Μηχανισμός δράσης
Η λεβοκαμπαστίνη αποτελεί έναν πολύ ισχυρό, ταχείας δράσης και εξαιρετικά εκλεκτικό ανταγωνιστή της ισταμίνης στους Η1-υποδοχείς, με μια παρατεταμένη διάρκεια δράσης.
Φαρμακοδυναμική
Μετά από τοπική εφαρμογή επί της ρινός, σχεδόν αμέσως και για αρκετές ώρες ανακουφίζει από τα τυπικά συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας (πταρμός, ρινικός κνησμός, ρινόρροια).
Μετά από τοπική εφαρμογή στους οφθαλμούς, σχεδόν αμέσως και για αρκετές ώρες ανακουφίζει από τα τυπικά συμπτώματα της αλλεργικής επιπεφυκίτιδας (κνησμός, ερυθρότητα, οίδημα επιπεφυκότος, βλεφάρων, δακρύρροια).
Φαρμακοκινητική
Απορρόφηση
Μετά από ρινική εφαρμογή 50 μg/δόση, περίπου 30-45μg λεβοκαμπαστίνης ανά ψεκασμό απορροφώνται. Η λεβοκαμπαστίνη φτάνει τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα 3 ώρες μετά την ρινική εφαρμογή.
Μετά από ενστάλλαξη στους οφθαλμούς, η λεβοκαμπαστίνη απορροφάται αργά και ατελώς. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι πάρα πολύ χαμηλές για να προκαλέσουν συστηματικά φαινόμενα.
Κατανομή
Η πρωτεϊνική σύνδεση της λεβοκαμπαστίνης στο πλάσμα είναι περίπου 55%.
Βιομετασχηματισμός
Ο πρωταρχικός μεταβολίτης της λεβοκαμπαστίνης, ένα ακετυλ–γλυκουρονίδιο, παράγεται μέσω γλυκουρονιδίωσης, την κύρια μεταβολική οδό.
Αποβολή
Η λεβοκαμπαστίνη πρωταρχικώς αποβάλλεται στα ούρα ως αμετάβλητο φάρμακο (περίπου το 70% της απορριφθείσας δόσης). Ο τελικός χρόνος ημιζωής της λεβοκαμπαστίνης είναι περίπου 35-40 ώρες. Η φαρμακοκινητική της ρινικής λεβοκαμπαστίνης στο πλάσμα είναι γραμμική και προβλέψιμη.
Ειδικές ομάδες ατόμων
Παιδιά: Αραιές συγκεντρώσεις λεβοκαμπαστίνης μετρήθηκαν στο πλάσμα σε παιδιά και εφήβους ηλικίας μεταξύ 6 και 17 ετών, οι οποίοι έλαβαν ρινικό εκνέφωμα λεβοκαμπαστίνης σε διάφορα δοσολογικά σχήματα έως ένα ανώτατο όριο 0,2 mg τέσσερις φορές την ημέρα για 4 εβδομάδες, ορισμένοι από τους οποίους χρησιμοποιούσαν επίσης οφθαλμικές σταγόνες λεβοκαβαστίνης ως απαιτούνταν. Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα που μετρήθηκαν μετά από 2 έως 4 εβδομάδες θεραπείας ήταν είτε μη ανιχνεύσιμες είτε κυμαίνονταν μέχρι ένα ανώτατο όριο των 18,2 ng/mL. Με βάση τις περιορισμένες διαθέσιμες πληροφορίες, δεν θα μπορούσαν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα όσον αφορά στη σύγκριση σε σχέση με τους ενήλικες.
Ηλικιωμένοι: Στους ηλικιωμένους, μετά από πολλαπλές ρινικές εφαρμογές 0,4 mg λεβοκαμπαστίνης, ο τελικός χρόνος ημιζωής της αυξήθηκε κατά 15% και η ανώτερη συγκέντρωση στο πλάσμα κατά 26%.
Νεφρική ανεπάρκεια: Ύστερα από μία εφάπαξ από του στόματος δόση λεβοκαμπαστίνης 0,5 mg σε διάλυμα, ο τελικός χρόνος ημιζωής της λεβοκαμπαστίνης, σε άτομα με ήπια έως σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης 10-50 mL/min), αυξήθηκε από 36 σε 95 ώρες. Η συνολική έκθεση της λεβοκαμπαστίνης βασισμένη στο AUC αυξήθηκε κατά 56%. [βλέπε παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση.]
Ηπατική ανεπάρκεια: Η φαρμακοκινητική της λεβοκαμπαστίνης σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια δεν έχει μελετηθεί.
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μη κλινικά στοιχεία που στηρίζονται σε συμβατικές μελέτες με οξείες δόσεις (εφαρμογή από το στόμα, ενδοφλεβίως, μέσω εισπνοής και δερματική) ή με επαναλαμβανόμενες δόσεις (εφαρμογή από το στόμα, ενδοφλεβίως, στον οφθαλμό ή δερματική) που περιελάμβαναν οφθαλμικό ερεθισμό, δερματική ευαισθητοποίηση, καρδιαγγειακή ασφάλεια φαρμακολογίας, στοματική αναπαραγωγή, γονοτοξικότητα και μελέτες στοματικής ανάπτυξης καρκίνου, δεν αποκάλυψαν κανέναν κίνδυνο που να συνδέεται με το φάρμακο. Επιδράσεις παρατηρήθηκαν μόνο σε περιπτώσεις έκθεσης σε ποσότητα κατά πολύ μεγαλύτερη της μέγιστης συνιστώμενης ανθρώπινης δόσης, γεγονός που δείχνει την μικρή κλινική χρησιμότητα των αποτελεσμάτων αυτών.
Σε ποντίκια, αρουραίους και κουνέλια, η λεβοκαμπαστίνη, σε συστηματικές δόσεις έως και 1.250 φορές (σε μια βάση mg/kg) τη συνιστώμενη μέγιστη ρινικά χορηγούμενη κλινική δόση, δεν αποκάλυψε τυχόν εμβρυοτοξική ή τερατογόνο δράση. Στα τρωκτικά, η λεβοκαμπαστίνη σε συστηματικές δόσεις μεγαλύτερες από 2.500 φορές (σε μια βάση mg/kg) τη συνιστώμενη μέγιστη ρινικά χορηγούμενη δόση, παρατηρήθηκε τερατογένεση και/ή αυξημένη εμβρυϊκή απορρόφηση.