Αλληλεπιδράσεις
Η δραστική ουσία Παρακεταμόλη εμφανίζει αλληλεπίδραση στις παρακάτω περιπτώσεις:
Βαρβιτουρικά, αντιχολινεστεράσες, αλκοόλ
Σε συγχορήγηση παρακεταμόλης με βαρβιτουρικά, αντιχολινεστεράσες, αλκοόλ, προκαλείται μειωμένη δυνατότητα μεταβολισμού μεγάλων δόσεων παρακεταμόλης και αύξηση του χρόνου ημιζωής της παρακεταμόλης στο πλάσμα.
Αντιχολινεστεράσες
Αλκοολούχα σκευάσματα (ποτά)
Ηπατική ανεπάρκεια, σύνδρομο Gilbert
Η παρακεταμόλη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε άτομα με ηπατική δυσλειτουργία. Η υποκείμενη ηπατική νόσος αυξάνει τον κίνδυνο ηπατικής βλάβης σχετιζόμενης με παρακεταμόλη. Ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί με ηπατική ανεπάρκεια πρέπει να συμβουλεύονται τον ιατρό τους πριν την χρήση.
Σε ασθενείς με διαταραγμένη ηπατική λειτουργία, πρέπει να μειωθεί η δόση ή να παραταθεί το δοσολογικό μεσοδιάστημα. Η μέγιστη ημερήσια δόση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα 60 mg/kg/ημέρα (να μην υπερβαίνονται τα 2 g/ημέρα) στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- χρόνιας ή αντιρροπούμενης ενεργού ηπατοπάθειας, ιδιαίτερα σε εκείνους με ήπια έως μέτρια ηπατοκυτταρική ανεπάρκεια
- συνδρόμου Gilbert (οικογενής υπερχολερυθριναιμία)
Gilbert's syndrome (disorder)
Νεφρική ανεπάρκεια
Η παρακεταμόλη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε άτομα με νεφρική δυσλειτουργία. Ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί με νεφρική ανεπάρκεια πρέπει να συμβουλεύονται τον ιατρό τους πριν την χρήση.
Το ελάχιστο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μεταξύ κάθε ενδοφλέβιας χορήγησης σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης 10-50 ml/min) πρέπει να είναι τουλάχιστον 6 ώρες.
Το ελάχιστο χρονικό διάστημα μεταξύ κάθε ενδοφλέβιας χορήγησης σε ασθενείς στους οποίους απαιτείται αιμοδιύλιση (κάθαρση κρεατινίνης <10 ml/min) πρέπει να είναι τουλάχιστον 8 ώρες.
Αλκοόλ, χρόνιος αλκοολισμός
Το αλκοόλ μπορεί να αυξήσει την ηπατοτοξικότητα της παρακεταμόλης κατά την υπερδοσολογία.
Η παρακεταμόλη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε περιπτώσεις χρόνιου αλκοολισμού, υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ (3 ή περισσότερα αλκοολούχα ποτά κάθε ημέρα).
Αλκοολισμός
Κουμαρινικά αντιπηκτικά
Σε σύγχρονη χορήγηση παρακεταμόλης με από του στόματος κουμαρινικά αντιπηκτικά φαίνεται ότι αυξάνει ο κίνδυνος αιμορραγίας.
Αντιεπιληπτικά ή στεροειδικά αντισυλληπτικά
Χρόνια λήψη αντιεπιληπτικών ή στεροειδικών αντισυλληπτικών από το στόμα επηρεάζουν τα ηπατικά ένζυμα και μπορεί να εμποδίσουν την επίτευξη θεραπευτικών επιπέδων παρακεταμόλης στο πλάσμα αυξάνοντας το μεταβολισμό πρώτης διόδου ή την αποβολή.
Ορμονικά αντισυλληπτικά για συστηματική χορήγηση
ΜΣΑΦ, ιντερφερόνες
Σε συγχορήγηση παρακεταμόλης με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και ιντερφερόνες, αυξάνεται ο κίνδυνος ηπατικής βλάβης.
Ιντερφερόνες
Interferon
Ν-ακετυλοκυστεΐνη, γλουταθειόνη
Η αποτελεσματικότητα της παρακεταμόλης κατά του πόνου δεν επηρεάζεται από τη Ν-ακετυλοκυστεΐνη. Η επίδραση της παρακεταμόλης στη γλουταθειόνη μπορεί να εξουδετερωθεί από τη Ν-ακετυλοκυστεΐνη.(https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/30471141/).
GLUTATHIONE
Χλωραμφενικόλη
Κατά τη συγχορήγηση παρακεταμόλης με χλωραμφενικόλη, υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση χλωραμφενικόλης στο πλάσμα.
