Αντενδείξεις
Το Biofenac δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με:
- Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
- Ιστορικό ενεργού ή ύποπτου ή υποτροπιάζοντος πεπτικού έλκους/αιμορραγίας (δύο ή περισσότερα διαφορετικά επεισόδια επιβεβαιωμένης εξέλκωσης ή αιμορραγίας) ή αιμορραγίας του γαστρεντερικού ή διάτρησης, που σχετίζονται με προηγούμενη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
- Ενεργή αιμορραγία ή αιμορραγική διαταραχή
- Βαριά νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία
- Εγκατεστημένη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (κατηγορίας II – IV κατά NYHA), ισχαιμική καρδιοπάθεια, περιφερική αρτηριακή νόσο και/ή νόσο των αγγείων του εγκεφάλου.
- Γνωστή υπερευαισθησία σε άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (π.χ. δικλοφενάκη).
- Το Biofenac αντενδείκνυται σε ασθενείς, στους οποίους κρίσεις άσθματος, κνίδωση ή οξεία ρινίτιδα παρουσιάσθηκαν μετά από χρήση ασπιρίνης ή άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ).
- Το Biofenac δεν πρέπει να συνταγογραφείται κατά την κύηση, ιδιαίτερα στη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη αποτελεσματική δόση (βλ. παράγραφο 4.6).
Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να ελαχιστοποιηθούν με τη χρήση της χαμηλότερης αποτελεσματικής δόσης για την πλέον μικρή διάρκεια θεραπείας που απαιτείται για τον έλεγχο των συμπτωμάτων (βλ. παράγραφο 4.2, και γαστρεντερικούς και καρδιαγγειακούς κινδύνους).
Η χρήση της ασεκλοφενάκης με άλλα συγχρόνως χορηγούμενα ΜΣΑΦ συμπεριλαμβανομένων των εκλεκτικών αναστολέων της κυκλοοξυγενάσης-2 πρέπει να αποφεύγεται.
Προειδοποιήσεις
Γαστρεντερολογικές: Στενή ιατρική παρακολούθηση απαιτείται σε ασθενείς με τις ακόλουθες παθήσεις καθώς αυτές μπορεί να επιδεινωθούν (βλ. παράγραφο 4.8):
- συμπτώματα ενδεικτικά γαστρεντερικών διαταραχών που εμπλέκουν είτε τον ανώτερο είτε τον κατώτερο γαστρεντερικό σωλήνα
- ιστορικό που υποδηλώνει εξέλκωση του γαστρεντερικού συστήματος, αιμορραγία ή διάτρηση
- ελκώδης κολίτιδα
- νόσος του Crohn
- αιματολογικές ανωμαλίες.
Αιμορραγία του γαστρεντερικού συστήματος, εξέλκωση ή διάτρηση, αιματέμεση και μέλαινα έχουν γενικά σοβαρότερες επιπτώσεις στους ηλικιωμένους. Μπορεί να είναι θανατηφόρες και έχουν αναφερθεί με όλα τα ΜΣΑΦ οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της θεραπείας, με ή χωρίς προειδοποιητικά συμπτώματα ή προηγούμενο ιστορικό σοβαρών γαστρεντερικών συμβαμάτων.
Εάν εμφανιστεί αιμορραγία ή εξέλκωση του γαστρεντερικού συστήματος σε ασθενείς που λαμβάνουν ασεκλοφενάκη, πρέπει να διακόπτεται η χορήγηση του φαρμάκου.
Ο κίνδυνος γαστρεντερικών αιμορραγιών, εξελκώσεων ή διάτρησης είναι υψηλότερος με αυξανόμενες δόσεις ΜΣΑΦ, σε ασθενείς με ιστορικό έλκους, ιδιαίτερα εάν υπάρχουν επιπλοκές με αιμορραγία ή διάτρηση (βλ. παράγραφο 4.3), και σε ηλικιωμένους. Οι ασθενείς αυτοί πρέπει να ξεκινούν τη θεραπεία με τη χαμηλότερη διαθέσιμη δόση. Η θεραπεία συνδυασμού με προστατευτικούς παράγοντες (π.χ. μισοπροστόλη ή αναστολείς της αντλίας πρωτονίων) πρέπει να εξετάζεται για τους ασθενείς αυτούς, καθώς και για τους ασθενείς που απαιτούν χαμηλή δόση ασπιρίνης ή άλλα φάρμακα που αυξάνουν το γαστρεντερικό κίνδυνο (βλ. παρακάτω και παράγραφο 4.5).
