Αντενδείξεις
Το SPORANOX I.V. αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στην ιτρακοναζόλη ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
Το SPORANOX I.V. δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν αντενδείκνυται η χορήγηση Ενέσιμου Χλωριούχου Νατρίου.
Το έκδοχο υδροξυπροπυλο-β-κυκλοδεξτρίνη αποβάλλεται μέσω σπειραματικής διήθησης. Έτσι, το SPORANOX I.V. αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία, οριζόμενη ως κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 30 ml/min (βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2).
Συγχορήγηση διάφορων υποστρωμάτων του CYP3A4 αντενδείκνυται με το SPORANOX I.V(βλέπε παραγράφους 4.4 και 5.2).
Το SPORANOX Ι.V. δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης για ενδείξεις που δεν είναι απειλητικές για τη ζωή (βλέπε παράγραφο 4.6).
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Διασταυρούμενη υπερευαισθησία
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη διασταυρούμενη υπερευαισθησία μεταξύ της ιτρακοναζόλης και άλλων αντιμυκητιασικών παραγόντων της κατηγορίας των αζολών. Η συνταγογράφηση του SPORANOX I.V. σε ασθενείς με υπερευαισθησία σε άλλες αζόλες πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Καρδιακές επιδράσεις
Σε μία μελέτη υγιών εθελοντών με SPORANOX I.V., παρατηρήθηκε παροδική ασυμπτωματική μείωση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας, η οποία διορθώθηκε πριν την επόμενη έγχυση. Δεν πραγματοποιήθηκε παρόμοια διερεύνηση στον πληθυσμό-στόχο ασθενών.
Η ιτρακοναζόλη έχει δειχθεί ότι έχει αρνητική ινότροπο δράση και το SPORANOX έχει συνδεθεί με περιπτώσεις συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. Η καρδιακή ανεπάρκεια αναφέρθηκε συχνότερα σε αυθόρμητες αναφορές συνολικής ημερήσιας δόσης 400 mg από ότι σε αναφορές μικρότερων συνολικών ημερήσιων δόσεων, υποδηλώνοντας ότι ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας μπορεί να αυξάνει με την συνολική ημερήσια δόση ιτρακοναζόλης.
Το SPORANOX δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή με ιστορικό συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας εκτός αν το όφελος υπερέχει σαφώς του κινδύνου.
Οι ιατροί πρέπει να εξετάζουν προσεκτικά τους κινδύνους και τα οφέλη της θεραπείας με SPORANOX για ασθενείς με γνωστούς παράγοντες κινδύνου για συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν καρδιακή νόσο, όπως ισχαιμική και βαλβιδική νόσο, σοβαρή αναπνευστική νόσο, όπως χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια και άλλες οιδηματώδεις διαταραχές. Τέτοιοι ασθενείς πρέπει να πληροφορούνται για τα σημεία και τα συμπτώματα της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, πρέπει να υποβάλλονται σε προσεκτική θεραπεία και πρέπει να παρακολουθούνται για σημεία και συμπτώματα συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας κατά την διάρκεια της θεραπείας. Αν προκύψουν τέτοια σημεία ή συμπτώματα κατά την διάρκεια της θεραπείας, το SPORANOX πρέπει να διακόπτεται.
Πρέπει να δίδεται προσοχή όταν συγχορηγούνται ιτρακοναζόλη και αναστολείς διαύλων ασβεστίου (βλέπε παράγραφο 4.5).