Χολεστυραμίνη
Η χολεστυραμίνη μειώνει την απορρόφηση της παρακεταμόλης.
Φλουκλοξακιλλίνη
Συνιστάται προσοχή όταν η φλουκλοξακιλλίνη χορηγείται ταυτόχρονα με παρακεταμόλη, λόγω του αυξημένου κινδύνου μεταβολικής οξέωσης με αυξημένο χάσμα ανιόντων (HAGMA). Οι ασθενείς με υψηλό κίνδυνο για HAGMA είναι κυρίως εκείνοι με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία, σήψη ή κακή διατροφή, ειδικότερα εάν έχουν χρησιμοποιηθεί οι υψηλότερες ημερήσιες δόσεις παρακεταμόλης.
Μετά τη συγχορήγηση φλουκλοξακιλλίνης και παρακεταμόλης, συνιστάται στενή παρακολούθηση για τον εντοπισμό οξεοβασικών διαταραχών, συγκεκριμένα της HAGMA, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης για 5-οξοπρολίνη στα ούρα.
Λαμοτριγίνη
Η παρακεταμόλη μειώνει τη βιοδιαθεσιμότητα της λαμοτριγίνης χωρίς όμως να είναι σαφής η κλινική σημασία της.
Mετοκλοπραμίδη, δομπεριδόνη
Η μετοκλοπραμίδη και η δομπεριδόνη προκαλούν αύξηση της απορρόφησης της παρακεταμόλης.
Δομπεριδόνη
Φαινοβαρβιτάλη, ισονιαζίδη, καρβαμαζεπίνη, ριφαμπικίνη
Πρέπει να εφιστάται η προσοχή κατά την ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων που είναι επαγωγείς των ηπατικών ενζύμων (π.χ. φαινοβαρβιτάλη, ισονιαζίδη, καρβαμαζεπίνη, ριφαμπικίνη κλπ) καθώς αυξάνεται ο κίνδυνος ηπατικής βλάβης.
Ισονιαζίδη
Καρβαμαζεπίνη
Ριφαμπικίνη
Προβεσενίδη
Η προβεσενίδη μπορεί να μειώσει τη νεφρική απέκκριση και να αυξήσει τα επίπεδα της παρακεταμόλης στο πλάσμα.
Σαλικυλαμίδη
Η σαλικυλαμίδη ενδέχεται να παρατείνει τον χρόνο ημιζωής (t½) της αποβολής της παρακεταμόλης.
Ανεπάρκεια του ενζύμου G6PD
Η παρακεταμόλη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε περίτπωση ανεπάρκειας της αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης (G6PD) (ενδέχεται να οδηγήσει σε αιμολυτική αναιμία).
Αφυδάτωση, υποογκαιμία
Η παρακεταμόλη πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε περιπτώσεις αφυδάτωσης, υποογκαιμίας.
Υποβολαιμία
Κύηση
Η κλινική εμπειρία ενδοφλέβιας χορήγησης παρακεταμόλης είναι περιορισμένη. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός δεδομένων από τη χρήση από του στόματος θεραπευτικών δόσεων παρακεταμόλης σε έγκυες γυναίκες δεν καταδεικνύουν ούτε δυσμορφική ούτε εμβρυϊκή/νεογνική τοξικότητα. Από επιδημιολογικές μελέτες σχετικά με τη νευροανάπτυξη των παιδιών που έχουν εκτεθεί σε παρακεταμόλη εντός της μήτρας δεν προκύπτουν αδιαμφισβήτητα δεδομένα. Αν η χρήση της παρακεταμόλης κριθεί κλινικά απαραίτητη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης. Ωστόσο, πρέπει να χρησιμοποιείται η μικρότερη αποτελεσματική δόση για το μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα και με τη μικρότερη δυνατή συχνότητα.
Χρήση κατά την εγκυμοσύνη
Αυστραλία - Κατηγορία εγκυμοσύνης A - Φάρμακα που έχουν ληφθεί από μεγάλο αριθμό εγκύων γυναικών και γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία χωρίς να έχει αποδειχθεί αυξημένη συχνότητα δυσπλασιών ή άλλων άμεσων ή έμμεσων επιβλαβών επιδράσεων στο έμβρυο.
Η.Π.Α. - Κατηγορία εγκυμοσύνης C - Μελέτες αναπαραγωγής σε ζώα έχουν καταδείξει ανεπιθύμητη επίδραση στο έμβρυο και δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε ανθρώπους, αλλά πιθανά οφέλη μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρήση του φαρμάκου σε έγκυες γυναίκες παρά τους πιθανούς κινδύνους.