Οι ασθενείς με ιστορικό γαστρεντερικής τοξικότητας, ιδιαίτερα όταν είναι ηλικιωμένοι, πρέπει να αναφέρουν οποιοδήποτε ασυνήθιστο κοιλιακό σύμπτωμα (κυρίως τη γαστρεντερική αιμορραγία) ιδιαίτερα κατά τα αρχικά στάδια της θεραπείας. Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν συγχρόνως φαρμακευτικές αγωγές, οι οποίες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εξελκώσεων ή αιμορραγίας, όπως συστηματικά κορτικοστεροειδή, αντιπηκτικά όπως η βαρφαρίνη, εκλεκτικούς αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτοτίνης ή αντιαιμοπεταλιακούς παράγοντες όπως η ασπιρίνη (βλ. παράγραφο 4.5).
Ηπατικές: Στενή ιατρική παρακολούθηση απαιτείται σε ασθενείς που υποφέρουν από ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία. Εάν οι μη φυσιολογικοί έλεγχοι της ηπατικής λειτουργίας επιμένουν ή επιδεινώνονται, ή εάν εμφανιστούν κλινικά σημεία ή συμπτώματα που παραπέμπουν σε ηπατική νόσο ή παρουσιαστούν άλλα συμπτώματα (όπως ηωσηνοφιλία, εξάνθημα), η χορήγηση του φαρμάκου πρέπει να διακοπεί.
Μπορεί να εμφανιστεί ηπατίτιδα χωρίς πρόδρομα συμπτώματα.
Η χρήση αυτού του φαρμάκου σε ασθενείς με ηπατική πορφυρία μπορεί να προκαλέσει επεισόδιο.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας και δερματικές αντιδράσεις: Όπως και με τα άλλα ΜΣΑΦ, αλλεργικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων αναφυλακτικών/αναφυλακτοειδών αντιδράσεων, μπορούν επίσης να επέλθουν χωρίς προηγούμενη έκθεση στο φάρμακο. Σοβαρές δερματικές αντιδράσεις, ορισμένες εκ των οποίων θανατηφόρες, συμπεριλαμβανομένων της αποφολιδωτικής δερματίτιδας, του συνδρόμου Stevens-Johnson και της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια σε σχέση με τη χρήση ΜΣΑΦ (βλ. παράγραφο 4.8). Οι ασθενείς εμφανίζονται να βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο για τέτοιες αντιδράσεις στα αρχικά στάδια της θεραπείας, ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεων η έναρξη της αντίδρασης παρουσιάζεται εντός του πρώτου μήνα της θεραπείας. Η ασεκλοφενάκη πρέπει να διακόπτεται με την πρώτη εμφάνιση δερματικού εξανθήματος, βλαβών του βλεννογόνου και οποιουδήποτε άλλου σημείου υπερευαισθησίας.
Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, η ανεμοβλογιά μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές δερματικών λοιμώξεων και λοιμώξεων των μαλακών ιστών. Επί του παρόντος, η συμβολή των ΜΣΑΦ στην επιδείνωση αυτών των λοιμώξεων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Συνεπώς, συνιστάται η αποφυγή της χρήσης ασεκλοφενάκης σε περίπτωση ανεμοβλογιάς.
Νεφρικές: Η χορήγηση ενός ΜΣΑΦ μπορεί να προκαλέσει δοσοεξαρτώμενη μείωση στο σχηματισμό των προσταγλανδινών και να επιταχύνει τη νεφρική ανεπάρκεια. Η σημασία των προσταγλανδινών στη διατήρηση της νεφρικής αιματικής ροής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με έκπτωση της καρδιακής ή νεφρικής λειτουργίας, με ηπατική δυσλειτουργία, σε αυτούς που λαμβάνουν θεραπεία με διουρητικά ή αναρρώνουν από σοβαρή χειρουργική επέμβαση και στους ηλικιωμένους.
Οι ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική δυσλειτουργία και οι ηλικιωμένοι πρέπει να βρίσκονται υπό παρακολούθηση, αφού η χρήση ΜΣΑΦ μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας. Πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη αποτελεσματική δόση και η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται τακτικά. Οι επιδράσεις στη νεφρική λειτουργία είναι συνήθως αναστρέψιμες με τη διακοπή της ασεκλοφενάκης.
Προφυλάξεις
Αιματολογικές: Το Biofenac μπορεί αναστρέψιμα να αναστείλει τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων (βλ. αντιπηκτικά στη παράγραφο 4.5 “Αλληλεπιδράσεις”).
