Φαρμακοδυναμική
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αντιμυκητιασικό για τοπική χρήση
Κωδικός ATC: D01AΕ15
Μηχανισμός δράσης και Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Η τερβιναφίνη είναι μία αλλυλαμίνη η οποία έχει ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης σε μυκητιάσεις του δέρματος προκαλούμενες από δερματόφυτα όπως Τrichophyton (π.χ. T.rubrum, T.mentagrophytes, T. verrucosum, T. Violaceum), Microsporum canis και Εpidermophyton floccosum. Σε χαμηλές συγκεντρώσεις, η τερβιναφίνη είναι μυκητοκτόνος κατά των δερματοφύτων, των ερωτομυκήτων και ορισμένων διμόρφων μυκήτων. Η δράση κατά των ζυμομυκήτων είναι μυκητοκτόνος (π.χ. Pityrosporum obiculare ή Malassezia furtur) ή μυκητοστατική, ανάλογα με το είδος του ζυμομύκητος.
Η τερβιναφίνη έχει δράση μακράς διάρκειας. Λιγότερο από το 10% των ατόμων που υπέφεραν από το «πόδι του αθλητή» παρουσίασαν υποτροπή ή εκ νέου μόλυνση στους 3 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας για μια εβδομάδα με κρέμα τερβιναφίνης 1%.
Η τερβιναφίνη παρεμβαίνει ειδικώς σε ένα πρώιμο στάδιο της βιοσύνθεσης της εργοστερόλης των μυκήτων. Αυτό οδηγεί σε ανεπάρκεια εργοστερόλης και σε ενδοκυττάρια συσσώρευση σκουαλενίου με αποτέλεσμα το θάνατο των κυττάρων των μυκήτων. Η τερβιναφίνη δρα αναστέλλοντας την εποξειδάση του σκουαλενίου στην κυτταρική μεμβράνη των μυκήτων. Το ένζυμο εποξειδάση του σκουαλενίου δεν συνδέεται με το σύστημα του κυτττοχρώματος P450. Η τερβιναφίνη δεν επηρεάζει τον μεταβολισμό των ορμονών ή άλλων φαρμάκων.
Φαρμακοκινητική
Λιγότερο από το 5% της δόσης απορροφάται μετά την τοπική εφαρμογή στον άνθρωπο. Έτσι η συστηματική έκθεση είναι πολύ μικρή.
Μετά από χρήση 7 ημερών κρέμας Lamisil, οι συγκεντρώσεις τερβιναφίνης παραμένουν στην κερατίνη στιβάδα σε επίπεδα που υπερβαίνουν την απαιτούμενη συγκέντρωση τερβιναφίνης για τη μυκητοκτόνο δράση της για διάστημα τουλάχιστον 7 ημερών μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε μακράς διάρκειας μελέτες (ως 1 έτους) που έγιναν σε αρουραίους και σκύλους, δεν παρατηρήθηκαν αξιόλογα φαινόμενα τοξικότητας για δόσεις της τάξης των 100 mg/kg την ημέρα. Σε υψηλότερες δόσεις το ήπαρ και πιθανώς οι νεφροί αναγνωρίστηκαν ως δυνητικοί στόχοι.
Σε μία μελέτη καρκινογένεσης διάρκειας δύο ετών, που πραγματοποιήθηκε σε ποντικούς με από του στόματος χορήγηση LAMISIL δεν διαπιστώθηκαν νεοπλασματικά ή άλλα παθολογικά ευρήματα αποδιδόμενα στη θεραπεία για ημερήσιες δόσεις μέχρι 130 mg/kg (σε αρσενικούς) και 156 mg/kg (σε θηλυκούς) την ημέρα. Σε μία μελέτη καρκινογένεσης διάρκειας δύο ετών, που πραγματοποιήθηκε σε αρουραίους με από του στόματος χορήγηση LAMISIL στα υψηλότερα επίπεδα, (69 mg/kg την ημέρα), παρατηρήθηκε στους αρσενικούς αρουραίους αυξημένη συχνότητα εμφάνισης όγκων στο ήπαρ. Οι αλλοιώσεις αυτές θεωρούνται ως ειδικές του είδους δεδομένου ότι δεν παρατηρήθηκαν σε ποντικούς ή πιθήκους.
Κατά τη διάρκεια μελετών με υψηλές δόσεις LAMISIL σε πιθήκους παρατηρήθηκαν διαθλαστικές ανωμαλίες του αμφιβληστροειδούς χιτώνα στις υψηλότερες δόσεις (το όριο μη τοξικότητας ήταν 50 mg/kg). Οι ανωμαλίες αυτές συσχετίστηκαν με την παρουσία ενός μεταβολίτη της τερβιναφίνης στους οφθαλμικούς ιστούς και εξαφανίστηκαν μετά τη διακοπή της θεραπείας. Δεν συσχετίστηκαν με τις ιστολογικές αλλοιώσεις.
Mία σειρά από δοκιμές μεταλλαξιογένεσης που εκτελέστηκαν in vivo και in vitro, μεταξύ των οποίων δοκιμασία κατά Ames, αξιολόγηση μεταλλαξιογένεσης σε ωοθηκικά κύτταρα κινέζικων hamsters, δοκιμασία χρωμοσωματικών εκτοπιών, ανταλλαγή αδελφών χρωματίδων και δοκιμασία μικροπυρήνων σε ποντικούς, δεν αποκάλυψε ενδείξεις δυνητικής μεταλλαξιογόνου ή κατατμητικής των χρωματοσωμάτων δράσης του φαρμάκου.
Σε μελέτες που έγιναν σε αρουραίους και κουνέλια δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες στην γονιμότητα ή τις άλλες παραμέτρους της αναπαραγωγικής λειτουργίας.
Καρκινογένεση, μεταλλάξεις, στείρωση
Γονιμότητα
Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν καμία επίδραση της τερβιναφίνης στη γονιμότητα (βλ. παράγραφο 5.3).
Ενεργά συστατικά
012C11ZU6G - TERBINAFINE HYDROCHLORIDE
|
Σχετικό SPC
LAMISIL κρέμα 1%.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.