Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Η διάγνωση του επιμένοντος άσθματος σε πολύ μικρά παιδιά (ηλικίας 6 μηνών -2 ετών) πρέπει να γίνεται από ένα παιδίατρο ή πνευμονολόγο.
Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι ώστε να μη χρησιμοποιούν ποτέ μοντελουκάστη από το στόμα για την αντιμετώπιση οξείας κρίσης άσθματος αλλά να έχουν τα συνήθη κατάλληλα φάρμακα διάσωσης άμεσα διαθέσιμα γι’ αυτή την περίπτωση. Εάν εμφανισθεί οξεία κρίση άσθματος, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένας εισπνεόμενος βραχείας δράσης β-αγωνιστής. Οι ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν την συμβουλή του γιατρού τους το συντομότερο δυνατόν, εάν χρειασθούν περισσότερες από τις συνήθεις εισπνοές β-αγωνιστή βραχείας δράσης.
Η μοντελουκάστη δεν πρέπει να υποκαταστήσει απότομα εισπνεόμενα ή από του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι τα από του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορούν να μειωθούν όταν χορηγείται ταυτόχρονα μοντελουκάστη.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ασθενείς σε θεραπεία με αντιασθματικούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένης της μοντελουκάστης μπορεί να εμφανίσουν συστηματική ηωσινοφιλία, η οποία μερικές φορές εμφανίζεται με τα κλινικά συμπτώματα αγγειίτιδας συμβατής με το σύνδρομο Churg-Strauss, μία κατάσταση η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση κορτικοστεροειδών. Οι περιπτώσεις αυτές έχουν συσχετισθεί μερικές φορές με την μείωση ή τη διακοπή της θεραπείας των από του στόματος χορηγούμενων κορτικοστεροειδών.
Παρόλο που δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση με ανταγωνισμό υποδοχέων λευκοτριενίων, οι θεράποντες γιατροί πρέπει να είναι σε εγρήγορση για την περίπτωση εμφάνισης ηωσινοφιλίας, εξανθήματος λόγω αγγειίτιδας, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων, καρδιακών επιπλοκών και/ή της εμφάνισης νευροπάθειας στους ασθενείς αυτούς. Οι ασθενείς που εμφανίζουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει να επαναξιολογηθούν και να εκτιμηθούν τα θεραπευτικά σχήματά τους.
H θεραπεία με μοντελουκάστη δεν μεταβάλλει την ανάγκη των ασθενών με άσθμα ευαίσθητο ως προς την ασπιρίνη να αποφεύγουν τη λήψη ασπιρίνης και άλλων μη στεροειδών αντι-φλεγμονωδών φαρμάκων.
Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η μοντελουκάστη έχει αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες σε ασθενείς με επιμένον άσθμα ως εξής:
- Τα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 10 mg σε 4.000 περίπου ενήλικες και έφηβους ασθενείς ηλικίας 15 ετών και άνω
- Τα μασώμενα δισκία 5 mg σε περίπου 1.750 περίπου παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών
- Τα μασώμενα δισκία 4 mg σε 851 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών
- Τα κοκκία 4 mg σε 175 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 μηνών έως 2 ετών.
Η μοντελουκάστη έχει αξιολογηθεί σε μία κλινική μελέτη σε ασθενείς με διαλείπον άσθμα ως εξής:
- Τα κοκκία και τα μασώμενα δισκία 4 mg σε 1.038 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 μηνών έως 5 ετών
Οι ακόλουθες σχετιζόμενες με το φάρμακο ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών αναφέρθηκαν συχνά (>1/100 έως <1/10) στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με μοντελουκάστη και με μεγαλύτερη επίπτωση σε σχέση με τους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο:
Κατηγορία συστήματος του σώματος | Ενήλικες Ασθενείς 15 ετών και άνω (δύο μελέτες 12-εβδομάδων, n=795) | Παιδιατρικοί Ασθενείς 6 εως 14 ετών (μία μελέτη 8 εβδομάδων, n=201)(δύο μελέτες διάρκειας 56 εβδομάδων, n=615) | Παιδιατρικοί Ασθενείς 2 εως 5 ετών (μία μελέτη 12 εβδομάδων, n=461)(μία μελέτη 48 εβδομάδων n=278) | Παιδιατρικοί Ασθενείς 6 μηνών εως 2 ετών (μία μελέτη 6 εβδομάδων, n=175) |
---|---|---|---|---|
Διαταραχές του νευρικού συστήματος | κεφαλαλγία | κεφαλαλγία | υπερκινητικότητα | |
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου | άσθμα | |||
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος | κοιλιακό άλγος | κοιλιακό άλγος | διάρροια | |
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού | εκζεματώδης δερματίτιδα, εξάνθημα | |||
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης | δίψα |
Το προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε σε κλινικές μελέτες παρατεταμένης θεραπείας με περιορισμένο αριθμό ασθενών διάρκειας έως 2 έτη σε ενήλικες, και έως 12 μήνες σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών.