Γαλουχία
Η παρακεταμόλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα και έχει ανιχνευτεί σε συγκεντρώσεις με αναλογία 1:1 με αυτές του πλάσματος, αλλά δεν φαίνεται να έχει δυσμενείς επιδράσεις στο βρέφος όταν χορηγείται σύμφωνα με το δοσολογικό σχήμα.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Η παρακεταμόλη δεν έχει επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες από ιστορικά δεδομένα κλινικών μελετών με μικρό αριθμό ασθενών είναι σπάνιες. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί από την εκτενή εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στις θεραπευτικές δόσεις – όπως αναφέρονται στην επισήμανση – και θεωρούνται ότι σχετίζονται με αυτό παρατίθενται σε μορφή πίνακα παρακάτω ανά οργανικό σύστημα και συχνότητα.
Η ακόλουθη συνθήκη έχει χρησιμοποιηθεί για την ταξινόμηση των ανεπιθύμητων ενεργειών: πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών έχει εκτιμηθεί βάσει των αυθόρμητων αναφορών που ελήφθησαν από τα δεδομένα μετά την κυκλοφορία.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Θρομβοκυττοπενία, Aκοκκιοκυτταραιμία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Πολύ σπάνιες: Αναφυλαξία, Αντιδράσεις υπερευαισθησίας του δέρματος συμπεριλαμβανομένων των δερματικών εξανθημάτων, σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, αγγειοοίδημα και σύνδρομο Stevens Johnson.
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Πολύ σπάνιες: Βρογχόσπασμος πιθανώς να εμφανιστεί σε ασθματικούς ασθενείς ευαίσθητους στην ασπιρίνη και άλλα ΜΣΑΦ.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Πολύ σπάνιες: Ηπατική δυσλειτουργία
Κατά τη χρόνια λήψη ή τη λήψη μεγάλων δόσεων αναφέρονται ελαφρά γαστρικά ενοχλήματα, αιμολυτική αναιμία, ακοκκιοκυτταραιμία, μεθαιμοσφαιριναιμία, δερματικά εξανθήματα, κνίδωση, πυρετός, υπογλυκαιμία, διέγερση του Κ.Ν.Σ. ή υπνηλία και θρομβοπενική πορφύρα. Παρατεταμένη λήψη υψηλών δόσεων μπορεί να προκαλέσει νεφροπάθεια και σπανίως παγκρεατίτιδα.
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί ναυτία, ξαφνική απώλεια βάρους, απώλεια όρεξης και ίκτερος.
Ενδοφλέβια χορήγηση
Η αξιολόγηση των ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται στον ακόλουθο ορισμό της συχνότητας: Πολύ συχνές ≥1/10, Συχνές ≥1/100 έως <1/10, Όχι συχνές ≥1/1.000 έως <1/100, Σπάνιες ≥1/10.000 έως <1/1.000, Πολύ σπάνιες <1/10.000, Μη γνωστές Δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
Όπως με όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν παρακεταμόλη, οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι σπάνιες ή πολύ σπάνιες. Αυτές περιγράφονται στον παρακάτω πίνακα:
Κατηγορία συστήματος οργάνων | Συχνές | Σπάνιες | Πολύ σπάνιες | Μη γνωστές |
---|---|---|---|---|
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος | Θρομβοπενία, λευκοπενία, ουδετεροπενία, ακοκκιοκυτταραιμία | |||
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος | Αναφυλακτικό σοκ*, αντίδραση υπερευαισθησίας*, βρογχόσπασμος* | |||
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης | Μεταβολική οξέωση υψηλού χάσματος ανιόντων (HAGMA)** | |||
Καρδιακές διαταραχές | Ταχυκαρδία | |||
Αγγειακές διαταραχές | Υπόταση | |||
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού | Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις***, εξάνθημα*, κνίδωση* | Ερύθημα, έξαψη, κνησμός | ||
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης | Αντίδραση στην οδό χορήγησης (πόνος και αίσθημα καύσου) | Αίσθημα κακουχίας | ||
Παρακλινικές εξετάσεις | Αυξημένες τρανσαμινάσες |
* Πολύ σπάνιες περιπτώσεις αντιδράσεων υπερευαισθησίας με τη μορφή αναφυλακτικού σοκ, κνίδωσης, δερματικού εξανθήματος έχουν αναφερθεί και απαιτούν διακοπή της θεραπείας.
** Εμπειρία μετά την κυκλοφορία όταν η παρακεταμόλη χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με φλουκλοξακιλλίνη: γενικά παρουσία παραγόντων κινδύνου.
*** Έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις σοβαρών δερματικών αντιδράσεων και απαιτούν διακοπή της θεραπείας.