Ηπατικές επιδράσεις
Με τη χρήση του SPORANOX έχουν εμφανισθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις σοβαρής ηπατοτοξικότητας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων περιπτώσεων θανατηφόρας οξείας ηπατικής ανεπάρκειας. Ορισμένες από τις περιπτώσεις αυτές αφορούσαν σε ασθενείς που δεν είχαν προϋπάρχουσα ηπατική νόσο. Ορισμένες από τις περιπτώσεις αυτές παρατηρήθηκαν μέσα στον πρώτο μήνα θεραπείας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων μέσα στην πρώτη εβδομάδα. Η παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με SPORANOX. Οι ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται ώστε να αναφέρουν αμέσως στο θεράποντα γιατρό τους σημεία και συμπτώματα που υποδηλώνουν ηπατίτιδα όπως ανορεξία, ναυτία, έμετο, κόπωση, κοιλιακό άλγος ή σκουρόχρωμα ούρα. Σε αυτούς τους ασθενείς η θεραπεία πρέπει να διακοπεί άμεσα και πρέπει να διενεργηθεί έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας. Οι περισσότερες από τις περιπτώσεις σοβαρής ηπατοτοξικότητας αφορούσαν σε ασθενείς που είχαν προϋπάρχουσα ηπατική νόσο, έκαναν θεραπεία για συστηματικές ενδείξεις, είχαν άλλα σημαντικά θέματα υγείας και/ή λάμβαναν άλλα ηπατοτοξικά φάρμακα.
Χρήση στα παιδιά
Τα κλινικά στοιχεία για τη χρήση του SPORANOX I.V. σε παιδιατρικούς ασθενείς είναι περιορισμένα Η χρήση του SPORANOX I.V. σε παιδιατρικούς ασθενείς δεν συνιστάται εκτός αν έχει καθοριστεί ότι το δυνητικό όφελος υπερτερεί των δυνητικών κινδύνων.
Χρήση σε ηλικιωμένους
Καθώς τα κλινικά στοιχεία της χρήσης του SPORANOX I.V. σε ηλικιωμένους ασθενείς είναι περιορισμένα, η χρήση του SPORANOX I.V. στους ασθενείς αυτούς συνιστάται μόνον αν το δυνητικό όφελος υπερτερεί του δυνητικού κινδύνου. Γενικά συνιστάται το δοσολογικό σχήμα για ηλικιωμένο ασθενή να επιλέγεται,ανάλογα με την ποιότητα της ηπατικής, νεφρικής ή καρδιακής λειτουργίας ή των συνοδών νοσημάτων ή φαρμακευτικών αγωγων (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ηπατική δυσλειτουργία
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες με ενδοφλέβια ιτρακοναζόλη σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία. Περιορισμένα δεδομένα είναι διαθέσιμα σχετικά με τη χρήση της από του στόματος ιτρακοναζόλης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία. Συνιστάται προσοχή όταν το φάρμακο χορηγείται σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών. Συνιστάται οι ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας να παρακολουθούνται προσεκτικά όταν λαμβάνουν ιτρακοναζόλη. Συνιστάται κατά την απόφαση έναρξης θεραπείας με φαρμακα που μεταβολίζονται από το CYP3A4, να λαμβάνεται υπόψη η παρατεταμένη ημιπερίοδος ζωής της ιτρακοναζόλης,, που παρατηρήθηκε σε κλινική μελέτη με εφάπαξ από στόματος δόσης με καψάκια ιτρακοναζόλης σε κιρρωτικούς ασθενείς,
Σε ασθενείς με αυξημένα ή μη φυσιολογικά ηπατικά ένζυμα ή ενεργή ηπατική νόσο ή που έχουν εμφανίσει ηπατική τοξικότητα με άλλες φαρμακευτικές αγωγές, η θεραπεία με SPORANOX δεν συνιστάται, εκτός εάν υπάρχει σοβαρή ή απειλητική για τη ζωή κατάσταση, όπου το αναμενόμενο όφελος υπερτερεί του κινδύνου. Συνιστάται η παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας, σε ασθενείς με προυπάρχουσες διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας ή που έχουν εμφανίσει ηπατική τοξικότητα με άλλες φαρμακευτικές αγωγές (βλέπε παραγράφους 4.2 και 5.2).
Νεφρική δυσλειτουργία
Η υδροξυπροπυλο-β-κυκλοδεξτρίνη, όταν χορηγείται ενδοφλεβίως, αποβάλλεται μέσω σπειραματικής διήθησης. Έτσι, η θεραπεία με SPORANOX I.V. αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία που ορίζεται ως κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη από 30 ml/min (βλέπε παραγράφους 4.3 και 5.2).
