Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ενεργός ή ιστορικό ανοσολογικής επαγόμενης από την ηπαρίνη θρομβοκυττοπενίας (τύπου ΙΙ) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ενεργή μείζονα αιμορραγία ή συνθήκες που προδιαθέτουν για μείζονα αιμορραγία. Μείζων αιμορραγία ορίζεται όταν πληροί οποιοδήποτε από αυτά τα τρία κριτήρια:
- συμβαίνει σε μία σημαντική περιοχή ή όργανο (π.χ. ενδοκρανιακή, ενδορραχιαία, ενδοφθάλμια, οπισθοπεριτοναϊκή, ενδοαρθρική ή περικαρδιακή, ενδομητρική ή ενδομυική με σύνδρομο διαμερίσματος,
- προκαλεί πτώση του επιπέδου αιμοσφαιρίνης της τάξης των 20 g/L (1,24 mmol/L) ή περισσότερο, ή
- οδηγεί σε μετάγγιση δύο ή περισσότερων μονάδων πλήρους αίματος ή ερυθρών κυττάρων.
Σηπτική ενδοκαρδίτιδα
Αυτή η μορφή φιαλιδίου innohep πολλαπλών δόσεων περιέχει 10 mg/ml του συντηρητικού βενζυλική αλκοόλη (benzyl alcohol). Συνεπώς αυτή η μορφή δεν πρέπει να χορηγείται σε πρόωρα βρέφη και νεογνά λόγω του κινδύνου εμφάνισης gasping syndrome.
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Νευραξονική αναισθησία
Συνιστάται προσοχή όταν πραγματοποιείται νευραξονική αναισθησία ή οσφυική παρακέντηση σε ασθενείς που λαμβάνουν προφυλακτικές δόσεις innohep, λόγω του κινδύνου νωτιαίου αιματώματος το οποίο μπορεί να προκαλέσει παρατεταμένη ή και μόνιμη παράλυση. Θα πρέπει να μεσολαβεί ελάχιστη καθυστέρηση 12 ωρών μεταξύ της χορήγησης της τελευταίας προφυλακτικής δόσης και της τοποθέτησης βελόνας ή καθετήρα. Για συνεχείς τεχνικές, ανάλογη καθυστέρηση θα πρέπει να εφαρμόζεται και πριν την αφαίρεση του καθετήρα. Επιπλέον, η επαναχορήγηση του innohep δεν θα πρέπει να αρχίζει νωρίτερα από τουλάχιστον 4-6 ώρες μετά τη χρήση της νωτιαίας αναισθησίας ή μετά την αφαίρεση του καθετήρα.
Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για σημεία ή συμπτώματα νευρολογικής βλάβης.
Αιμορραγία
Συνιστάται προσοχή όταν το innohep χορηγείται σε ασθενείς με κίνδυνο αιμορραγίας. Για ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο μείζονος αιμορραγίας βλέπε παράγραφο 4.3. Ο συνδυασμός με φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν τη λειτουργία των αιμοπεταλίων ή του συστήματος πήξης θα πρέπει να αποφεύγεται ή να παρακολουθείται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.5).
Ενδομυϊκές ενέσεις
Το innohep δεν πρέπει να χορηγείται με ενδομυϊκή ένεση εξ‘ αιτίας του κινδύνου δημιουργίας αιματώματος. Εξ’ αιτίας του κινδύνου δημιουργίας αιματώματος, η ταυτόχρονη χρήση ενδομυϊκών ενέσεων θα πρέπει να αποφεύγεται.
Θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη
Εξαιτίας του κινδύνου εμφάνισης ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας επαγόμενης από ηπαρίνη (τύπου II), θα πρέπει να μετράται ο αριθμός των αιμοπεταλίων πριν την έναρξη της θεραπείας και περιοδικά στη συνέχεια. Το innohep πρέπει να διακόπτεται σε ασθενείς που αναπτύσσουν ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) (βλέπε παράγραφο 4.3 και 4.8). Ο αριθμός των αιμοπεταλίων συνήθως θα ομαλοποιηθεί εντός 2 έως 4 εβδομάδων μετά τη διακοπή.
