Μηχανισμός δράσης
Το ετοφαιναμάτη είναι παράγωγο φλουφαιναμικού οξέος, το οποίο μεταφέρεται εύκολα μέσω του δέρματος και συμπυκνώνεται στον φλεγμονώδη ιστό, όπου ασκεί αντιφλεγμονώδη και αναλγητική δράση αναστέλλοντας την απελευθέρωση ισταμίνης, λυσοσωμικών ενζύμων και προσταγλανδίνης.
Φαρμακοδυναμική
Η ετοφαιναμάτη παρεμποδίζει την απελευθέρωση και τη δράση της κυκλοοξυγενάσης, λιποξυγενάσης, ισταμίνης, βραδυκινίνης, σεροτονίνης, υαλουρονιδάσης. Σταθεροποιεί την μεμβράνη των λυσοσωματίων και μειώνει τις αντιδράσεις ξένων σωμάτων.
Μελέτες in vitro κατέδειξαν σαφώς ότι η ετοφαιναμάτη αναστέλλει τόσο την οδό λιποξυγενάσης όσο και την οδό κυκλοοξυγενάσης του μεταβολισμού του αραχιδονικού οξέος. Η IC50 είναι 1,2 X 105 Μ για αναστολή της βιοσύνθεσης λευκοτριενίου Β4 σε πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα και 2,8 X 107 Μ για αναστολή απελευθέρωσης PGE2 από μακροφάγα. Αυτές οι τιμές δείχνουν ότι η ετοφαιναμάτη έχει αντιφλεγμονώδη/αναλγητική δράση.
Φαρμακοκινητική
Μετά από τοπική εφαρμογή 300mg ετοφαιναμάτης η μέγιστη συγκέντρωση της στο πλάσμα βρέθηκε μεταξύ 18 και 24 ωρών. Η συγκέντρωση της φαιναμάτης στο πλάσμα είναι της ίδιας τάξεως σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και σε υγιείς εθελοντές (επομένως η απέκκριση γίνεται κυρίως από τη χολή). Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες είναι 98-99%.
Η σύνθεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 98-99%.
Η ετοφαιναμάτη απεκκρίνεται από τα ούρα και τα κόπρανα με τη μορφή μεταβολιτών (υδροξυλίωση, διάσπαση αιθερικών και εστερικών δεσμών) και ενώσεων.
Η απορρόφηση από το δέρμα των μορφών κρέμα, γέλη ή γαλάκτωμα είναι γενικά χαμηλή.
Η απορρόφηση της μορφής του εκνεφώματος από το δέρμα είναι επίσης γενικά χαμηλή, παραπλήσια αυτής των μορφών κρέμα, γέλη και γαλάκτωμα του προϊόντος.
Έτσι η στάθμη του φαρμάκου στο αίμα δύσκολα μπορεί να φθάσει σε θεραπευτικά επίπεδα («πιθανώς αποτελεσματικό»).
Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Για την ετοφαιναμάτη πραγματοποιήθηκαν μελέτες χρόνιας τοξικότητας (διάρκειας 1 χρόνου) με ημερήσια από του στόματος χορήγηση, σε αρουραίους (7.0, 27.0, 100.0 mg/kg) και σε πιθήκους (7.0, 26.0, 100.0mg/kg). Οι χωρίς επιδράσεις δόσεις ήταν υψηλότερες (27.0 mg/kg σε αρουραίους και 26.0 mg/kg σε πιθήκους) από την ημερήσια θεραπευτική δόση σε ανθρώπους.
Όπως αποδείχθηκε από εκτεταμένες μελέτες, δεν υπάρχουν ενδείξεις για εμβρυοτοξικές μεταλλαξιογόνες ή καρκινογόνες επιδράσεις.