Το SPORANOX I.V. πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με μικρότερο βαθμό νεφρικής ανεπάρκειας. Σε ασθενείς με ήπια ή μέτρια νεφρική δυσλειτουργία, τα επίπεδα κρεατινίνης στον ορό πρέπει να παρακολουθούνται στενά και αν υπάρξει υποψία νεφροτοξικότητας, πρέπει να εξετασθεί η μετάβαση στην από του στόματος χορηγούμενη μορφή του καψακίου (βλέπε παράγραφο 4.4).
Απώλεια της ακοής
Παροδική ή μόνιμη απώλεια της ακοής έχει αναφερθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με ιτρακοναζόλη. Πολλές από αυτές τις αναφορές περιλάμβαναν ταυτόχρονη χορήγηση κινιδίνης, η οποία αντενδείκνυται (βλέπε παραγράφους 4.3 και 4.5). Η απώλεια της ακοής συνήθως υποχωρεί όταν η θεραπεία σταματήσει, ωστόσο μπορεί να επιμείνει σε ορισμένους ασθενείς.
Νευροπάθεια
Αν εμφανισθεί νευροπάθεια που πιθανόν να αποδίδεται στο SPORANOX I.V., η θεραπεία πρέπει να διακοπεί.
Διασταυρούμενη αντίσταση
Στη συστηματική καντιντίαση, αν υπάρχει υποψία για στελέχη ειδών Candida που είναι ανθεκτικά στη φλουκοναζόλη, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι αυτά είναι ευαίσθητα στην ιτρακοναζόλη, συνεπώς η ευαισθησία τους πρέπει να ελέγχεται πριν από την έναρξη της θεραπείας με ιτρακοναζόλη.
Δυνατότητα αλληλεπιδράσεων
Η συγχορήγηση της ιτρακοναζόλης με συγκεκριμένα φάρμακα μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της ιτρακοναζόλης και/ή του συγχορηγούμενου φαρμάκου. Για παράδειγμα η χρήση της ιτρακοναζόλης με παράγοντες που επάγουν τον CYP 3A4, μπορεί να οδηγήσει σε υποθεραπευτικές συγκεντρώσεις ιτρακοναζόλης στο πλάσμα και επακόλουθη αποτυχία της θεραπείας. Επιπρόσθετα η χρήση της ιτρακοναζόλης με ορισμένα υποστρώματα του CYP 3A4 μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες συγκεντρώσεις αυτών των φαρμάκων στο πλάσμα και σε σοβαρές και/ή δυνητικά απειλητικές για τη ζωή αναπιθύμητες ενέργειες, όπως παράταση του διαστήματος QT και κοιλιακή ταχυαρρυθμία συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου, μίας δυνητικά θανατηφόρας αρρυθμίας. Ο ιατρός που συνταγογραφεί θα πρέπει να ανατρέξει στις πληροφορίεςτου συγχορηγούμενου φαρμακευτικού προϊόντος, για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με σοβαρές ή δυνητικά απειλητικές για τη ζωή ανεπιθύμητες ενέργειες που θα μπορούσαν να προκύψουν σε περιπτώσεις αυξημένων συγκεντρώσεων στο πλάσμα για το εν λόγω φαρμακευτικό προϊόν. Για συστάσεις σχετικά με τη συγχορήγηση φαρμακευτικών προϊόντων που αντενδείκνυνται, που δεν συνιστώνται ή συνιστώνται για χρήση με προσοχή σε συνδυασμό με ιτρακοναζόλη, ανατρέξτε στην παράγραφο 4.5.