Υπερκαλιαιμία
Τα προϊόντα της ηπαρίνης μπορεί να καταστείλουν την επινεφριδιακή έκκριση αλδοστερόνης που οδηγεί σε υπερκαλιαιμία. Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνονται ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, προϋπάρχουσα μεταβολική οξέωση, αυξημένο κάλιο του ορού πριν την έναρξη της θεραπείας, ταυτόχρονη θεραπεία με φάρμακα τα οποία μπορεί να αυξήσουν το επίπεδο καλίου στο πλάσμα, και μακροχρόνια χρήση του innohep. Σε ασθενείς που διατρέχουν κίνδυνο, θα πρέπει να μετρούνται τα επίπεδα του καλίου πριν την έναρξη του innohep καθώς και να παρακολουθούνται τακτικά στη συνέχεια. Η υπερκαλιαιμία που σχετίζεται με την ηπαρίνη είναι συνήθως αναστρέψιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας, ωστόσο μπορεί να χρειαστεί να εξεταστεί η εφαρμογή άλλων μεθόδων εάν η θεραπεία με innohep θεωρείται ζωτικής σημασίας, (π.χ. μείωση της ποσότητας λήψης καλίου, διακοπή άλλων φαρμάκων που μπορεί να επηρεάζουν την ισορροπία του καλίου).
Προσθετικές καρδιακές βαλβίδες
Δεν υπήρξαν επαρκείς μελέτες για να αξιολογήσουν την ασφαλή και αποτελεσματική χρήση του innohep στην πρόληψη θρόμβωσης της βαλβίδας σε ασθενείς με προσθετικές καρδιακές βαλβίδες. Η χρήση του innohep δεν μπορεί να συνιστάται για το σκοπό αυτό.
Νεφρική Βλάβη
Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν καταδεικνύουν συσσώρευση σε ασθενείς με επίπεδα κάθαρσης της κρεατινίνης έως 20 ml/minute. Παρόλο που η παρακολούθηση των anti-Xa είναι η πιο κατάλληλη μέτρηση των φαρμακοδυναμικών επιδράσεων του innohep, παραμένει ένας αδύνατος δείκτης πρόβλεψης του κινδύνου αιμορραγίας, παρ' όλα αυτά η παρακολούθηση της δραστηριότητας του παράγοντος anti-Xa μπορεί να αξιολογηθεί σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική βλάβη (κάθαρση κρεατινίνης <30 ml/minute). Συνιστάται προσοχή κατά την θεραπεία ασθενών με σοβαρή νεφρική βλάβη (κάθαρση κρεατινίνης <30 mL/minute). Υπάρχουν περιορισμένα διαθέσιμα δεδομένα σε ασθενείς με εκτιμώμενο επιπέδο κάθαρσης της κρεατινίνης κάτω των 20 ml/minute.
Ηλικιωμένοι
Οι ηλικιωμένοι είναι περισσότερο πιθανό να έχουν μειωμένη νεφρική λειτουργία, (βλέπε παράγραφο 4.4: Νεφρική Βλάβη), συνεπώς θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν συνταγογραφείται το innohep στους ηλικιωμένους.
Προειδοποιήσεις για τα έκδοχα
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λιγότερο από 1 mmol νάτριο (23 mg) ανά δόση, δηλ. ουσιαστικά είναι «ελεύθερο νατρίου».
Αυτή η μορφή φιαλιδίου πολλαπλών δόσεων του innohep περιέχει 10 mg/ml του συντηρητικού βενζυλική αλκοόλη. Η βενζυλική αλκοόλη μπορεί να προκαλέσει τοξικές και αναφυλακτικές αντιδράσεις σε βρέφη και παιδιά έως 3 χρονών.
Επειδή οι ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους εμφανίζουν μεταξύ τους διαφορές ως προς τον τρόπο παρασκευής τους, το μοριακό βάρος και την έκφραση της δραστικότητάς τους, επισημαίνεται ότι για αποφυγή λαθών κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής δεν θα πρέπει να γίνεται αλλαγή από ιδιοσκεύασμα της μιας εταιρείας σε ιδιοσκεύασμα της άλλης.
Ασυμβατότητες
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν δεν πρέπει να αναμειγνύεται με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι συχνότερα αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, είναι τα αιμορραγικά επεισόδια, δευτερογενής αναιμία λόγω αιμορραγίας και αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης.
