Μηχανισμός δράσης
Η βισακοδύλη είναι ένα καθαρτικό με τοπική δράση, το οποίο ανήκει στην ομάδα του Τριάρυλο-μεθανίου και το οποίο μετά τον δι' υδρολύσεως μεταβολισμό του διεγείρει το βλεννογόνο του παχέος εντέρου και προκαλεί περισταλτικές κινήσεις του κόλου.
Οι φαρμακοτεχνικές μορφές του, οι οποίες είναι ανθεκτικές στα υγρά του στομάχου και του λεπτού εντέρου φθάνουν στο κόλον χωρίς ουσιαστική απορρόφησή τους και ως εκ τούτου, αποφεύγεται η εντεροηπατική κυκλοφορία. Κατά συνέπεια, οι μορφές αυτές εμφανίζουν έναρξη δράσεως μεταξύ 6 έως 12 ωρών.
Φαρμακοδυναμική
Η βισακοδύλη είναι ένα καθαρτικό με τοπική δράση, το οποίο ανήκει στην ομάδα του τριάρυλο-μεθανίου και το οποίο μετά τον δι' υδρολύσεως μεταβολισμό του διεγείρει το βλεννογόνο του παχέος εντέρου και προκαλεί περισταλτικές κινήσεις του κόλου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την διέγερση της κένωσης του εντέρου, μείωση του χρόνου μετάβασης και τη δημιουργία υδαρών κοπράνων.
Φαρμακοκινητική
Μετά τη χορήγηση από του στόματος διαλύματος ή φαρμακοτεχνικών μορφών βισακοδύλη άμεσης αποδέσμευσης, η τοπικά δραστική καθαρτική ένωση, bis-(p-hydroxyphenyl)-pyridyl-2-methane (BHPM), σχηματίζεται στο έντερο με υδρόλυση της βισακοδύλης κυρίως από ένζυμα του εντερικού βλεννογόνου. Μπορεί να απορροφηθεί, συζεύγνυται και κυκλοφορεί στο αίμα με μια μη δραστική μορφή (κυρίως ως γλυκουρονίδιο) και στη συνέχεια απεκκρίνεται μέσω των ούρων και της χολής. Η μεγαλύτερη ποσότητα της BHPM απεκκρίνεται απευθείας στα κόπρανα.
Τα επικαλυμμένα δισκία βισακοδύλης, τα οποία είναι ανθεκτικά στα υγρά του στομάχου και του λεπτού εντέρου φθάνουν στο κόλον χωρίς ουσιαστική απορρόφησή τους και ως εκ τούτου, αποφεύγεται η εντεροηπατική κυκλοφορία.
Η βισακοδύλη στη συνέχεια υδρολύεται στο δραστικό μεταβολίτη (BHPM), ο οποίος δρα τοπικά χωρίς να απαιτείται απορρόφηση. Κατά συνέπεια, εμφανίζουν έναρξη δράσεως μεταξύ 6 έως 12 ωρών.
Τα υπόθετα βισακοδύλης εμφανίζουν έναρξη δράσεως εντός 15-30 λεπτών, παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις αυτή μπορεί να παραταθεί έως και 60 λεπτά. Η έναρξη δράσεως προσδιορίζεται από το χρόνο σχηματισμού της δραστική ένωσης από τη φαρμακοτεχνική μορφή.
Η μέση απέκκριση δια των ούρων εξαρτάται από τη φαρμακοτεχνική μορφή χορήγησης και είναι χαμηλή για τα εντερικά επικαλυμμένα δισκία και υπόθετα (μεταξύ 3 και 17%). Αυτοί οι συστηματικά διαθέσιμοι μεταβολίτες, στο αίμα και στα ούρα, υφίστανται κυρίως με μη δραστική μορφή, ως γλυκουρονίδια. Δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της καθαρτικής δράσεως της βισακοδύλης και των επιπέδων των γλυκουρονιδικών μεταβολιτών στο πλάσμα ή στα ούρα.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Οξεία τοξικότητα
Η οξεία από του στόματος τοξικότητα της βισακοδύλης σε τρωκτικά και μη-τρωκτικά είναι χαμηλή και υπερέβη τα 2 g/kg. Οι σκύλοι ανέχθηκαν επίπεδα μέχρι 15g/kg. Τα κυριότερα κλινικά σημεία οξείας τοξικότητας ήταν διάρροια, μειωμένη κινητική δραστηριότητα και ανόρθωση τριχών.
Χρόνια τοξικότητα
Μελέτες τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης, διάρκειας μέχρι 26 εβδομάδων, πραγματοποιήθηκαν σε μύες, ινδικά χοιρίδια και πιθήκους rhesus. Όπως ήταν αναμενόμενο, το φάρμακο προκάλεσε σοβαρή δοσοεξαρτώμενη διάρροια σε όλα τα εξεταζόμενα είδη εκτός από τα ινδικά χοιρίδια. Δεν υπήρχαν ευδιάκριτες ιστοπαθολογικές μεταβολές και, προπαντός, συσχετιζόμενη με το φάρμακο νεφροτοξικότητα. Οι επαγόμενες από τη βισακοδύλη υπερπλαστικές αλλοιώσεις στην ουροδόχο κύστη επίμυων στους οποίους χορηγήθηκε το φάρμακο για 32 εβδομάδες δεν προκαλούνται από την ίδια τη βισακοδύλη. Οι μορφολογικές μεταβολές θεωρούνται δευτεροπαθείς ως προς το σχηματισμό μικρολίθων λόγω αλλαγών στους ηλεκτρολύτες του ουροποιητικού και, συνεπώς, χωρίς βιολογική σχέση για τον άνθρωπο.
Δυνατότητα μεταλλαξιογένεσης και ογκογένεσης
Δεδομένα από μία μεγάλου εύρους σειρά δοκιμασιών σε συστήματα ελέγχου μεταλλαξιογένεσης βακτηρίων και θηλαστικών δεν έδειξε γονοτοξικό δυναμικό για τη βισακοδύλη. Η βισακοδύλη επίσης προκάλεσε μη σημαντική αύξηση μορφολογικών μετατροπών σε εμβρυϊκά κύτταρα τρωκτικών. Σε αντίθεση με το γονοτοξικό και καρκινογόνο καθαρτικό φαινολοφθαλεΐνη, η βισακοδύλη δε δείχνει μεταλλαξιογόνο δυναμικό κατά τις αντίστοιχες δοκιμασίες.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες συμβατικές μελέτες καρκινογένεσης (εφ' όρου ζωής) για τη βισακοδύλη. Λόγω της θεραπευτικής της ομοιότητας με τη φαινολοφθαλεΐνη, η βισακοδύλη μελετήθηκε στο διαγονιδιακό μοντέλο μυός p53 για 26 εβδομάδες. Καμία νεοπλασία συσχετιζόμενη με τη θεραπεία δεν παρατηρήθηκε σε επίπεδα δόσεων από του στόματος έως 8000 mg/kg/ημέρα.
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Δε βρέθηκαν τερατογόνες επιδράσεις σε επίμυες και κονίκλους (FDA Κατηγορία Β Κινδύνου Εγκυμοσύνης) έως δόσεις 1000 mg/kg/ημέρα που υπερέβησαν τη μέγιστη συνιστώμενη ανθρώπινη ημερήσια δόση (MRHDD) (βασισμένη σε mg/m²) κατά τουλάχιστον 800 φορές. Στους επίμυες, η μητρο- και εμβρυοτοξικότητα παρατηρήθηκε σε δόσεις 80 φορές υψηλότερα από την MRHDD.