Ασυμβατότητες
Η ιτρακοναζόλη έχει τη δυνατότητα να καθιζάνει όταν το SPORANOX I.V. αραιώνεται σε διαλύματα διαφορετικά από τα 50 ml ενέσιμου χλωριούχου νατρίου 0,9% που υπάρχουν στη συσκευασία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη προφίλ ασφαλείας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες αναπιθύμητες ενέργεις (ΑΕ) με την ενδοφλέβια θεραπεία SPORANOX, από κλινικές μελέτες και/ή από αφθόρμητες αναφορές ήταν βήχας, διάρροια, έμετος, ναυτία, εξάνθημα και οίδημα (συμπεριλαβανομένου γενικευμένου οιδήματος και οιδήματος προσώπου). Οι πιο σοβαρές ΑΕ ήταν σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις, καρδιακή ανεπάρκεια / καρδιακή ανεπάρκεια συμφορητική / πνευμονικό οίδημα, παγκρεατίτιδα, σοβαρή ηπατοτοξικότητα (συμπεριλαμβανομένων μερικών περιπτώσεων θανατηφόρας οξείας ηπατικής ανεπάρκειας) και σοβαρών δερματικών αντιδράσεων. Αντρέξατε στην υποπαράγραφο Συνοπτικός πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών για τις συχνότητες και άλλες παρατηρούμενες ΑΕς. Ανατρέξατε στη παράγραφο 4.4 (Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση) για πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες
Συνοπτικός πίνακας ανεπιθύμητων ενεργειών
Οι ΑΕ στον παρακάτω πίνακα έχουν προέλθει από μια τυχαιοποιημένη, ανοχτή κλινική μελέτη μεενδοφλέβιο SPORANOX, που περιελάμβανε 192 ασθενείς σε εμπειρική θεραπεία εμπύρετης ουδετεροπενίας και από αυθόρμητες αναφορές.
Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται οι ΑΕ ανά Κατηγορία Οργανικού Συστήματος. Εντός κάθε Κατηγορίας Οργανικού Συστήματος, οι ΑΕ παρουσιάζονται ανά συχνότητα εμφάνισης, χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση:
Πολύ συχνές (≥ 1/10), Συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10), Όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100), Σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000), Πολύ σπάνιες (< 1/10.000), Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Συχνές
Κοκκιοκυτταροπενία
Όχι συχνές
Θρομβοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Συχνές
Αναφυλακτοειδής αντίδραση, Υπερευαισθησία*
Μη Γνωστές
Αρρώστια του ορού, Αγγειονευρωτικό οίδημα, Αναφυλακτική αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Συχνές
Υπεργλυκαιμία, Υπομαγνησιαιμία
Όχι Συχνές
Υποκαλιαιμί
Μη Γνωστές
Υπερτριγλυκεριδαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές
Συγχυτική κατάσταση
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές
Ζάλη, Κεφαλαλγία, Υπνηλία, Τρόμος
Όχι Συχνές
Υπαισθησία, Δυσγευσία
Οφθαλμικές διαταραχές
Συχνές
Οπτικές διαταραχές, (συμπεριλαμβανομένων διπλωπίας και θαμπής όρασης)
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Όχι Συχνές
Παροδική ή μόνιμη απώλεια της ακοής*
Καρδιακές διαταραχές
Συχνές
Καρδιακή ανεπάρκεια, Ταχυκαρδία
Όχι Συχνές
Ανεπάρκεια της αριστερής κοιλίας
Μη Γνωστές
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια*
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές
Υπέρταση, Υπόταση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Πολύ Συχνές
Βήχας
Συχνές
Δύσπνοια
Όχι Συχνές
Δυσφωνία
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Πολύ Συχνές
Διάρροια, Έμετος, Ναυτία
Συχνές
Δυσκοιλιότητα, Κοιλιακό άλγος, Δυσπεψία, Γαστρεντερική διαταραχή.