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος: Απαιτείται προσοχή εάν χορηγείται σε ασθενείς που πάσχουν από, ή έχουν προηγούμενο ιστορικό βρογχικού άσθματος καθώς έχει αναφερθεί ότι τα ΜΣΑΦ επιταχύνουν το βρογχόσπασμο σε τέτοιους ασθενείς.
Μακροχρόνια θεραπεία: Ασθενείς σε μακροχρόνια αγωγή με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη πρέπει να παρακολουθούνται προληπτικά ως προς τη νεφρική και ηπατική λειτουργία και την αιμοποίηση.
Ηλικιωμένοι: Οι ηλικιωμένοι έχουν αυξημένη συχνότητα ανεπιθύμητων ενεργειών με τα ΜΣΑΦ ιδιαίτερα γαστρεντερική αιμορραγία και διάτρηση που μπορεί να είναι θανατηφόρες (βλ. παράγραφο 4.2). Επιπλέον, οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι πιο πιθανό να πάσχουν από έκπτωση της ηπατικής, νεφρικής ή καρδιακής λειτουργίας και να λαμβάνουν σχετική θεραπεία.
Καρδιαγγειακές και αγγειακές εγκεφαλικές επιδράσεις
Απαιτείται η σωστή παρακολούθηση και η παροχή συμβουλών σε ασθενείς με ιστορικό υπέρτασης και/ή με ήπια έως μέτρια συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια καθώς έχει αναφερθεί κατακράτηση υγρών και οίδημα σε σχέση με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Σε ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια (κατηγορίας Ι κατά ΝΥΗΑ) και σε ασθενείς με σημαντικούς παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβάντων (π.χ. υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδη διαβήτη, κάπνισμα), θα πρέπει να χορηγείται ασεκλοφενάκη μετά από προσεκτική εκτίμηση. Επειδή οι καρδιαγγειακοί κίνδυνοι της ασεκλοφενάκης ενδέχεται να αυξάνονται με τη δοσολογία και τη διάρκεια της έκθεσης, θα πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη αποτελεσματική ημερήσια δόση για το συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Η ανάγκη του ασθενή για συμπτωματική ανακούφιση και η ανταπόκρισή του στη θεραπεία θα πρέπει να επαναξιολογούνται περιοδικά.
Η ασεκλοφενάκη πρέπει επίσης να χορηγείται με προσοχή και υπό στενή ιατρική παρακολούθηση σε ασθενείς με ιστορικό αγγειακής εγκεφαλικής αιμορραγίας.
Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Γαστρεντερικές: Οι συνηθέστερα παρατηρούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι γαστρεντερικής φύσης. Με τα ΜΣΑΦ μπορεί να προκληθούν πεπτικά έλκη, διάτρηση ή αιμορραγία του γαστρεντερικού σωλήνα, μερικές φορές θανατηφόρα, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους (βλ. παράγραφο 4.4). Μετά από χορήγηση ΜΣΑΦ έχουν αναφερθεί ναυτία, έμετος, διάρροια, μετεωρισμός, δυσκοιλιότητα, δυσπεψία, κοιλιακό άλγος, μέλαινα, αιματέμεση, ελκώδης στοματίτιδα, επιδείνωση της κολίτιδας και της νόσου του Crohn (βλ. παράγραφο 4.4 – Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση). Λιγότερο συχνά έχει παρατηρηθεί γαστρίτιδα.
Δερματολογικές: Πομφολυγώδεις αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένου του Συνδρόμου Stevens-Johnson και της Τοξικής Επιδερμικής Νεκρόλυσης (πολύ σπάνια). Φωτοευαισθησία.
Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, έχουν αναφερθεί σοβαρές επιπλοκές δερματικών λοιμώξεων και λοιμώξεων των μαλακών ιστών κατά τη διάρκεια ανεμοβλογιάς σε συνδυασμό με θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Σε περίπτωση που εμφανίζονται σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, η χορήγηση του φαρμάκου πρέπει να διακόπτεται.
Το παρακάτω είναι ένας πίνακας ανεπιθύμητων αντιδράσεων που έχουν αναφερθεί από κλινικές μελέτες και από τη χρήση μετά τη κυκλοφορία, ταξινομημένες ανά Κατηγορία-Οργάνου Συστήματος και υπολογισμένες συχνότητες.
Πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000).
