη, καρηβαρία, ίλιγγος.
Από το Δέρμα: κνησμός, δερματικά εξανθήματα, εκχυμώσεις, υπεριδρωσία, πορφύρα.
Από τα Αισθητήρια Όργανα: εμβοές των ώτων, διαταραχές της ακοής, διαταραχές της όρασης.
Από το Καρδιαγγειακό Σύστημα: ελαφρό οίδημα, έκτακτες συστολές, ελαφρά δύσπνοια.
Γενικά: αίσθημα δίψας.
Σε νεαρά άτομα δύναται να προκαλέσει την εμφάνιση ψευδοπορφυρίας.
Σπανιότατα έχουν αναφερθεί: πεπτικό έλκος, γαστρορραγία, μέλαινα, έμετος, διάτρηση στομάχου, αλωπεκία, αιματουρία, διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας, καρδιακό οίδημα, ηωσινοφιλία, υπερπυρεξία, μυαλγίες ή μυική αδυναμία, κατάθλιψη, αδυναμία συγκέντρωσης, διαταραχές των ονείρων, θρομβοπενία, λευκοπενία, αναιμία, αναφυλακτικές αντιδράσεις, αγγειοοίδημα, απλαστική και αιμολυτική αναιμία, ασηπτική μηνιγγίτις, νοητική δυσλειτουργία, κολίτις, σπασμοί, ηωσινοφιλική πνευμονίτις, επιδερμική νεκρόλυση, πολύμορφο ερύθημα, θανατηφόρος ηπατίτις, κοκκιοκυτταροπενία συμπεριλαμβάνουσα ακοκκιοκυτταραιμία, υπερκαλιαιμία, αϋπνία, ίκτερος, σύνδρομο Stevens-Johnson, αγγειίτις, νεφρική πάθηση που περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται σε σπειραματονεφρίτιδα, ενδιάμεσο νεφρίτιδα, νεφρική θηλοειδή νέκρωση, νεφρωτικό σύνδρομο και νεφρική εξασθένιση, αντιδράσεις φωτοευαισθησίας περιλαμβάνουσες σπάνια περιστατικά με δερματικές αλλοιώσεις.
Το φάρμακο σε χρόνια χορήγηση, ιδίως στα παιδιά, μπορεί να προκαλέσει ουλές στο πρόσωπο. Οίδημα, υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια, έχουν αναφερθεί σε σχέση με την θεραπεία με ΜΣΑΦ.