Μη Γνωστές
Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Συχνές
Ηπατίτιδα, Ίκτερος, Υπερχολερυθριναιμία
Μη Γνωστές
Σοβαρή ηπατοτοξικότητα (συμπεριλαμβάνομένων μερικών περιπτώσεων θανατηφόρας οξείας ηπατικής ανεπάρκειας)*
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Πολύ Συχνές
Εξάνθημα
Συχνές
Κνίδωση, Εξάνθημα ερυθηματώδες, Κνησμός, Αλωπεκία, ΥπερίδρωσηΜη Γνωστές
Τοξική επιδερμική νεκρόλυση, Σύνδρομο Stevens – Johnson, Οξεία Γενικευμένη Εξανθηματική Φλυκταίνωση, Πολύμορφο ερύθημα, Αποφολιδωτική δερματίτιδα, Λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα, Φωτοευαισθησία
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Συχνές
Μυαλγία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Συχνές
Νεφρική δυσλειτουργία, Ακράτεια ούρων
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Πολύ Συχνές
Οίδημα (συμπεριλαβανομένου γενικευμένου οιδήματος και οιδήματος προσώπου)
Συχνές
Θωρακικό άλγος Φλεγμονή της θέσης ένεσης , Πυρεξία, Άλγος, Κόπωση, Ρίγη
Παρακλινικές εξετάσεις
Συχνές
Αμινοτρανσφεράση της αλανίνης αυξημένη. Ασπαρτική αμινοτρανσφεράση αυξημένη. Αλκαλική φωσφατάση αίματος αυξημένη. Γαλακτική αφυδρογονάση αίματος αυξημένη. Αύξηση της ουρίας αίματος. Γ-γλουταμυλτρανσφεράση αυξημένη. Εξέταση ούρων παθολογική.
Μη Συχνές
Κρεατινοφωσφοκινάση αίματος αυξημένη. Ηπατικά ένζυμα αυξημένα.
- βλέπε παράγραφο 4.4.
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Τα παρακάτω είναι μία σειρά από πρόσθετες ΑΕ που σχετίζονται με την ιτρακοναζόλη και έχουν αναφερθεί σε κλινικές μελέτες του SPORANOX Πόσιμο Διάλυμα και SPORANOX Καψάκια.
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις: Παραρρινοκολπίτιδα, Λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, Ρινίτιδα
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος: Λευκοπενία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης: Υποκαλιαιμία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος: Περιφερική νευροπάθεια *, Παραισθησία
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου: Εμβοές
Gastrointestinal disorders: Μετεωρισμός
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων: Ηπατική ανεπάρκεια *, Ηπατική λειτουργία μη φυσιολογική
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού: Αρθραλγία
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών: πολυουρία
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού: Στυτική δυσλειτουργία, Διαταραχές εμμήνου ρύσης
Παιδιατρικός Πληθυσμός
Η ασφάλεια του ενδοφλέβιου (IV) SPORANOX αξιολογήθηκε σε 36 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 μηνών έως 17 ετών που έλαβαν μέρος σε 3 ανοιχτές κλινικές μελέτες. Αυτοί οι ασθενείς έλαβαν τουλάχιστόν μία δόση SPORANOX IV για την πρόληψη ή θεραπεία μυκητιασικών λοιμώξεων και παρείχαν δεδομένα ασφάλειας.
Βάσει συγκεντρωτικών δεδομένων ασφάλειας από αυτές τις κλινικές μελέτες, οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου (ΑΕ) σε παιδιατρικούς ασθενείς ήταν Πυρεξία (16.7%) και Έμετος (11.1%). Η φύση των ΑΕ στους παιδιατρικούς ασθενείς είναι παρόμοια με αυτή που παρατηρείται στους ενήλικες , αλλά γενικά η επίπτωση είναι πιο υψηλή στους ενήλικες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Η ιτρακοναζόλη μεταβολίζεται κυρίως μέσω του κυτοχρώματος CYP3A4. Άλλα ουσίες που είτε χρησιμοποιούν αυτό το μεταβολικό μονοπάτι ή τροποποιούν την ενεργότητα του CYP3A4, μπορεί να επηρεάσουν τη φαρμακοκινητική της ιτρακοναζόλης.Παρομοίως η ιτρακοναζόλη μπορεί να τροποποιήσει τη φαρμακοκινητική άλλων ουσιών που μοιράζονται αυτό το μεταβολικό μονομάτι. Η ιτρακοναζόλη είναι ένας ισχυρός αναστολέας του CYP3A4 και της P-γλυκοπρωτεΐνης Όταν χρησιμοποιείτε ταυτόχρονη φαρμακευτική αγωγή, συνιστάται να συμβουλεύεστε το αντίστοιχο φύλλο οδηγιών για πληροφορίες σχετικά με τη οδό μεταβολισμού και την πιθανή ανάγκη προσαρμογής των δόσεων.