Συνολικά, 502 παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών έλαβαν θεραπεία με μοντελουκάστη τουλάχιστον για 3 μήνες, 338 για 6 μήνες ή περισσότερο, και 534 ασθενείς για 12 μήνες ή περισσότερο. Με παρατεταμένη θεραπεία, το προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε ούτε γι’αυτές τις ομάδες ασθενών.
Το προφίλ ασφάλειας στους παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 μηνών έως 2 ετών δεν άλλαξε μετά από θεραπεία έως και 3 μήνες.
Συνοπτικός Πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί κατά τη χρήση μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου, παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα ανά Κατηγορία/Οργανικό Σύστημα και ειδικές Ανεπιθύμητες Ενέργειες. Οι Κατηγορίες συχνότητας εκτιμήθηκαν με βάση σχετικές κλινικές μελέτες.
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις
Πολύ Συχνές: λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος+
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: αυξημένη τάση για αιμορραγία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Όχι Συχνές: αντιδράσεις υπερευαισθησίας, συμπεριλαμβανομένης της αναφυλαξίας
Πολύ Σπάνιες: ηπατική ηωσινοφιλική διήθηση
Ψυχιατρικές διαταραχές
Όχι Συχνές: μη φυσιολογικά όνειρα συμπεριλαμβανομένων των εφιαλτών, αϋπνία, υπνοβασία, άγχος, διέγερση συμπεριλαμβανομένης της επιθετικής συμπεριφοράς ή εχθρότητας, κατάθλιψη, ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα (συμπεριλαμβανομένων ευερεθιστότητας, ανησυχίας, τρόμου§)
Σπάνιες: διαταραχή της προσοχής, επηρεασμένη μνήμη
Πολύ Σπάνιες: ψευδαισθήσεις, αποπροσανατολισμός, αυτοκτονική σκέψη και αυτοκτονική συμπεριφορά (αυτοκτονικός ιδεασμός)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Όχι Συχνές: ζάλη, υπνηλία, παραισθησία/υπαισθησία, σπασμός
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες: αίσθημα παλμών
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου
Όχι Συχνές: επίσταξη
Πολύ Σπάνιες: σύνδρομο Churg-Strauss (CSS) (βλέπε παράγραφο 4.4)
Πολύ Σπάνιες: πνευμονική ηωσινοφιλία
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Συχνές: διάρροια#, ναυτία#, εμετός#
Όχι Συχνές: ξηροστομία, δυσπεψία
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Συχνές: αυξημένα επίπεδα των τρανσαμινασών του ορού (ALT, AST)
Πολύ Σπάνιες: ηπατίτιδα (συμπεριλαμβανομένης της χολοστατικής, ηπαττοκυτταρικής και μικτού τύπου ηπατικής βλάβης)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Συχνές: εξάνθημα#
Όχι Συχνές: μώλωπες, κνίδωση, κνησμός
Σπάνιες: αγγειοοίδημα
Πολύ Σπάνιες: οζώδες ερύθημα, πολύμορφο ερύθημα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, του συνδετικού ιστού και των οστών
Όχι Συχνές: αρθραλγία, μυαλγία συμπεριλαμβανομένων των μυϊκών κραμπών
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: πυρεξία#
Όχι Συχνές: εξασθένιση/κόπωση, αίσθημα κακουχίας, οίδημα
* Κατηγορία Συχνότητας: Ορίζεται για κάθε Όρο Ανεπιθύμητης Ενέργειας από την επίπτωση που αναφέρεται στη βάση δεδομένων των κλινικών μελετών: Πολύ Συχνές (>1/10), Συχνές (>1/100 έως <1/10), Όχι Συχνές (>1/1.000 έως <1/100), Σπάνιες (>1/10.000 έως <1/1.000), Πολύ Σπάνιες (<1/10.000).
+ Αυτή η Ανεπιθύμητη Ενέργεια, η οποία αναφέρεται ως Πολύ Συχνή στους ασθενείς οι οποίοι έλαβαν μοντελουκάστη, έχει αναφερθεί επίσης ως Πολύ Συχνή σε ασθενείς οι οποίοι έλαβαν εικονικό φάρμακο στις κλινικές μελέτες.
=#== Αυτή η Ανεπιθύμητη Ενέργεια, η οποία αναφέρεται ως Συχνή στους ασθενείς οι οποίοι έλαβαν μοντελουκάστη, έχει αναφερθεί επίσης ως Συχνή σε ασθενείς οι οποίοι έλαβαν εικονικό φάρμακο στις κλινικές μελέτες.