Αιμορραγία μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε όργανο και να έχει διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας. Επιπλοκές μπορεί να παρουσιαστούν, ιδίως όταν χορηγούνται μεγάλες δόσεις. Παρόλο που οι μείζονες αιμορραγίες είναι ασυνήθεις, έχει αναφερθεί θάνατος ή μόνιμη ανικανότητα σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα σε 5 με 14 μέρες από τη λήψη της πρώτης δόσης. Επιπλέον, έχει περιγραφεί μία μορφή ταχείας εκδήλωσης σε ασθενείς οι οποίοι έχουν εκτεθεί κατά το παρελθόν στην ηπαρίνη. Η ανοσολογική θρομβοκυττοπενία επαγόμενη από ηπαρίνη (τύπου II) μπορεί να σχετίζεται με αρτηριακή και φλεβική θρόμβση. Το innohep πρέπει να διακόπτεται σε όλες τις περιπτώσεις ανοσολογικής θρομβοκυττοπενίας επαγόμενης από ηπαρίνη (βλέπε παράγραφο 4.4).
Σε σπάνιες περιπτώσεις, το innohep μπορεί να προκαλέσει υπερκαλιαιμία λόγω υποαλδοστερονισμού. Στους ασθενείς σε κίνδυνο περιλαμβάνονται αυτοί με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική ανεπάρκεια (βλέπε παράγραφο 4.4).
Σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις μπορεί να παρουσιαστούν σε ορισμένες περιπτώσεις. Αυτές περιλαμβάνουν σπάνιες περιπτώσεις νέκρωσης του δέρματος, τοξικού δερματικού εξανθήματος (π.χ. Stevens-Johnson syndrome), αγγειοοιδήματος και αναφυλαξίας. Η θεραπεία θα πρέπει να διακόπτεται άμεσα στην παραμικρή υποψία εμφάνισης τέτοιων σοβαρών αντιδράσεων.
Ο υπολογισμός της συχνότητας των ανεπιθύμητων ενεργειών βασίζεται σε ανάλυση συγκεντρωτικών δεδομένων από κλινικές μελέτες καθώς και από αυθόρμητες αναφορές.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες κατατάσσονται κατά MedDRA Κατηγορία Οργανικό Σύστημα (SOC) και οι μεμονωμένες ανεπιθύμητες ενέργειες ταξινομούνται ξεκινώντας με τις πιο συχνά αναφερόμενες. Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις αναφέρονται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.
Πολύ συχνές ≥1/10
Συχνές ≥1/100 και <1/10
Όχι συχνές ≥1/1.000 και <1/100
Σπάνιες ≥1/10.000 και <1/1.000
Πολύ σπάνιες <1/10.000
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Συχνές: Αναιμία (συμπεριλαμβανομένης μείωσης της αιμοσφαιρίνης)
Όχι συχνές: Θρομβοκυττοπενία (τύπου Ι) (συμπεριλαμβανομένης μείωσης αριθμού αιμοπεταλίων)
Σπάνιες: Επαγόμενη από ηπαρίνη θρομβοκυττοπενία (τύπου ΙΙ), Θρομβοκυττάρωση
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Όχι συχνές: Υπερευαισθησία
Σπάνιες: Αναφυλακτική αντίδραση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Σπάνιες: Υπερκαλιαιμία
Αγγειακές διαταραχές
Συχνές: Αιμορραγία, Αιμάτωμα
Όχι συχνές: Μωλωπισμός, εκχύμωση και πορφύρα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
Όχι συχνές: Αυξημένο ηπατικό ένζυμο (συμπεριλαμβανομένων αυξημένων τρανσαμινασών, ALT, AST και GGT)
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Δερματίτις (συμπεριλαμβανομένων αλλεργικής δερματίτιδος και πομφολυγώδους δερματίτιδος), Εξάνθημα, Κνησμός
Σπάνιες: Τοξικό δερματικό εξάνθημα (συμπεριλαμβανομένου Stevens-Johnson syndrome), Νέκρωση του δέρματος, Αγγειοοίδημα, Κνίδωση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
Σπάνιες: Οστεοπόρωση (σε συνδυασμό με μακροχρόνια θεραπεία)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Σπάνιες: Πριαπισμός
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Συχνές: Αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης (συμπεριλαμβανομένων αιματώματος στο σημείο της ένεσης, αιμορραγίας, πόνου, κνησμού, οζιδίου, ερυθήματος και εξαγγείωσης)
Παιδιατρικός πληθυσμός
Περιορισμένα στοιχεία από μία μελέτη και μετά την κυκλοφορία δεδομένα δείχνουν ότι το προφίλ των ανεπιθύμητων αντιδράσεων στα παιδιά και στους εφήβους είναι συγκρίσιμο με αυτό των ενηλίκων.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται στο Παράρτημα V.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Η αντιπηκτική δράση του innohep μπορεί να ενισχυθεί από άλλα φάρμακα που επηρεάζουν τον πηκτικό μηχανισμό, όπως αυτά που αναστέλλουν την λειτουργία των αιμοπεταλίων (π.χ. ακετυλοσαλικυλικό οξύ και άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, θρομβολυτικοί παράγοντες, ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ, ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C, άμεσοι αναστολείς παραγόντων Xa και IIa. Τέτοιοι συνδυασμοί θα πρέπει αν αποφεύγονται ή να παρακολουθούνται προσεκτικά (βλέπε παράγραφο 4.4).