Φάρμακα που μπορεί να μειώσουν τις συγκεντρώσεις ιτρακοναζόλης στο πλάσμα
Η συγχορήγηση ιτρακοναζόλης με ισχυρούς επαγωγείς του CYP3A4, μπορεί να μειώσει την έκθεση της ιτρακοναζόλης και της υδρόξυ-ιτρακοναζόλης σε τέτοιο βαθμό ώστε η αποτελεσματικότητα μπορεί να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Αντιβιοτικά: ισονιαζίδη, ριφαμπουτίνη (βλέπε επίσης «Φάρμακα που μπορεί αυξήσουν τις συγκεντρώσεις τους στο πλάσμα με την ιτρακοναζόλη»), ριφαμπικίνη.
Αντιεπιληπτικά: καρβαμαζεπίνη(βλέπε επίσης «Φάρμακα που μπορεί αυξήσουν τις συγκεντρώσεις τους στο πλάσμα με την ιτρακοναζόλη»), φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη.
Αντιϊκά: εφαβιρένζη, νεβιραπίνη
Φαρμακευτικά πρϊόντα φυτικής προέλευσης: το υπερικό/βαλσαμόχορτο (Ηypericum perforatum, St John’s Wort)
Ως εκ τούτου, η χορήγηση ισχυρών ενζυμικών επαγωγέων του CYP3A4 με ιτρακοναζόλη δεν συνιστάται. Συνιστάται να αποφεύγεται η χρήση αυτών των φαρμάκων 2 εβδομάδες πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ιτρακοναζόλη, εκτός εάν τα οφέλη υπερτερούν του δυνητικού κινδύνου μείωσης της αποτελεσματικότητας της ιτρακοναζόλης. Κατά τη συγχορήγηση, συνιστάται να παρακολουθείται η αντιμυκητιακή ενεργότητα και όπως κρίνεται απαραίτητο η αύξηση της δόσης της ιτρακοναζόλης.Φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τις συγκεντρώσεις ιτρακοναζόλης στο πλάσμα
Ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 μπορεί να αυξήσουν την έκθεση της ιτρακοναζόλης.
Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Αντιβιοτικά: σιπροφλοξασίνη, κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη
Αντιϊκά: ριτοναβίρη-ενισχύεται με δαρουναβίρη, ριτοναβίρη-ενισχύεται με φοσαμπρεναβίρη, ιντιναβίρη (βλέπε επίσης «Φάρμακα που μπορεί αυξήσουν τις συγκεντρώσεις τους στο πλάσμα με την ιτρακοναζόλη»), ριτοναβίρη (βλέπε επίσης «Φάρμακα που μπορεί αυξήσουν τις συγκεντρώσεις τους στο πλάσμα με την ιτρακοναζόλη»).
Συνιστάται τα φάρμακα αυτά να χρησιμοποιούνται με προσοχή όταν συγχορηγούνται με ενδοφλέβια ιτρακοναζόλη. Συνιστάται οι ασθενείς που λαμβάνουν ιτρακοναζόλη ταυτόχρονα με ισχυρούς αναστολείς του CYP3A4, να παρακολουθούνται στενά για σημεία ή συμπτώματα αυξημένων ή παρατεταμένων φαρμακολογικών επιδράσεων της ιτρακοναζόλης και και η δοσολογία της ιτρακοναζόλης να μειωθεί όπως κρίνεται απαραίτητο. Όταν κρίνεται σκόπιμο, συνιστάται η μέτρηση των συγκεντρώσεων της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα.