§ Κατηγορία Συχνότητας: Σπάνιες
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους/κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφορας:
Ελλάδα: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: +30 21 32040380/337, Φαξ: +30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr
Κύπρος: Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, CY-1475 Λευκωσία, Φαξ: +357 22608649, Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες θεραπείες που χρησιμοποιούνται συνήθως για την προφύλαξη και τη χρόνια θεραπεία του άσθματος. Σε μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων η συνιστώμενη κλινική δόση της μοντελουκάστης δεν έχει κλινικώς σημαντικές επιδράσεις στην φαρμακοκινητική των ακόλουθων φαρμακευτικών προϊόντων: θεοφυλλίνη, πρεδνιζόνη, πρεδνιζoλόνη, αντισυλληπτικά χορηγούμενα από το στόμα (αιθινυλική οιστραδιόλη/νορεθινδρόνη 35/1) τερφεναδίνη, διγοξίνη και βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (ΑUC) της συγκέντρωσης της μοντελουκάστης στο πλάσμα μειώθηκε περίπου κατά 40% σε άτομα που έπαιρναν ταυτόχρονα φαινοβαρβιτάλη. Επειδή η μοντελουκάστη μεταβολίζεται από το CYP 3A4, 2C8 και 2C9, απαιτείται προσοχή ειδικά στα παιδιά, όταν η μοντελουκάστη συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, 2C8 και 2C9, όπως η φαινυτοΐνη, η φαινοβαρβιτάλη και η ριφαμπικίνη.
Μελέτες in vitro έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι ισχυρός αναστολέας του συστήματος CYP 2C8. Ωστόσο, τα στοιχεία από μία κλινική μελέτη αλληλεπίδρασης φαρμάκου σε φάρμακο που συμπεριλάμβανε μοντελουκάστη και rosiglitazone (ένα δοκιμαστικό υπόστρωμα αντιπροσωπευτικό για τα φαρμακευτικά προϊόντα που μεταβολίζονται πρωταρχικά μέσω του συστήματος CYP2C8) έδειξαν ότι η μοντελουκάστη δεν αναστέλλει το σύστημα CYP2C8 in vivo. Γι’ αυτό, η μοντελουκάστη δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά το μεταβολισμό των φαρμακευτικών προϊόντων που μεταβολίζονται μέσω αυτού του ενζύμου (π.χ. πακλιταξέλη, ροσιγλιταζόνη, και ρεπαγλινίδη).
Μελέτες in vitro έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι ένα υπόστρωμα του CYP 2C8 και σε λιγότερο σημαντικό βαθμό του 2C9 και του 3A4. Σε μία κλινική μελέτη αλληλεπίδρασης φαρμάκου-φαρμάκου που συμπεριλάμβανε μοντελουκάστη και γεμφιβροζίλη (ένας αναστολέας τόσο του CYP 2C8 όσο και του 2C9), η γεμφιβροζίλη αύξησε τη συστηματική έκθεση της μοντελουκάστης κατά 4,4 φορές. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας ρουτίνας της μοντελουκάστης κατά τη συγχορήγηση με τη γεμφιβροζίλη ή άλλους ισχυρούς αναστολείς του CYP 2C8, αλλά ο γιατρός θα πρέπει να γνωρίζει το ενδεχόμενο αύξησης των ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
Με βάση τα in vitro δεδομένα, δεν αναμένονται κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις φαρμάκου με λιγότερο ισχυρούς αναστολείς του CYP 2C8 (π.χ. τριμεθοπρίμη). Η συγχορήγηση της μοντελουκάστης με ιτρακοναζόλη, έναν ισχυρό αναστολέα του CYP 3A4, δεν οδήγησε σε σημαντική αύξηση της συστηματικής έκθεσης της μοντελουκάστης.
Κύηση
Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν επιβλαβείς επιδράσεις σχετικά με τις επιδράσεις στην κύηση ή στην εμβρυονική/εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Περιορισμένα στοιχεία από διαθέσιμες βάσεις δεδομένων σχετικές με την κύηση δεν υποστηρίζουν αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ του Singulair και των δυσμορφιών ( π.χ. ελλείψεις άκρων) που έχουν αναφερθεί σπάνια κατά την εμπειρία διεθνώς μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου.
Το Singulair μπορεί να χορηγηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης μόνο εάν θεωρηθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
Γαλουχία
Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι η μοντελουκάστη εκκρίνεται στο γάλα (βλέπε παράγραφο 5.3). Είναι άγνωστο εάν η μοντελουκάστη/μεταβολίτες εκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα.
Το Singulair μπορεί να χορηγηθεί σε μητέρες που θηλάζουν μόνο εάν θεωρηθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Το Singulair δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Ωστόσο, ορισμένα άτομα ανέφεραν υπνηλία ή ζάλη.
Σχετικό SPC
Singulair 4 mg κοκκία.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.