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
Σπάνιες: Αναιμία
Πολύ σπάνιες: Καταστολή του μυελού των οστών, Κοκκιοκυτταροπενία, Θρομβοπενία, Ουδετεροπενία, Αιμολυτική αναιμία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Σπάνιες: Αναφυλακτική αντίδραση (συμπεριλαμβανο-μένης καταπληξίας), Υπερευαισθησία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
Πολύ σπάνιες: Υπερκαλιαιμία
Ψυχιατρικές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: Κατάθλιψη, Ανώμαλα όνειρα, Αϋπνία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
Συχνές: Ζάλη
Πολύ σπάνιες: Παραισθησία, Τρόμος, Υπνηλία, Κεφαλαλγία, Δυσγευσία (μη φυσιολογική γεύση)
Οφθαλμικές διαταραχές
Σπάνιες: Οπτική διαταραχή
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
Πολύ σπάνιες: Ίλιγγος, Εμβοές
Καρδιακές διαταραχές
Σπάνιες: Καρδιακή ανεπάρκεια
Πολύ σπάνιες: Αίσθημα παλμών
Αγγειακές διαταραχές
Σπάνιες: Υπέρταση
Πολύ σπάνιες: Ερυθρότητα, Έξαψη, Εξάψεις, Αγγειίτιδα
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου
Σπάνιες: Δύσπνοια
Πολύ σπάνιες: Βρογχόσπασμος, Εισπνευστικός συριγμός
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Συχνές: Δυσπεψία, Κοιλιακό άλγος, Ναυτία, Διάρροια
Όχι συχνές: Μετεωρισμός, Γαστρίτιδα, Δυσκοιλιότητα, Έμετος, Εξέλκωση του στόματος
Σπάνιες: Μέλαινα, Γαστρεντερική αιμορραγία, Γαστρεντερική εξέλκωση
Πολύ σπάνιες: Στοματίτιδα, Αιματέμεση, Διάτρηση του εντέρου,Παρόξυνση νόσου του Crohn και ελκώδους κολίτιδας, Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές ήπατος και χοληφόρων
Συχνές: Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
Πολύ σπάνιες: Ηπατική βλάβη (συμπεριλαμβανομέ-νης της ηπατίτιδας), Ίκτερος, Αυξημένη αλκαλική φωσφατάση αίματος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
Όχι συχνές: Κνησμός, Εξάνθημα, Δερματίτιδα, Κνίδωση
Σπάνιες: Αγγειοοίδημα
Πολύ σπάνιες: Πορφύρα, Σοβαρή βλεννογονοδερματική δερματική αντίδραση (συμπεριλαμβανομέ-νου του συνδρόμου Stevens Johnson και της Τοξικής Επιδερμικής Νεκρόλυσης
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
Όχι συχνές: Αυξημένη ουρία αίματος, Αυξημένη κρεατινίνη αίματος
Πολύ σπάνιες: Νεφρική ανεπάρκεια, Νεφρωσικό σύνδρομο
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Οίδημα, Κόπωση, Κράμπες στα πόδια
Παρακλινικές εξετάσεις
Πολύ σπάνιες: Σωματικό βάρος αυξημένο
Βλ. παραγράφους 4.4 και 4.5 για Προειδοποιήσεις, Προφυλάξεις και Αλληλεπιδράσεις.
Οίδημα, υπέρταση, και καρδιακή ανεπάρκεια, έχουν αναφερθεί σε σχέση με τη θεραπεία με ΜΣΑΦ.
Η ασεκλοφενάκη είναι δομικά συγγενής και μεταβολίζεται στη δικλοφενάκη για την οποία ένας μεγάλος αριθμός κλινικών και επιδημιολογικών δεδομένων υποδεικνύουν σταθερά αυξημένο κίνδυνο γενικών αρτηριακών θρομβωτικών περιστατικών (έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις και σε μακροχρόνια θεραπεία). Επίσης από επιδημιολογικά στοιχεία έχει βρεθεί αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης οξέος στεφανιαίου συνδρόμου και εμφράγματος του μυοκαρδίου που σχετίζονται με τη χρήση ασεκλοφενάκης (βλ. παράγραφο 4.3 και 4.4 για Αντενδείξεις και Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562, Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: +30 21 32040380/337, Φαξ: +30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες
Λίθιο και Διγοξίνη: Αρκετά ΜΣΑΦ αναστέλλουν τη νεφρική κάθαρση του λιθίου και της διγοξίνης, με αποτέλεσμα την αύξηση της συγκέντρωσης και των δύο στον ορό. Ο συνδυασμός πρέπει να αποφεύγεται εκτός και εάν μπορεί να διεξάγεται συχνή παρακολούθηση των επιπέδων λιθίου και διγοξίνης.