Φάρμακα που μπορεί αυξήσουν τις συγκεντρώσεις τους στο πλάσμα με την ιτρακοναζόλη
Η ιτρακοναζόλη και ο κύριος μεταβολίτης του η υδρόξη-ιτρακοναζόλη, μπορεί να αναστείλει τον μεταβολισμό φαρμάκων που μεταβολίζονται από τον CYP3A4 και μπορεί να αναστείλει τη μεταφορά φαρμάκου από τη P-γλυκοπρωτεΐνη που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των συγκεντρώσεων στο πλάσμα αυτών των φαρμάκων και/ή των ενεργών μεταβολιτών τους όταν χορηγούνται με ιτρακοναζόλη. Η πλήρης ανασταλτική δράση της ιτρακοναζόλης επιτυγχάνεται αφού τα επίπεδα του φαρμάκου στο πλάσμα σταθεροποιηθούν (βλέπε παράγραφο 5.2). Οι επιδράσεις της ιτρακοναζόλης στην στο να αυξήσει την AUC άλλων φαρμάκων μπορεί να είναι έως και 11-φορές, όπως έχει παρατηρηθεί με την από στόματος μιδαζολάμη (ενός ευαίσθητου CYP3A4 υποστρώματος) όταν συγχορηγείται με ιτρακοναζόλη 200mg/ημερησίως. Οι αυξημένες αυτές συγκεντρώσεις στο πλάσμα είναι πιθανό να αυξήσουν ή να παρατείνουν τις θεραπευτικές και ανεπιθύμητες επιδράσεις αυτών των φαρμάκων. Τα μεταβολιζόμενα μέσω CYP3A4 φάρμακα γνωστά για την παράταση του διαστήματος QT, μπορεί να αντενδείκνυνται με την ιτρακοναζόλη καθώς ο συνδυασμός τους μπορεί να οδηγήσει σε κοιλιακή ταχυαρρυθμία συμπεριλαμβανομένης κοιλιακής ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου, μιας δυνητικά θανατηφόρας αρρυθμίας. Πλήρης ανασταλτική δραση δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο αφου παρατηρηθούν σταθερά επίπεδα της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα, γεγονός για το οποίο απαιτούνται 2-4 ημέρες για το Sporanox IV (βλέπε παράγραφο 5.2). Μόλις η θεραπεία διακοπεί, οι συγκεντρώσεις της ιτρακοναζόλης στο πλάσμα μειώνονται σε σχεδόν μη ανιχνεύσιμη συγκέντρωση σε 7 έως 14 ημέρες, ανάλογα με τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας. Σε ασθενείς με κίρρωση του ήπατος ή σε ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς του CYP3A4, η μείωση στις συγκεντρώσεις στο πλάσμα μπορεί να είναι ακόμη πιο σταδιακή. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό κατά την έναρξη της θεραπείας με φάρμακα των οποίων ο μεταβολισμός επηρεάζεται από την ιτρακοναζόλη.
Τα αλληλεπιδρώντα φάρμακα κατηγοριοποιούνται ως φάρμακα με πλήρη αντένδειξη, μη συνιστώμενα ή συνιστώμενα με προσοχή κατά τη λήψη ιτρακοναζόλης λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της συγκέντρωσης και το προφίλ ασφάλειας του αλληλεπιδρώντος φαρμάκου. Η πιθανή αλληλεπίδραση των φαρμάκων με ιτρακοναζόλη αξιολογήθηκε βάσει φαρμακοκινητικών μελετών σε ανθρώπους, και/ή φαρμακοκινητικών μελετών σε ανθρώπους με άλλους ισχυρούς αναστολείς του CYP3A4 ισχυρά (π.χ. κετοκοναζόλη) και/ή in vitro δεδομένα.
Αντενδείκνυται: Σε καμία περίπτωση το φάρμακο δεν πρέπει να συγχορηγείται με ιτρακοναζόλη, και εώς δύο εβδομάδες μετά τη διακοπή της θεραπείας με ιτρακοναζόλη.