Κύηση
Αντιπηκτική αγωγή σε έγκυες γυναίκες απαιτεί τη φροντίδα εξειδικευμένου ιατρού.
Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις σε σχέση με την αναπαραγωγική τοξικότητα (βλέπε παράγραφο 5.3).
Ένας μεγάλος αριθμός δεδομένων σε έγκυες γυναίκες (περισσότερες από 2.200 εκβάσεις εγκυμοσύνης) δεν καταδεικνύει δυσμορφική ούτε εμβρυϊκή/νεογνική τοξικότητα από την τινζαπαρίνη. Η τινζαπαρίνη δεν διαπερνά τον πλακούντα. Το innohep μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια όλων των τριμήνων της εγκυμοσύνης εάν είναι κλινικά αναγκαίο.
Επισκληρίδιος αναισθησία
Εξ‘ αιτίας του κινδύνου εμφάνισης νωτιαίου αιματώματος, οι θεραπευτικές δόσεις innohep αντενδείκνυνται σε ασθενείς που λαμβάνουν νευραξονική αναισθησία. Συνεπώς, η επισκληρίδιος αναισθησία σε έγκυες γυναίκες θα πρέπει πάντα να καθυστερεί για τουλάχιστον 24 ώρες μετά τη χορήγηση της τελευταίας θεραπευτικής δόσης innohep. Προφυλακτικές δόσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εφ’ όσον μεσολαβεί μία ελάχιστη καθυστέρηση 12 ωρών μεταξύ της τελευταίας χορήγησης innohep και της τοποθέτησης βελόνας ή καθετήρα.
Έγκυες γυναίκες με προσθετικές καρδιακές βαλβίδες
Έχουν αναφερθεί αποτυχίες της θεραπείας σε έγκυες γυναίκες με προσθετικές καρδιακές βαλβίδες, που λαμβάνουν πλήρεις αντιπηκτικές δόσεις innohep και άλλων χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρινών. Το innohep δεν μπορεί να συνιστάται για χρήση σε σε αυτόν τον πληθυσμό.
Έκδοχα
Το innohep φιαλίδιο περιέχει βενζυλική αλκοόλη. Καθώς αυτό το συντηρητικό μπορεί να διαπεράσει τον πλακούντα, innohep μορφές χωρίς βενζυλική αλκοόλη (σύριγγες) θα πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Γαλουχία
Δεδομένα σε ζώα δείχνουν ότι η έκκριση innohep στο μητρικό γάλα είναι ελάχιστη.
Είναι άγνωστο εαν η τινζαπαρίνη εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Παρόλο που η από του στόματος απορρόφηση των ηπαρίνων χαμηλού μοριακού βάρους είναι απίθανη, ο κίνδυνος στα νεογέννητα/βρέφη δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Σε ασθενείς σε κίνδυνο, η συχνότητα εμφάνισης φλεβικής θρομβοεμβολής είναι ιδιαίτερα υψηλή κατά τις πρώτες έξι εβδομάδες μετά τη γέννηση του παιδιού.
Πρέπει να παρθεί μία απόφαση εάν θα διακοπεί ο θηλασμός ή θα διακοπεί/θα αποφευχθεί η θεραπεία με innohep, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της θεραπείας για τη γυναίκα.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Το innohep δεν έχει καμία ή έχει ασήμαντη επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
Σχετικό SPC
Innohep 20.000 Anti-Xa IU/2ml σε φιαλίδιο ενέσιμο διάλυμα.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ 2014: INNOHEP 20.000 anti-Xa Ενέσιμο διάλυμα