Διουρητικά: Η ασεκλοφενάκη όπως και άλλα ΜΣΑΦ μπορεί να παρεμποδίσει την δράση των διουρητικών. Αν και δεν έχει δειχθεί ότι επηρεάζει τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης όταν συγχορηγείται με βενδροφλουαζίδη, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι υπάρχουν αλληλεπιδράσεις με άλλα διουρητικά. Όταν συγχορηγείται με καλιοπροστατευτικά διουρητικά πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα του καλίου στο αίμα.
Αντιυπερτασικά: Τα ΜΣΑΦ μπορεί να μειώσουν τη δράση των αντιυπερτασικών. Ο κίνδυνος εμφάνισης οξείας νεφρικής ανεπάρκειας, η οποία είναι συνήθως αναστρέψιμη, μπορεί να είναι αυξημένος σε μερικούς ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας (π.χ. αφυδατωμένοι ασθενείς ή ηλικιωμένοι ασθενείς) όταν αναστολείς ΜΕΑ ή ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης II συνδυάζονται με ΜΣΑΦ. Συνεπώς, ο συνδυασμός πρέπει να χορηγείται με προσοχή ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Οι ασθενείς πρέπει να ενυδατώνονται επαρκώς και πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο παρακολούθησης της νεφρικής λειτουργίας μετά την έναρξη της σύγχρονης θεραπείας, και μετέπειτα περιοδικά.
Αντιπηκτικά: Όπως και τα άλλα ΜΣΑΦ η ασεκλοφενάκη ενισχύει τη δράση των αντιπηκτικών. Συνεπώς ασθενείς που λαμβάνουν ασεκλοφενάκη μαζί με αντιπηκτικά πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες και εκλεκτικοί αναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτονίνης (SSRIs): συνδυαζόμενοι με τα ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο αιμορραγίας του γαστρεντερικού (βλ. παράγραφο 4.4).
Αντιδιαβητικά: Κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η ασεκλοφενάκη μπορεί να χορηγείται σε συνδυασμό με από του στόματος αντιδιαβητικά χωρίς να επηρεάζει την κλινική δράση τους. Εντούτοις επειδή έχουν αναφερθεί μεμονωμένες περιπτώσεις υπογλυκαιμίας ή υπεργλυκαιμίας με τη συγχορήγηση της ασεκλοφενάκης, πρέπει να εξετάζεται ο επαναπροσδιορισμός της δοσολογίας των υπογλυκαιμικών φαρμάκων.
Μεθοτρεξάτη: Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανή αλληλεπίδραση των ΜΣΑΦ και της μεθοτρεξάτης ακόμη και όταν χορηγούνται χαμηλές δόσεις μεθοτρεξάτης, ειδικά σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία. Όταν πρέπει να χρησιμοποιείται θεραπεία συνδυασμού, πρέπει να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία. Προσοχή απαιτείται επίσης όταν χορηγείται ένα ΜΣΑΦ και μεθοτρεξάτη μέσα σε διάστημα 24 ωρών το ένα από το άλλο καθώς τα επίπεδα μεθοτρεξάτης μπορεί να αυξηθούν και να οδηγήσουν σε αυξημένη τοξικότητα.
Άλλα ΜΣΑΦ: Ταυτόχρονη θεραπεία με ασπιρίνη και άλλα ΜΣΑΦ μπορεί να αυξήσει τη συχνότητα εμφάνισης των ανεπιθύμητων ενεργειών.
Κορτικοστεροειδή: Αυξημένος κίνδυνος γαστρεντερικής εξέλκωσης ή αιμορραγίας (βλ. παράγραφο 4.4).
Αντιμικροβιακά του τύπου των κινολονών: Μπορεί να συμβούν σπασμοί εξαιτίας της αλληλεπίδρασης μεταξύ των κινολονών και των ΜΣΑΦ. Αυτό μπορεί να συμβεί σε ασθενείς με ή χωρίς προηγούμενο ιστορικό επιληψίας ή σπασμών. Γι' αυτό πρέπει να δίνεται προσοχή κατά τη χορήγηση των κινολονών σε ασθενείς που λαμβάνουν ήδη ΜΣΑΦ.
Κυκλοσπορίνη, τακρόλιμους: Η χορήγηση ΜΣΑΦ μαζί με κυκλοσπορίνη ή τακρόλιμους πιστεύεται ότι αυξάνει τον κίνδυνο νεφροτοξικότητας λόγω της μειωμένης σύνθεσης προστακυκλίνης στους νεφρούς. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της θεραπείας συνδυασμού είναι σημαντικό να παρακολουθείται στενά η νεφρική λειτουργία.