Δεν συνιστάται: Συνιστάται να αποφεύγεται η χρήση του φαρμάκου κατά τη διάρκεια και μέχρι δύο εβδομάδες μετά τη διακοπή της θεραπείας με ιτρακοναζόλη, εκτός αν τα οφέλη υπερτερούν των δυνητικά αυξημένων κινδύνων παρενεργειών. Αν δεν μπορεί να αποφευχθεί η συγχορήγηση συνιστάται, κλινική παρακολούθηση για σημεία ή συμπτώματα αυξημένων ή παρατεταμένων επιδράσεων ή παρενέργειων του αλληλεπιδρώντος φαρμάκου και να μειώνεται ή να διακόπτεταιη δοσολογία του, όπως κρίνεται απαραίτητο. Όταν κρίνεται σκόπιμο, συνιστάται η μέτρηση των συγκεντρώσειων στο πλάσμα.
Λαμβάνετε με προσοχή: Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση όταν το φάρμακο συγχορηγείται με ιτρακοναζόλη. Κατά τη συγχορήγηση, συνιστάται οι ασθενείς να παρακολουθούνται στενά για σημεία ή συμπτώματα αυξημένων ή παρατεταμένων επιδράσεων ή παρενεργειών των αλληλεπιδρώντων φαρμάκων και η δοσολογία του θα πρέπει να μειώνεται όπως κρίνεται απαραίτητο. Όταν κρίνεται σκόπιμο, συνιστάται η μέτρηση των συγκεντρώσειων στο πλάσμα.
Παραδείγματα των φαρμάκων που μπορεί να έχουν αυξημένες οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα με ιτρακοναζόλη παρουσιάζονται ανά κατηγορία φαρμάκου με οδηγίες σχετικά με τη συγχορήγηση με ιτρακοναζόλη:
Φάρμακα που μπορεί να μειωθεί η συγκεντρώση τους στο πλάσμα από την ιτρακοναζόλη
Συγχορήγηση της ιτρακοναζόλης με το ΜΣΑΦ μελοξικάμη μπορεί να μειώσει την συγκεντρωση στο πλάσμα της μελοξικάμης. Συνιστάται η μελοξικάμη να λάμβάνεται με προσοχή όταν συγχορηγείται με τη ιτρακοναζόλη, συμπεριλαμβανομένης παρακολούθησης για οποιαδήποτε μείωση στην αποτελεσματικότητα της μελοξικάμης με προσαρμογές στη δοσολογία αν κρίνεται απαραίτητο.
Παιδιατρικός Πληθυσμός
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
Κύηση
Το SPORANOX I.V. δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης εκτός από περιπτώσεις απειλητικές για τη ζωή, όπου το αναμενόμενο όφελος για τη μητέρα υπερέχει της δυνητικής βλάβης στο έμβρυο (βλέπε παράγραφο 4.3).
Σε μελέτες σε ζώα η ιτρακοναζόλη έδειξε τοξικότητα κατά την αναπαραγωγή (βλέπε παράγραφο 5.3).
Επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με την έκθεση στο SPORANOX κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης - κυρίως σε ασθενείς που λάμβαναν μικρής διάρκειας θεραπεία για αιδοιοκολπική καντιντίαση – δεν έδειξαν αυξημένο κίνδυνο για δυσπλασίες σε σύγκριση με ομάδα ελέγχου που δεν είχε εκτεθεί σε κανένα γνωστό τερατογόνο.
Γαλουχία
Μία πολύ μικρή ποσότητα ιτρακοναζόλης εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα και δεν πρέπει να χορηγείται σε γυναίκες που θηλάζουν. Η γαλουχία πρέπει να διακοπεί πριν τη λήψη ιτρακοναζόλης.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες για τις επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών. Κατά την οδήγηση οχημάτων και το χειρισμό μηχανών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα ανεπιθύμητων ενεργειών όπως η ζάλη, οι διαταραχές στην όραση και η απώλεια ακοής (βλέπε παράγραφο 4.8) που μπορεί να εμφανιστούν σε ορισμένες περιπτώσεις.
Σχετικό SPC
SPORANOX I.V. 10 mg/ml πυκνό σκεύασμα και διαλύτης για παρασκευή διαλύματος προς έγχυση.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.