Μηχανισμός δράσης
Η ναπροξένη είναι αρυλαλκανοϊκό οξύ, αρωματικό παράγωγο του προπιονικού οξέος. Εχει σημαντική αντιφλεγμονώδη και αναλγητική δράση, που οφείλεται κυρίως στην αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών που προκαλεί.
Μειώνει την συσσώρευση των αιμοπεταλίων και παρατείνει τον χρόνο ροής. Η επίδραση αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψη όταν καθορίζεται ο χρόνος ροής.
Φαρμακοδυναμική
Η ναπροξένη είναι ένα μη ναρκωτικό ανατιφλεγμονώδες φάρμακο με σημαντική αντιφλεγμονώδη και αντιπυρετική δράση. Οι ιδιότητες αυτές έχουν αποδειχθεί σε κλινικές μελέτες σε ανθρώπους και σε κλασικές μελέτες σε ζώα. Οι αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες εμφανίζονται ακόμη και σε ζώα που έχουν υποστεί επινεφριδιοεκτομή φανερώνοντας ότι η δράση του δεν καθορίζεται από τον άξονα επινεφρίδια-υπόφυση.
Η δράση αυτή μπορεί να συνεισφέρει στις αντι-ημικρανιακές ιδιότητες της ναπροξένης. Όπως και με τους υπόλοιπους αντιφλεγμονώδεις παράγοντες ο ακριβής μηχανισμός δράσης του είναι άγνωστος. Η ναπροξένη δεν καταστέλλει το Κ.Ν.Σ. και δεν προκαλεί την δημιουργία ενζύμων εξ' επαγωγής.
Η αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών ευθύνεται για την ευνοϊκή δράση στη φλεγμονή και στον πόνο. Όταν εφαρμόζεται στο δέρμα, η ναπροξένη αποδείχθηκε αποτελεσματική σε δοκιμασίες αντιφλεγμονώδους δράσης σε πειραματόζωα [υποπελματιαίο οίδημα, το οποίο προκλήθηκε από τη χορήγηση καραγενίνης και δοκιμασία εξιδρωματικής πλευρίτιδας].
Φαρμακοκινητική
Η ναπροξένη διαλύεται ελεύθερα στο νερό και απορροφάται ταχέως και πλήρως από τον γαστρεντερικό σωλήνα έπειτα από χορήγηση από το στόμα.
Λόγω της ταχείας και πλήρους απορρόφησης σημαντικά επίπεδα στο πλάσμα και έναρξη της ανακούφισης από τον πόνο επιτυγχάνονται μέσα σε 20 λεπτά από την χορήγηση. Τα μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα έπειτα από κάθε δόση επιτυγχάνονται έπειτα από 1-2 ώρες ανάλογα με την ποσότητα της τροφής. Σταθερά επίπεδα στο πλάσμα εμφανίζονται μετά από 4-5 δόσεις. Ο βιολογικός χρόνος ημιζωής του είναι περίπου 13 ώρες. Σε θεραπευτικά επίπεδα περισσότερο από το 99% συνδέεται με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.
Μετά από επανειλημμένες τοπικές χορηγήσεις γέλης ναπροξένης 10%, η μέγιστη συστηματική έκθεση είναι περίπου 100 φορές χαμηλότερη σε σύγκριση με τη μέγιστη έκθεση που παρατηρείται μετά τη χορήγηση ναπροξένης 200 mg από το στόμα. Συγκεκριμένα, η μέση μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα μετά από την εφαρμογή γέλης ναπροξένης 10% δύο φορές την ημέρα επί 7 ημέρες ήταν περίπου ίση με 0.5 μg/ml, και το μέσο εμβαδόν της περιοχής κάτω από την καμπύλη ήταν ίσο με 5,4 μg/ml*h.
Περίπου το 95% μίας δόσης ναπροξένης αποβάλλεται στα ούρα σαν αμετάβλητη ναπροξένη, 6-O-δισμεθυλ-ναπροξένη και τα συζευγμένα παράγωγά τους. Ο ρυθμός απέκκρισης βρέθηκε ότι σχεδόν συμπίπτει με τον ρυθμό της εξαφάνισης του φαρμάκου από το πλάσμα.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οι τοξικολογικές μελέτες σε διάφορα είδη πειραματόζωων και με διαφορετικές οδούς χορήγησης, έδειξαν ότι η οξεία τοξικότητα του naproxen είναι χαμηλή. Σε μελέτες χρόνιας τοξικότητας το naproxen έδειξε την τυπική τοξικολογική εικόνα των ΜΣΑΦ, δηλ. γαστρεντερική τοξικότητα και σε υψηλές δόσεις, νεφρική βλάβη. Δε σημειώθηκε τερατογόνος δράση με το naproxen και δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις καρκινογόνου δυνατότητας σε μια μελέτη διάρκειας δύο χρόνων σε αρουραίους. Οι μελέτες μεταλλαξιογένεσης με naproxen έδωσαν αρνητικά αποτελέσματα. Λόγω της αναστολής της σύνθεσης των προσταγλανδινών, το naproxen εάν χορηγηθεί κατά την τελευταία περίοδο της κύησης μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση στον τοκετό και εμβρυοτοξικές δράσεις.