Ζιδοβουδίνη: Όταν χορηγούνται ΜΣΑΦ με ζιδοβουδίνη υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αιματολογικής τοξικότητας. Υπάρχουν ενδείξεις αυξημένου κινδύνου αιμαρθρώσεων και αιματώματος σε HIV θετικούς αιμορροφιλικούς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία με ζιδοβουδίνη και ιβουπροφένη.
Κύηση
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χρήση της ασεκλοφενάκης κατά την εγκυμοσύνη. Η αναστολή της σύνθεσης των προσταγλανδινών μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την κύηση ή/και την ανάπτυξη του εμβρύου. Δεδομένα από επιδημιολογικές μελέτες υποδηλώνουν αυξημένο κίνδυνο αποβολών, καρδιακών δυσμορφιών ή γαστροσχιστιών μετά τη χρήση ενός αναστολέα της σύνθεσης των προσταγλανδινών κατά τα πρώτα στάδια της κύησης. Ο απόλυτος κίνδυνος για καρδιαγγειακές δυσπλασίες ήταν αυξημένος από λιγότερο από 1% έως και περίπου 1,5%. Ο κίνδυνος πιστεύεται ότι αυξάνει με τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας.
Η χορήγηση ενός αναστολέα της σύνθεσης προσταγλανδινών σε ζώα έχει δείξει ότι οδηγεί σε αυξημένη απώλεια προ- και μετά την εμφύτευση και σε θνητότητα των εμβρύων. Επιπρόσθετα, έχουν αναφερθεί αυξημένα περιστατικά ποικίλων δυσμορφιών, συμπεριλαμβανομένων καρδιαγγειακών δυσμορφιών σε ζώα στα οποία χορηγήθηκε αναστολέας της σύνθεσης προσταγλανδινών κατά την οργανογεννητική περίοδο. Κατά το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο της κύησης, η ασεκλοφενάκη δεν πρέπει να χορηγείται εκτός και εάν κρίνεται σαφώς απαραίτητο. Εάν η ασεκλοφενάκη χρησιμοποιείται από μία γυναίκα που προσπαθεί να συλλάβει, ή κατά το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο της κύησης, η δόση πρέπει να παραμένει όσο το δυνατόν χαμηλότερη και η διάρκεια της θεραπείας όσο το δυνατόν συντομότερη.
Κατά το τελευταίο τρίμηνο της κύησης, όλοι οι αναστολείς της σύνθεσης προσταγλανδινών μπορεί να εκθέσουν το έμβρυο σε:
- καρδιοπνευμονική τοξικότητα (με πρόωρο κλείσιμο του αρτηριακού πόρου και πνευμονική υπέρταση)
- νεφρική δυσλειτουργία, που μπορεί να εξελιχθεί σε νεφρική ανεπάρκεια με ολιγοϋδράμνιο,
τη μητέρα και το νεογνό, στο τέλος της κύησης, σε:
- πιθανή παράταση του χρόνου αιμορραγίας, μία αντιθρομβωτική επίδραση που μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε πολύ χαμηλές δόσεις,
- αναστολή των συσπάσεων της μήτρας οδηγώντας σε καθυστερημένο ή παρατεταμένο τοκετό.
Συνεπώς, η ασεκλοφενάκη αντενδείκνυται κατά το τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παράγραφο 4.3).
Γαλουχία
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την απέκκριση της ασεκλοφενάκης στο μητρικό γάλα. Δεν υπήρξε εντούτοις αξιοσημείωτη μεταφορά της ραδιοσημασμένης με C14 ασεκλοφενάκης στο γάλα των θηλαζόντων επίμυων.
Η χρήση της ασεκλοφενάκης επομένως πρέπει να αποφεύγεται κατά τη κύηση και τη γαλουχία εκτός εάν τα πιθανά οφέλη για τη μητέρα υπερέχουν του πιθανού κινδύνου για το έμβρυο.
Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων
Ασθενείς που υποφέρουν από ζάλη, ίλιγγο ή άλλες διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήματος ενώ λαμβάνουν ΜΣΑΦ δεν πρέπει να οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανήματα.
Σχετικό SPC
ΒΙΟFENAC 100 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.
ΠΧΠ : BIOFENAC Eπικαλυμμένο με υμένιο δισκίο